Σεισάχθεια

Χρόνος ανάγνωσης 6 ΄

seisaxtheiaΓράφει η Αντωνία Παυλάκου

Σκεπτική και προβληματισμένη, μεσημεράκι Σαββάτου, η Νίνα, φιλόλογος στη δύση της εκπαιδευτικής της ζωής, άφηνε πίσω της με βήμα βαρύ τα στενά σοκάκια του Ψυρρή και κατηφόρισε προς την πλατεία Κουμουνδούρου.

Βρισκόταν στην Αθήνα, σ’ ένα από τα συνηθισμένα ταξίδια της του Σαββατοκύριακου που σαν κάτοικος επαρχιακής πόλης συνήθιζε να κάνει. Κάθε φορά με την ίδια χαρά για όσα μπορούσε να της προσφέρει το ταλαιπωρημένο πλέον από την οικονομική κρίση «κλεινόν άστυ», ωστόσο, πάντοτε ο γιγάντιος ομφαλός της δύσμοιρης πατρίδας.

Γενάρης και προεκλογική περίοδος, σπάνια εξέλιξη για τα ελληνικά μεταπολιτευτικά πολιτικά ήθη. Η Νίνα χαμένη σε συναισθήματα φόβου, ελπίδας, αγωνίας είχε το πρόσωπο συνοφρυωμένο και τη σκέψη να ταξιδεύει στο αμφίβολο μετεκλογικό «αύριο». Το τσουχτερό γεναριάτικο κρύο ράπιζε το πρόσωπό της, χωρίς να τη βοηθάει να διώξει τη σκέψη της από το λυπημένο πρόσωπο του αθηναϊκού κέντρου που σε τίποτα δεν έμοιαζε μ’ εκείνο των φοιτητικών της χρόνων, παραμονές εκλογών.

Μπαίνοντας στο πλακόστρωτο της Κουμουνδούρου, ζωηρές φωνές ανδρών έφτασαν στ’ αυτιά της και με το μάτι διέκρινε μια ομάδα στην ευθεία. Ένας ψηλός, όρθιος αγόρευε μπροστά σε τέσσερις άλλους  καθισμένους στριμωχτά στο πέτρινο παγκάκι όπου τον άκουγαν εκστατικοί. Το βλέμμα τους ανέβαινε αγριεμένο κάτω από σκουφιά που έφταναν ως τα μάτια, η αξυρισιά σκλήραινε τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, τα ρούχα σκούρα, τριμμένα και χαχόλικα, τα παπούτσια φθαρμένα. Όλα συνέθεταν  την εικόνα του άστεγου ή εκείνου που ξεπεζεύει στο πόστο αυτό, περιμένοντας το μεσημεριανό συσσίτιο του Δήμου ή της Εκκλησίας, σε κοντινή αίθουσα. Αυτό η Νίνα ήξερε καλά ότι συνέβαινε.

Τόσα λίγα πρόλαβε η άκρη του ματιού της Νίνας να αποτυπώσει περνώντας σε απόσταση λίγων μέτρων, μα με βήμα ταχύ, γιατί τον όρθιο τον είχε αναγνωρίσει. Θυμήθηκε το επιβλητικό παράστημα. Αστραπιαία καρφώθηκε στο καστανό σπινθηροβόλο βλέμμα και στα απομεινάρια μιας αλλοτινής γοητείας που συνόδευε ένα καμηλό, μπεζ παλτό – τώρα πια κακοποιημένο και βρώμικο, ωστόσο ικανό να μαρτυρά μαζί με το κόκκινο κασκόλ την εποχή της ευημερίας του κατόχου του.

