Χρόνος ανάγνωσης 14 ΄

Από τη Μαρία Καδόγλου, Κοινωνική Λειτουργό, Msc στην Κοινωνική Ψυχιατρική

Η ενδοοικογενειακή βία κατά των παιδιών είναι ένα φαινόμενο διαχρονικό, διαταξικό, διαγενεαλογικό και διαπολιτισμικό, με ανησυχητικές διαστάσεις και ανοδική πορεία. Η συστηματική µελέτη του προώθησε την αναγνώρισή του ως κοινωνικό φαινόμενο, κάτι όμως στο οποίο πρωτίστως συνέβαλε η ανάπτυξη δύο ισχυρών διεθνών κινημάτων, του φεμινιστικού και της παιδικής προστασίας (Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών) (Ευαγγέλου & συν., 2013. Θεοφίλου, 2016).

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας το 1999 εντόπισε ότι η βία αποτελεί έναν σοβαρό παράγοντα κινδύνου για την υγεία των παιδιών και την ανήγαγε σε πρόβλημα δημόσιας υγείας (2002), καθώς υπολόγισε ότι 40.000.000 παιδιά σ’ όλο τον κόσµο πέφτουν θύµατα βίας κάθε χρόνο, µε μεγάλες διακυμάνσεις κατά φύλο. Στην Ελλάδα, τέτοια φαινόμενα συστηματικής βάναυσης συμπεριφοράς ταλανίζουν τουλάχιστον μια στις τρεις οικογένειες, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης ή μορφωτικού επιπέδου των μελών της (Αρτινοπούλου & Μαγγανάς 1996, Ευαγγέλου & συν. 2013, Θεοφίλου 2016, Συνήγορος του Πολίτη 2016).

Παρά τα δεδομένα των σημερινών ερευνών, είναι εμφανές ότι δεν υπάρχει ακόμη μια σαφή εικόνα του προβλήματος, καθώς πολλές περιπτώσεις κακοποίησης δεν καταγγέλλονται αλλά αποσιωπούνται μέσα στην οικογένεια, με αποτέλεσμα να υπάρχουν δυσκολίες στην αποτίμηση του βαθμού, της φύσης, της σοβαρότητας και των συνεπειών της βίας στο παιδί, καθώς πλήττουν όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης υπόστασής του.

Ιστορικά στοιχεία για την κακοποίηση ανηλίκων

Στην ελληνική μυθολογία, εντοπίζουμε στον Ησίοδο την ιστορία του Ήφαιστου [1] που κακοποιήθηκε ως παιδί, ενώ ιστορικά, ο Καιάδας στη Σπάρτη ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα άσκησης βίας από τους γονείς προς τα παιδιά. Στο δε Ρωμαϊκό αλλά και στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο συναντώνται τα βάρβαρα δικαιώματα της πατρικής εξουσίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη θυσία της Ιφιγένειας από τον Αγαμέμνονα. Στα ευρωπαϊκά έθνη, το δικαίωμα της πώλησης του τέκνου αναγνωριζόταν στον πατέρα μέχρι την εποχή του Καρλομάγνου (Σαλκιτζόγλου 1993, Agathonos-Georgopoulou 1997, Ψωμά 2001).

Η παραπάνω κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται με την επίδραση του χριστιανισμού και τις ουμανιστικές αντιλήψεις μετά την αναγέννηση που είχαν ως αποτέλεσμα το σταδιακό εξανθρωπισμό του δικαίου, κυρίως ως προς τις καταχρήσεις του σωφρονισμού και τους βασανισμούς των ανηλίκων. Το 1828, η αποκάλυψη της περίπτωσης του νεαρού Caspar Hauser [2] συγκλόνισε ολόκληρη την Ευρώπη και αποτέλεσε ένα κομβικό σημείο σχετικά με το βαθμό της κοινωνικής συνειδητοποίησης της παιδικής κακοποίησης. Το 1874, η κακοποίηση μίας εννιάχρονης [3] από τη μητριά της στη Νέα Υόρκη αποκάλυψε ότι δεν υπήρχε διάταξη νόμου για την αφαίρεση της επιμέλειας της ανηλίκου, αλλά ούτε κάποιος οργανισμός για την προστασία της (Σαλκιτζόγλου 1993).

Οι προσπάθειες προσέγγισης της παιδικής κακοποίησης συνεχίστηκαν το 1860, από τον Γάλλο Καθηγητή Ιατροδικαστικής Ambroise Tardieu που δημοσίευσε 32 περιπτώσεις σωματικής κακοποίησης παιδιών από τους γονείς τους, εκ των οποίων οι 18 κατέληξαν σε θάνατο (Σαλκιτζόγλου 1993).

Η ουσιαστική όμως αποκάλυψη της παιδικής κακοποίησης άρχισε από τη σωματική κακοποίηση, όταν το 1962 μία τριμελής ομάδα επιστημόνων [4] του Kampe δημοσίευσε την πρώτη εμπεριστατωμένη εργασία, στην οποία επισημοποιούνταν ο όρος «σύνδρομο του κακοποιημένου παιδιού» [5]. Το άρθρο αυτό έθεσε τις βάσεις της διάγνωσης, της θεωρητικής θεμελίωσης και της θεραπείας του συνδρόμου και αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης για τη διεπιστημονική αντιμετώπισή του και κυρίως της δικαιοσύνης με την προσαρμογή των νομοθετικών κειμένων σε μία νέα πραγματικότητα (Σαλκιτζόγλου, 1993).

Ορισμοί παιδικής κακοποίησης

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εισήγαγε το 1999 έναν ορισμό για την παιδική κακοποίηση: «Η κακοποίηση ή κακομεταχείριση ενός παιδιού περιλαμβάνει όλες τις μορφές σωµατικής ή συναισθηµατικής κακής μεταχείρισης, σεξουαλικής παραβίασης, παραµέλησης ή παραµεληµένης θεραπευτικής αντιμετώπισης ή εκμετάλλευσης για εµπορικούς σκοπούς, η οποία καταλήγει σε συγκεκριμένη ή εν δυνάµει βλάβη της υγείας, της ζωής, της ανάπτυξης ή αξιοπρέπειας του παιδιού, στο πλαίσιο μιας σχέσης ευθύνης, εμπιστοσύνης ή δύναµης» (Αγάθωνος- Γεωργοπούλου, 1990. Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, 2005).

Για να μιλήσουμε όμως για ενδοοικογενειακή βία χρειάζεται να αναφέρουμε ότι αυτή νοείται ως η κατάχρηση της δύναμης – σωματικής, οικονομικής, κοινωνικής – από τα ισχυρότερα προς τα πιο αδύναμα μέλη της οικογένειας, με σκοπό την επιβολή της θέλησης τους και τον περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας των αδύναμων» (Αγάθωνος- Γεωργοπούλου 1990, Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού 2005).

Μορφές παιδικής κακοποίησης

1) Σωματική κακοποίηση:

Ως σωματική κακοποίηση ανηλίκου ορίζεται «η σκόπιμη μη τυχαία χρήση βίας εις βάρος ανηλίκου από τον γονέα ή φροντιστή, η οποία προκαλεί πόνο, τραυματισμό ή μόνιμη βλάβη στη σωματική και κάθε άλλη λειτουργία και ανάπτυξη του παιδιού ή ακόμη και θάνατο». Περιλαμβάνει κάθε είδους τραυματισμούς από ξυλοδαρμό, κλωτσιές, χτύπημα με κάποιο αντικείμενο, κ.α. όπως αιματώματα, οιδήματα, αιμορραγίες, εκχυμώσεις, κατάγματα, εγκαύματα, κτλ. Οι κακώσεις μπορεί να είναι πολλές, κυρίως στα ακάλυπτα μέρη του σώματος του παιδιού και μπορούν να αφήσουν μόνιμες βλάβες, προκαλώντας σοβαρό κλονισμό της υγείας του παιδιού (Gill 1970, Βουϊδάσκης 1987, Καλλονάκη 2000).

Η χρήση σωματικής βίας στα παιδιά μέσα στην οικογένεια εντοπίζεται συχνότερα στις ηλικίες 3-4 και 15-17 ετών. Αποτελεί σε πολλές χώρες μια συνηθισμένη και αποδεκτή πρακτική πειθαρχίας και διαπαιδαγώγησης. Σε χώρες όπως οι Η.Π.Α., η Σουηδία και η Ελλάδα, η άσκηση σωματικής βίας απαγορεύεται δια νόμου. Ωστόσο, στη χώρα μας, μια έρευνα του Ι.Υ.Π. για τη σωματική τιμωρία ως µέσο διαπαιδαγώγησης έδειξε ότι το ποσοστό χρήσης της στην ελληνική οικογένεια αγγίζει το 65,5% κυρίως στα αγόρια (Καλλονάκη 2000, Φερέτη 2000, Θεοφίλου 2016).

2) Ψυχολογική/συναισθηματική κακοποίηση:

Περιλαμβάνει πράξεις και συμπεριφορές των γονέων που δείχνουν ότι δεν ανταποκρίνονται στις βασικές παιδικές ανάγκες για στοργή, αγάπη, αναγνώριση και ασφάλεια. Συνήθως ενέχουν απόρριψη, εκφοβισμό, απομόνωση, εκμετάλλευση, υποτίμηση, συναισθηματική απροσφορότητα, ισχυρό περιορισμό, αντιπάθεια, αποστροφή, αγενείς τρόποι ομιλίας, βρισιές, ειρωνείες ακόμα και υπερβολική προστασία, κτλ. (Coulborn 1981, Σπινέλλη 1992, Miller & Perrin 1997, Κατωπόδη 2005, Hirigoyen 2006).

Πρόκειται για την πιο συχνή μορφή κακοποίησης, που αφορά έναν μεγάλο αριθμό παιδιών. Δεν είναι άμεσα εμφανής και χαρακτηρίζει τη σχέση του γονέα με το παιδί του, το οποίο συχνά γίνεται το σημείο εκτόνωσης της ψυχολογικής έντασης των γονέων.

3) Παραμέληση:

Ως παραμέληση ορίζεται «η αποτυχία, η αμέλεια ή η ανεπάρκεια των γονιών να παρέχουν στο παιδί προστασία για την υγεία του, επίβλεψη, κατάλληλη διατροφή, προσωπική υγιεινή, συναισθηματική κάλυψη, παιδεία και ασφαλές περιβάλλον διαβίωσης, ώστε να τίθεται σε κίνδυνο η ψυχική και σωματική ανάπτυξη ή ακόμα και η ζωή του». Χαρακτηριστικά παραδείγματα παραμέλησης είναι η ασιτία, η πνευματική καθυστέρηση λόγω αδιαφορίας των γονέων, η ανεπαρκής επιτήρηση για αποφυγή ατυχημάτων, η μειωμένη ικανότητα για μητρική φροντίδα, οι γονεϊκές παραλείψεις ως προς τη φροντίδα του παιδιού, κτλ. (Μουζακίτης 1987, Σαλκιτζόγλου 1993, Τσιάντης 1993, Κατσιγαράκη 2004).

4) Σεξουαλική κακοποίηση:

Σύμφωνα με τον ορισμό του Kempe et al. (1972), ενδοοικογενειακή σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού είναι η εμπλοκή εξαρτώμενων, ανώριμων ως προς την ολοκλήρωση της ανάπτυξης παιδιών και εφήβων σε σεξουαλικές δραστηριότητες με ενήλικους συγγενείς εξ αίματος (παρά φύση ασέλγεια, σεξουαλική επαφή, βιασμός, αιμομιξία, ασελγείς πράξεις, θωπείες, στοματική επαφή, έκθεση σε πορνογραφικό υλικό, κτλ.), τις οποίες δεν κατανοούν συνειδητά, δεν είναι σε θέση να δώσουν έγκυρη συναίνεση και οι οποίες παραβιάζουν τις αντιλήψεις της κοινωνίας για τους οικογενειακούς ρόλους (Ελευθερίου 1997, Λάγγαρη 2006).

Ο όρος «σεξουαλική κακοποίηση» του παιδιού δεν περιορίζεται μόνο στη σεξουαλική επαφή αλλά στην πρόθεση ή επιθυμία των δραστών για απόκτηση σεξουαλικών σχέσεων, με σκοπό τη σεξουαλική διέγερση και ικανοποίηση. Ο Ο.Η.Ε. το 2006, υπολόγισε ότι 150.000.000 κορίτσια σ’ όλο τον κόσµο υφίστανται σεξουαλική παραβίαση (Θεοφίλου 2016).

Η δε σεξουαλική εκμετάλλευση αναφέρεται στην εκπόρνευση παιδιών, ενώ η αιμομιξία είναι μία πράξη που λαμβάνει χώρα μόνο ανάμεσα σε άτομα που ο νόμος δεν θα επέτρεπε ποτέ να παντρευτούν μεταξύ τους (Crosson-Tower 1999, Αρτινοπούλου 2000, Κατωπόδη 2005).

5) Άλλες μορφές κακοποίησης:

α) Η ανεπάρκεια αύξησης-δυστροφία µη οργανικής αιτιολογίας. β) Η μη τυχαία δηλητηρίαση. γ) Το σύνδρομο του αμέτοχου θεατή (μακροχρόνια έκθεση του παιδιού σε διάφορες μορφές ενδοοικογενειακής βίας, χωρίς να υφίσταται σωματικές κακώσεις). δ) Η παιδική εργασία ως µία μορφή παραμέλησης, κακομεταχείρισης αλλά και οικονομικής και σεξουαλικής εκμετάλλευσης (Θεοφίλου 2016).

Παράγοντες κίνδυνου και αιτίες της παιδικής κακοποίησης

Οι παράγοντες υψηλού κινδύνου και οι αιτίες της παιδικής κακοποίησης είναι πολυσύνθετοι, διότι συνδέονται άμεσα με πολιτισμικούς και κοινωνικούς παράγοντες, ενώ ταυτίζονται μεταξύ τους.

Οι εξωοικογενειακοί παράγοντες-αιτίες αναφέρονται κυρίως στις κοινωνικοοικονομικές δυσκολίες διαβίωσης (π.χ. ανεργία, φτώχια), στις περιορισμένες παροχές και πηγές στήριξης της οικογένειας, στην ποιότητα ζωής, στο περιβάλλον της οικογένειας, στον κοινωνικό αποκλεισμό, κτλ., ενώ βαρύτητα δίνεται στα εκάστοτε πρότυπα της κοινωνίας σχετικά με τους τρόπους ανατροφής, πειθαρχίας και συμπεριφοράς προς τα παιδιά (Gelles 1979, Milardo 1988, Parker et al. 1993, Jasinski & Williams 1998, Ψωμά 2001, Ζαραφωνίτου 2004, Guedes et al. 2016).

Από την άλλη, οι κακοποιητικές πράξεις συνδέονται άμεσα με την προσωπικότητα και την ψυχολογική/ψυχιατρική κατάσταση του γονέα (π.χ. ψυχική ασθένεια, νοητική καθυστέρηση, εξαρτήσεις, κτλ.), την κοινωνικo-οικονομική του θέση, τη μικρή ηλικία της μητέρας, τη φυσική ή συναισθηματική απουσία της μητέρας, τη μονογονεϊκότητα, την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, την οικογενειακή ανατροφή, την αγωγή και το ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης του γονέα, την κατανομή εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα, κτλ. (Di Tyllio 1951, Kraft- Ebing von 1984, Αρτινοπούλου 1995, Ευαγγέλου & συν. 2013, McEwan & Friedman 2016).

Σύμφωνα με τη συστημική θεωρία και πράξη, η δυσλειτουργική επικοινωνία στην οικογένεια (χαμηλά επίπεδα λεκτικής εκφραστικότητας και συναισθηματικής απόκρισης, μικρή ανοχή στην κριτική και η ερμηνεία αυτής ως απειλή ή εκφοβισμό, με συνέπεια το αυξημένο άγχος και την κλιμάκωση μιας διαφωνίας σε βία) αποτελεί ένα σημαντικό προγνωστικό παράγοντα για την ενδοοικογενειακή βία. Ειδικότερα, οι διαταραγμένες, βίαιες ή φτωχές σχέσεις μεταξύ των μελών, η παθολογία της οικογένειας, η κοινωνική της απομόνωση, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και η διαγενεακή μεταφορά της βίας (θεωρία της κοινωνικής μάθησης) ενισχύουν τον κατάλογο των αιτιών της παιδικής κακοποίησης (Bandura 1973, Pagelow 1984, Lecic-Tosevski et al. 2014). 

Επιπτώσεις της ενδοοικογενειακής κακοποίησης στα παιδιά

Ένας σημαντικός αριθμός μελετών έχουν αποδείξει ότι η ενδοοικογενειακή βία, με βάση τη σοβαρότητα, τη συχνότητα και την ηλικία του παιδιού, επιφέρει σοβαρές συνέπειες τόσο στη σωματική, νοητική και ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του ανηλίκου, όσο και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας αλλά και στην κοινωνική προσαρμογή του, με αποκορύφωμα τη μόνιμη αναπηρία ή το θάνατο. Κάθε είδος κακοποίησης στην παιδική και εφηβική ηλικία βιώνεται από το παιδί-θύμα ως ένα ισχυρό σωματικό και ψυχικό τραύμα που έχει αντίκτυπο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα σχετικά µε τις επιπτώσεις της κακοποίησης στη νευροφυσιολογία του εγκεφάλου κατά τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, καταδεικνύουν ότι οι εμπειρίες κακοποίησης και έντονου στρες μπορούν να καταστρέψουν εκατομμύρια νευρώνων και συνάψεων του εγκεφάλου, μια κατάσταση πολύ δύσκολα αναστρέψιμη. Οι βλάβες αυτές επιδρούν αρνητικά στη σύνθετη σκέψη, στη µνήµη και στη συµπεριφορά, απορυθμίζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου και επηρεάζουν και άλλα συστήµατα του οργανισμού. Επιπλέον, μπορούν να μεταβάλουν την ικανότητα του παιδιού να αλληλεπιδρά θετικά με τους άλλους και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη των διαταραχών διάθεσης. Η έλλειψη σταθερού δεσµού µε πρόσωπο φροντίδας σε παιδιά προσχολικής ηλικίας (όπως για παράδειγμα αυτά που μεγαλώνουν σε ιδρύµατα), έχει ως πιθανή συνέπεια συναισθηµατικές διαταραχές αλλά και ατροφία συγκεκριμένων τµηµάτων του εγκεφάλου (Ζαραφωνίτου 1995, Arnow 2004, Guedes et al. 2016).

Αναλυτικότερα, οι επιπτώσεις μπορούν να συνοψιστούν στις παρακάτω τέσσερεις κατηγορίες:

  1. Σοβαρά σωματικά προβλήματα: Κακή σωματική υγιεινή, πολύ χαμηλό βάρος, διαρκή πείνα και κόπωση, δαγκώματα, κοψίματα, κατάγματα, πληγές, δηλητηρίαση, κακώσεις, εγκαύματα, κτλ. Το Ι.Υ.Π. αναφέρει σε μελέτη του θνητότητα στο 6% των σωματικά κακοποιημένων παιδιών, προσωρινή αναπηρία στο 33%, μόνιμη αναπηρία στο 8%, ενώ το ποσοστό ανήλθε σε 17% στην ομάδα των παιδιών με σοβαρές κακώσεις. Περισσότερο από το 50% των σωματικά κακοποιημένων παιδιών παρουσιάζουν τραύματα στο πρόσωπο και στο στόμα και ιδιαίτερα τα βρέφη και τα νήπια, ενώ παρόμοια κορύφωση παρατηρείται στην εφηβεία (Αγάθωνος 1995, Ινστιτούτο Υγείας Παιδιού 1998, Καλλονάκη 2000, Cannell & Holick 2016).

Η παιδική κακοποίηση συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο κακής σωματικής υγείας και στην ενήλικη ζωή με πιο επώδυνα συμπτώματα (νευρολογικά, καρδιολογικά, μυοσκελετικά και αναπνευστικά προβλήματα) (Wegman et al. 2009, Sachs-Ericsson et al. 2009).

  1. Επιδράσεις στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη: Χαμηλή αυτοεκτίμηση, θλίψη, κατάθλιψη, αστάθεια, στοιχεία ψευδο-ωριμότητας, χαμηλές ατομικές προσδοκίες, απογοήτευση, άγχος, θυμό, “ψυχωσικές” αντιδράσεις, έντονη ψυχοκινητική ανησυχία, ψυχολογικό αποσυντονισμό, αποπροσωποποίηση, ψυχαναγκασμούς και καταναγκασμούς, αισθήματα αδυναμίας, έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων, έντονα αισθήματα ντροπής και ενοχής, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, ιδέες και τάσεις αυτοκτονίας, αναστολή της ομαλής σεξουαλικής ανάπτυξης, κτλ. (Miller & Perrin 1997, Καρασάββας Καλλίμαχος 2006).

Τα κακοποιημένα παιδιά παρουσιάζουν σημαντικές δυσκολίες στην ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων, γεγονός που πηγάζει από την πτώση της ποιότητας της σχέσης γονιού-παιδιού, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από ανασφάλεια και φόβο εκ μέρους του παιδιού. Αυτό συμβάλλει στην απομόνωσή του, ενώ συχνά συντελεί στην εμφάνιση συμπτωμάτων μετατραυματικού στρες. Το παιδί φοβάται να επιστρέψει στο σπίτι του, είναι σε απόγνωση, μπορεί να είναι υπερβολικά υπάκουο, παθητικό και αποσυρμένο ή να εμφανίζει παλινδρομημένη συμπεριφορά (ενούρηση, εγκόπριση, κλπ.) (Ι.Υ.Π. 1998).

Η κακοποίηση τραυματίζει τον ευάλωτο ψυχικό κόσμο του παιδιού και οδηγεί σε δυσκολίες που το συνοδεύουν στην ενήλικη ζωή. Η έρευνα των Fergusson, Boden, Horwood (2008) έδειξε ότι η σωματική και σεξουαλική παιδική κακοποίηση συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο μετέπειτα προβλημάτων ψυχικής υγείας σε ηλικίες 16-25 (κατάθλιψη, αγχώδη διαταραχή, αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας, εξάρτηση από ουσίες, αυτοκτονικό ιδεασμό και απόπειρες αυτοκτονίας). Σε άλλη έρευνα βρέθηκε ότι τόσο οι γυναίκες όσο και οι άντρες που υπέστησαν σεξουαλική κακοποίηση ως παιδιά είχαν σε διπλάσιο βαθμό αυξημένο κίνδυνο για χρήση ουσιών μετέπειτα.

Σε έρευνα του Belteczki (2016) αναφέρεται η στενή σχέση μεταξύ παιδικής κακοποίησης και διπολικής διαταραχής. Οι Grilo & Masheb (2001) βρήκαν ότι το 83% των ασθενών με διαταραχές διατροφής ανέφεραν κάποια μορφή παιδικής κακοποίησης, με την παραμέληση να αναφέρεται συχνότερα, ενώ σε παρόμοια έρευνα βρέθηκε ότι το 82% των ασθενών με κάποια μορφή παιδικής κακοποίησης ανταποκρίνονταν στα κριτήρια για τουλάχιστον μία διαταραχή προσωπικότητας (Thompson et al. 1996, Simpson & Miller 2002, Grilo et al. 2002, Rodrigues et al. 2016).

  1. Επιπτώσεις στη συμπεριφορά και στην κοινωνικότητα: Κατά τη βρεφική- πρώτη παιδική ηλικία, το κακοποιημένο παιδί εκδηλώνει έντονο κλάμα ή εκρήξεις οργής που δεν κατευνάζονται εύκολα και δίνουν την εικόνα απαιτητικού και ανυπόμονου παιδιού. Κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, το κακοποιημένο παιδί εκδηλώνει αντικοινωνικότητα, επιθετικότητα προς τους συνομήλικους, χαμηλή επίδοση στο σχολείο, σοβαρά μαθησιακά προβλήματα, διαλείπουσα σχολική φοίτηση ή εγκατάλειψη της φοίτησης, διαταραχές συμπεριφοράς, νεανική παραβατικότητα, κοινωνική απομόνωση.

Μελέτες των Kolvin et al. και του Farrington έδειξαν ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στην πρώιμη εγκληματική δραστηριότητα των ανηλίκων και την ανεπαρκή ενασχόληση των γονιών μαζί τους, κυρίως στα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Σύμφωνα με έρευνες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 41% των εγκλείστων στην Ελλάδα ήταν θύματα κακομεταχείρισης στην παιδική τους ηλικία, με την πρώτη θέση να κατέχουν οι ξυλοδαρμοί και τη δεύτερη τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας. Επιπλέον, το 65% των ανήλικων παραβατών υπήρξαν θύματα εκμετάλλευσης από την οικογένεια τους, αφού αναγκάστηκαν να εργασθούν παράνομα σε ηλικίες πέντε ως δεκαπέντε ετών (Κατσιγαράκη 2004, Αγάθωνος- Γεωργοπούλου 2004).

Η κακοποίηση καταλύει τον ενωτικό ιστό της οικογένειας, την ομαλή αλληλεπίδραση των μελών, ενώ αναιρεί την ανάληψη των οικογενειακών ρόλων, η οποία είναι απαραίτητη για μία ορθώς λειτουργούσα οικογένεια (Ζαραφωνίτου 1995, Guedes et al. 2016).

  1. Νοημοσύνη: Χαμηλό γενικό νοητικό πηλίκο, νοητική υστέρηση, καθυστερημένη ή διαταραγμένη ομιλία, κτλ. (Αγάθωνος- Γεωργοπούλου 2004).

Αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης

Η αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης περιλαμβάνει σχεδιασμό και χάραξη ορθών πολιτικών και προγραμμάτων, που αναφέρονται και στις τρεις κατηγορίες πρόληψης:

α) Η πρωτογενής πρόληψη επικεντρώνεται στους θεσμούς, στο ευρύ κοινό και στα ίδια τα παιδιά και απαιτεί πολυεπίπεδες αλλαγές: 1) Μέτρα κοινωνικής πολιτικής για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των οικογενειών με χαμηλό εισόδημα. 2) Δράσεις ευαισθητοποίησης της κοινότητας για την τροποποίηση των στάσεων απέναντι στην παιδική κακοποίηση. 3) Προγράμματα οικογενειακού προγραμματισμού για την πρόληψη των ανεπιθύμητων εγκυμοσυνών. 4) Ψυχο-εκπαιδευτικά προγράμματα ανάπτυξης γονεϊκών ικανοτήτων για μελλοντικούς ή νέους γονείς. 5) Εκπαιδευτικά προγράμματα για επαγγελματίες υγείας και εκπαιδευτικούς. 6) Πληροφόρηση των παιδιών για τα δικαιώματά τους (Gelles & Cornell 1985, Αρτινοπούλου & Μαγγανάς 1996, Αγάθωνος- Γεωργοπούλου 2004, Guedes et al. 2016, Θεοφίλου 2016).

β) Η δευτερογενής πρόληψη επιδιώκει την έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος πριν ακόμη συμβεί. Στοχεύετε δηλαδή ο έγκαιρος και σωστός εντοπισμός ατόμων «υψηλού κινδύνου», όπως είναι για παράδειγμα οι έγκυες μητέρες με ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη ή χρήση ουσιών, με σκοπό να προληφθούν σοβαρά προβλήματα διαταραχής δεσμού ή γονεϊκής ικανότητας. Σημαντική είναι επίσης η ανάπτυξη κατάλληλων εναλλακτικών δομών φιλοξενίας του παιδιού όταν απομακρύνονται από τους βίαιους γονείς. Εδώ ανήκουν και οι ενέργειες για την τροποποίηση της υπάρχουσας νομοθεσίας [6] (Αρτινοπούλου & Μαγγανάς 1996).

γ) Η τριτογενής πρόληψη στοχεύει στη θεραπεία του προβλήματος, όταν η κακοποίηση έχει ήδη συμβεί και περιλαμβάνει παρεμβάσεις για να μειωθούν οι αρνητικές συνέπειες και να διακοπεί η επαναθυµατοποίηση. Αρχικά, είναι απαραίτητη η πλήρης εκτίμηση της οικογένειας από διεπιστημονική ομάδα. Στη συνέχεια, τα προγράμματα συμβουλευτικής και κοινωνικής υποστήριξης των θυμάτων παρέχουν ψυχοθεραπευτικές υπηρεσίες εμψύχωσης και ενδυνάμωσης, σε συνδυασμό με κοινωνικές παρεμβάσεις που αφορούν κυρίως τη βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της οικογένειας. Στόχος είναι η διακοπή της βίαιης συμπεριφοράς όσο το δυνατόν συντομότερα και η παραμονή του κακοποιημένου παιδιού στην οικογένεια. Εφόσον χρειαστεί, ανάδοχες οικογένειες μπορούν να φιλοξενήσουν το παιδί, ενώ αξιοποιούνται ανάλογα οι άτυπες κοινοτικές μορφές υποστήριξης (εκκλησία, εθελοντές, κτλ.). Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις που απαιτείται η άμεση απομάκρυνση του παιδιού από το σπίτι, τουλάχιστον στην αρχική φάση, και τυχόν εισαγωγή του στο νοσοκομείο ή σε καταφύγιο-ξενώνα, με σκοπό να προστατευτεί η ζωή του και έμμεσα αυτή των γονέων. Αν είναι αναγκαίο, αφαιρείται προσωρινά η επιμέλεια από τους γονείς (Kashani & Allan 1998).

Βιβλιογραφία

  1. Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, Ε. (1990) Η βία στην οικογένεια – ανασκόπηση. Σύγχρονα θέματα, 43-44, 78.
  2. Agathonos-Georgopoulou, H. (1997) Child Maltreatment in Greece: A Review of Research. Child Abuse and Neglect, 6, 257-271.
  3. Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, Ε. (1998) Οδηγός για την αναγνώριση και αντιμετώπιση της κακοποίησης και παραμέλησης του παιδιού, Αθήνα: ΄Εκδοση Ινστιτούτου Υγείας του παιδιού.
  4. Αγάθωνος- Γεωργοπούλου, Ε. (2004) Κακοποίηση- παραμέληση του παιδιού και παραβατικότητα: Συγκοινωνούντα δοχεία; Ψυχολογία, 11 (2), 141-161.
  5. American Psychological Association. (2001) Writing in style. (6th Ed.). Ανακτήθηκε 11 Ιανουαρίου 2017 από το Διαδίκτυο: https://www.sworps.tennessee.edu/training/APA_6_0/player.html
  6. Arnow, B.A. (2004) Relationships between childhood maltreatment, adult health and psychiatric outcomes, and medical utilization. Clin Psychiatry, 65 (12), 10-5.
  7. Αρτινοπούλου, Β. (2000) Αιμομιξία, θεωρητικές προσεγγίσεις και ερευνητικά δεδομένα. Αθήνα: Εκδόσεις Νομικής Βιβλιοθήκης.
  8. Αρτινοπούλου, Β., & Μαγγανάς Α., (1996) Θυματολογία και όψεις θυματοποίησης, Αθήνα: Εκδόσεις Νομικής Βιβλιοθήκης.
  9. Bandura, A. (1973) Aggression: A Social Learning Analysis, Engle Wood Cliffs, New Jersey Prentice Hall Inc.
  10. Belteczki, Z. (2016) The role of the childhood maltreatment in bipolar affective disorder. Psychiatr Hung, 31(1), 40-51.
  11. Βουϊδάσκης, Β. (1987) Η επιθετικότητα σαν κοινωνικό πρόβλημα στην οικογένεια και στο σχολείο. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  12. Cannell, J.J. & Holick, M.F. (2016) Multiple unexplained fractures in infants and child physical abuse. J Steroid Biochem. Ανακτήθηκε 30 Δεκεμβρίου 2016 από το Διαδίκτυο: http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0960076016302485
  13. Coulborn, F.K. (1981) Social work with Abused and Neglected Children. USA: Free Press Publications.
  14. Crosson- Tower, C. (1999) Understanding Child Abuse and Neglec USA: Allyn & Bacon Publications.
  15. Di Tyllio, B. (1951) Manuel dAnthropologie criminelle, Paris: Payot
  16. Ελευθερίου, Ε. (1997) Η δημιουργία θεραπευτικού πλαισίου σε περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών». Στο Θ. Καλλινάκη (Επιμ. Έκδ.), Αιμομιξία και θεραπευτικό πλαίσιο (70). Ελληνική Εταιρεία Ψυχικής Υγιεινής & Νευροψυχιατρικής του Παιδιού, Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
  17. ΕυαγγέλουΕ., Πολυκανδριώτη Μ., ΚλουτσινιώτηΑ., Γκιοβάσο Σ., Κουτελέκος Ι.Δ.Ε. (2013) Εμπειρίες βίας και κακομεταχείρισης νεαρών ενηλίκων στο χώρο του σπιτιού. Νοσηλευτική, 52(2), 223-233.
  18. Fergusson, D.M., Boden, J.M., Horwood, L.J. (2008) Exposure to childhood sexual and physical abuse and adjustment in early adulthood. Child Abuse Negl, 32(6), 607-19.
  19. Gelles, R.J. & Cornell, C.P. (1985) Intimate Violence in Families. Beverly Hills: Sage. Ανακτήθηκε 20 Δεκεμβρίου 2016 από το Διαδίκτυο: https://books.google.gr/books?hl=el&lr=&id=0iInxNf0B4UC&oi=fnd&pg=PA2&dq=+Intimate+Violence+in+Families&ots=wikcoQaHOh&sig=67Rsrl-K0hgcrMO6Fso9ra7EtLU&redir_esc=y#v=onepage&q=Intimate%20Violence%20in%20Families&f=false
  20. Gill, P. (1970) Στο Ψωμά, Α. (2001) Ενδοοικογενειακή βία και παιδί. Αθήνα: Έκδοση Πάντειου Πανεπιστήμιου Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών.
  21. Guedes, (2016) Bridging the gaps: a global review of intersections of violence against women and violence against children. Glob Health Action. 9 (9), 31516. Ανακτήθηκε 15 Δεκεμβρίου 2016 από το Διαδίκτυο:http://dx.doi.org/10.3402/gha.v9.31516
  22. Hirigoyen, M.F. (2006) Ηθική παρενόχληση, η κρυμμένη βία στην καθημερινή ζωή. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
  23. Ζαραφωνίτου, Χ. (1995) Εμπειρική εγκληματολογία. Αθήνα: Έκδοση Νομικής βιβλιοθήκης.
  24. Ζαραφωνίτου, Χ. (2004) Εμπειρική Εγκληματολογία (2η Έκδ.). Αθήνα: Έκδοση Νομικής Βιβλιοθήκης.
  25. Ζημιανίτης, (2005) Ποινικός Κώδικας. Αθήνα: Έκδοση Νομικής Βιβλιοθήκης.
  26. Ινστιτούτο Υγείας Παιδιού. (2005) Εγχειρίδιο για τα δικαιώματα του παιδιού. Αθήνα.
  27. Ινστιτούτο Υγείας Παιδιού. (1998) Οδηγός για την αναγνώριση και αντιμετώπιση της κακοποίησης και παραμέλησης του παιδιού. Αθήνα.
  28. Καλλονάκη, Ε. (2000) Ενδοοικογενειακή κακοποίηση των παιδιών, ψυχολογικές διαστάσεις και τρόποι αντιμετώπισης. Αθήνα: Έ Έκδοση Πάντειου Πανεπιστήμιου Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών.
  29. Καρασάββας, Καλλίμαχος, Λ. (2006) Παιδική σεξουαλικότητα και τοξικομανία. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΟΑΝ.
  30. Kashani, H.J. & Allan D.W. (1998) Στο Καλλονάκη, Ε. (2000) Ενδοοικογενειακή κακοποίηση των παιδιών, ψυχολογικές διαστάσεις και τρόποι αντιμετώπισης. Αθήνα: Έκδοση Πάντειου Πανεπιστήμιου Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών.
  31. Κατσιγαράκη, Ε. (2004) Οικογένεια και παραβατικότητα. Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Σάκουλα.
  32. Κατωπόδη, Α. (2005) Παιδική Σεξουαλική Κακοποίηση: Οικογένεια & Κοινωνία, αίτια-ρόλοι-συνέπειες. Αθήνα: Εκδόσεις Μαραθιά.
  33. Kempe C.H. & Helfer R.E.(1972) Helping the Battered Child and his Family. Philadelphia: Lippincatt
  34. Kraft-Ebing R. (1984) Psychopathia Sexualis. Paris: Payot Publications.
  35. Κρασανάκης Γ.Ε. (1999) Η τιμωρία ως μορφή επιθετικής συμπεριφοράς των ελλήνων πατέρων προς τα παιδιά τους. Στο Ι. Νέστορος (Επιμ. Έκδ.), Η επιθετικότητα στην οικογένεια στο σχολείο και στην κοινωνία (154). Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
  36. Λάγγαρη Β. (2006) Η ενδοοικογενειακή σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού ως έκφραση της οικογενειακής δυσλειτουργίας. Στο Ο. Γιωτάκος & Β. Πρεκατέ (Επιμ. Έκδ.), Σεξουαλική κακοποίηση, μυστικό; όχι πια (99-115). Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
  37. Lecic-Tosevski D,Draganic-Gajic S, Popovic-Deusic S, Christodoulou N, Botbol (2014). Ψυχιατρική, 25(3), 185-191.
  38. McEwan, M., Friedman, S.H. (2016) Violence by Parents Against Their Children: Reporting of Maltreatment Suspicions, Child Protection, and Risk in Mental Illness. Psychiatr Clin North Am, 39(4), 691-700.
  39. Ματσανιώτης, Ν. (1998) Στο Ε. Αγάθωνος- Γεωργοπούλου, (Επιμ. Έκδ.), Οδηγός για την αναγνώριση της κακοποίησης και παραμέλησης του παιδιού (7). Αθήνα: Έκδοση Ινστιτούτο Υγείας Παιδιού.
  40. Μηλιώνη, Φ. (2009) Ενδοοικογενειακή Βία: Η γυναίκα θύμα. Στο Ν. Κουράκης, Έμφυλη Εγκληματικότητα. Ποινική και Εγκληματολογική Προσέγγιση του Φύλου (2η έκδ). Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Σάκκουλας.
  41. Milardo, R. (1988) Families and Social Networks: an overview of theory and method. US: Sage Publications.
  42. Miller, B. & Perrin, P. (1997) Στο Α. Ψωμά. (2001). Ενδοοικογενειακή βία και παιδί. Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών.
  43. Μιχαηλίδη- Παπαδάκη, Ε. (1999) Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών. Στο Ι. Ν. Νέστορος (Επιμ. Έκδ.), Η επιθετικότητα στην οικογένεια, στο σχολείο και στην κοινωνία, (174). Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
  44. Μουζακίτης, Χ. (1987) Η κακοποίηση των παιδιών, Γενική θεώρηση & διεθνής προοπτική. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτης.
  45. Πρεκατέ, Β. (2006) Ανίχνευση παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης. Στο Ο. Γιωτάκος & Β. Πρεκατέ (Επιμ. Έκδ.), (167-168). Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
  46. Rodrigues, J., Anderson, L., Nagata,J.Y., Rigo, L., Cericato, G.O., Franco, A., Paranhos, L.R. (2016) Domestic violence against children detected and managed in the routine of dentistry- A systematic review. J Forensic Leg Med, 43, 34- 41.
  47. Sachs-Ericsson, N.,Cromer, K., Hernandez, A., Kendall-Tackett, K. (2009) A review of childhood abuse, health, and pain-related problems: the role of psychiatric disorders and current life stress. Trauma Dissociation, 10(2), 170-1
  48. Σαλκιτζόγλου, Π. (1993) Η κακή άσκηση της γονικής μέριμνας και η υποκατάσταση των γονέων από τρίτους. Αθήνα- Κομοτηνή: Εκδόσεις Σάκκουλα.
  49. Simpson, T.L.,& Miller, W.R. (2002) Concomitance between childhood sexual and physical abuse and substance use problems. A review. Clin Psychol Rev, 22(1), 27-77.
  50. Σπινέλλη, Κ. Δ., (1992) Ελληνικό δίκαιο ανηλίκων δραστών και θυμάτων, ένας κλάδος υπό διαμόρφωση. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα.
  51. Συνήγορος του Πολίτη. (2016) Ανακτήθηκε 13 Δεκεμβρίου 2016 από το Διαδίκτυο: http://www.somatikitimoria.gr.
  52. Thompson, A.E., & Kaplan, C.A. (1996) Childhood emotional abuse. Br J Psychiatry, 168(2), 143-148.
  53. Τσιάντης, Γ. (1993). Ψυχική Υγεία του παιδιού & της οικογένειας. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτης.
  54. Φερέτη, Ε. (2000) Η χρήση βίας στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, ερευνητικά δεδομένα και προεκτάσεις. Στο Η. Σαγκουνίδου- Δασκαλάκη (Επιμ. Έκδ.), Εγκληματίες και θύματα στο κατώφλι του 21ου αιώνα (543). Αθήνα: Εκδόσεις Ε.Κ.Κ.Ε.
  55. Ψωμά, Α. (2001) Ενδοοικογενειακή βία και παιδί. Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών.
  56. Wegman, H.L., & Stetler, C. (2009) A meta-analytic review of the effects of childhood abuse on medical outcomes in adulthood. Psychosom Med, 71(8), 805-812.

________________________________________________________________________

[1] Ο Ήφαιστος μισούσε τη μητέρα του Ήρα, η οποία όταν την απάτησε ο Δίας, τον πέταξε στη θάλασσα λόγω της αναπηρίας και της ασχήμιας του. Εκείνος σώθηκε αλλά έγινε βίαιος, ενώ ο γάμος του με την Αφροδίτη απέτυχε. Η ιστορία αυτή αποτελεί μία κλασσική περίπτωση βίας στην οικογένεια και διαγενεακής αναπαραγωγής της (Ψωμά, 2001).

[2] Ο Caspar Hauser έμεινε επί 15 ολόκληρα χρόνια, έγκλειστος σε σκοτεινό δωμάτιο στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, μόνο με ψωμί & νερό, δίχως ηλιακό φως & εκπαίδευση. Παρέμεινε σε νηπιακή κατάσταση, με αποτέλεσμα τη μόνιμη πνευματική καθυστέρηση, κάνοντας λόγο για «ψυχική δολοφονία» και «ληστεία της ψυχής» του ανηλίκου στερώντας του την παιδική ηλικία και καταδικάζοντάς τον σε διαρκή πνευματικό νανισμό. Η αγανάκτηση του πνευματικού κόσμου κινητοποίησε την κοινή γνώμη και επέφερε την τροποποίηση της νομοθεσίας (Σαλκιτζόγλου, 1993).

[3] Η εννιάχρονη ήταν δεμένη στο κρεβάτι της και της παρεχόταν επί μήνες μόνο ψωμί και νερό. Η λύση που βρέθηκε γι΄ αυτήν ήταν να τεθεί υπό τη μέριμνα της Εταιρείας Προστασίας των Ζώων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του νόμου περί προστασίας των ζώων (Σαλκιτζόγλου, 1993).

[4] 1) Henry Kempe- Καθηγητή Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου του Denver του Colorado των Η.Π.Α., 2) F. N. Silverman (παιδοακτινολόγος) 3) Br. F. Steel (παιδοψυχίατρος).

[5] Εφιστάται η προσοχή των παιδιάτρων στο να εξετάζουν αν τα μελανιάσματα, τα κατάγματα και τα αιματώματα στο σώμα των βρεφών προήλθαν από ατύχημα, ενώ σε περίπτωση αναντιστοιχίας πρέπει να διερευνάται περισσότερο αν οι γονείς προκάλεσαν τα τραύματα. Επίσης εφιστάται η προσοχή για τυχόν παραμέληση της χορήγησης τροφής και φροντίδας (Σαλκιτζόγλου, 1993).

[6] Ο Ο.Η.Ε. το 1959 προέβη στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του παιδιού για την προστασία του από κάθε μορφή εκμετάλλευσης ή παραμέλησης. Η χώρα µας, με το Νόμο 3500/2006 για την Καταπολέμηση της Ενδοοικογενειακής βίας, απαγόρευσε τη σωµατική τιμωρία σε βάρος ανηλίκου ως μέσο σωφρονισμού στο πλαίσιο της ανατροφής του και ότι η χρήση της επισύρει για τους γονείς τις συνέπειες της κακής άσκησης της γονικής μέριμνας (Αρτινοπούλου & Μαγγανάς, 1996. Ζημιανίτης, 2005. Μηλιώνη, 2009).