Το στενόχωρο σκηνικό, συνηθισμένο για την περιοχή, πρόδιδε το λόγο της παρουσίας τους εκεί. Τάχυνε το βήμα της να μην τη δει, μην την αναγνωρίσει. Στ’ αυτιά της, όμως, έφτασε καμπανιστή η φωνή του: «καλό και το συσσίτιο, δε λέμε, αλλά για τη χώρα όλη ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ φίλοι μου ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ χρειαζόμαστε. Ας μάθουν, επιτέλους, αυτοί οι ξένοι μας τι ήταν η Ελλάδα κάποτε. Μόνο η ΣΕΙΣΑΧΘΕΙΑ θα μας σώσει», φώναζε βαρύγδουπα. Η Νίνα κούνησε το κεφάλι, ίσως και να χαμογέλασε ελαφρά και λίγο χαιρέκακα, ρίχνοντας την τελευταία κλεφτή της ματιά πάνω του, ενώ ξεπήδησε μπροστά της ολοζώντανο το περιστατικό δεκατρία χρόνια πριν στο γραφείο του σχολείου της.

Ο κ. Χ είχε ζητήσει να δει το γραπτό του γιου του που είχε απορριφθεί στα γραπτά του Ιουνίου, στην Ιστορία. Γι αυτό τον λόγο  τον περίμενε. Τον παρατηρούσε από το βάθος του γραφείου καθώς διέσχιζε τον διάδρομο, ερχόμενος αγέρωχος προς το μέρος της. Μπήκε στον μικρό χώρο της με αέρα αυτοπεποίθησης και την πλησίασε με ευγένεια αλλά και δόση ειρωνείας στο βλέμμα. Ο μικρός Στάθης φοβισμένος μέσα στο φύσει λιλιπούτειο δέμας του, με σκυμμένο κεφάλι στάθηκε κυριολεκτικά εξαφανισμένος δίπλα του. Η Νίνα ανταπέδωσε τον χαιρετισμό του, ενώ κοίταξε τον μικρό συγκαταβατικά να περνά με στωικότητα  το βάσανο της αμηχανίας. Πάντα αδιάβαστος ήταν ο Στάθης, αλλά τόσο πικάντικος, τόσο χαριτωμένα αγαπησιάρης. Μεγάλα μάτια μελαγχολικά, μαύρα σαν κάρβουνα στόλιζαν το λεπτό του προσωπάκι. Είχαν αμοιβαία συμπάθεια. Αδύνατος μαθητής γενικά, που περνούσε σχεδόν όλα του τ’  απογεύματα στο σπίτι μόνος του,  όπως συχνά της έλεγε. Η Νίνα έδειξε τις αναπάντητες ερωτήσεις στο γραπτό και σ’ εκείνη την ερώτηση για τη «σεισάχθεια» τόλμησε να πει ήπια, γλυκά…«Στάθη, είναι τόσο σπουδαίο θέμα αυτό. Και το κεφάλαιο για το Σόλωνα, δεν θυμάσαι πόσο αναλυτικά το είχαμε εξηγήσει; Και επέμεινε: «δεν σε είχε εντυπωσιάσει η κατάργηση των χρεών των φτωχών από τον Σόλωνα με τους νόμους του;»

Και τότε συντελέστηκε μια  ήρεμη, γεμάτη ειρωνεία  συνοδευόμενη μονάχα από  ημίκλειστα μάτια και τραβηγμένα χείλη λεκτική έκρηξη. «Ακούστε, κυρία μου, μην κουράζεστε άλλο… Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, δεν ξέρω τι είναι η σεισάχθεια και οι σεισάχθειες, ο Στάθης, ε Στάθη; είναι επικοινωνιακός, με τις «άκρες» τις δικές μου και με πέντε – δέκα καλημέρες που θα πει αύριο – μεθαύριο στην πλατεία, οι πόρτες γι’ αυτόν θα είναι ανοιχτές… Λύστε λοιπόν, το θέμα τώρα ή το Σεπτέμβρη, τέλος πάντων λύστε το – ξέρετε τι εννοώ – γιατί δεν βλέπω νόημα να παιδεύεστε κι εσείς. Ένα σχολείο τυπικά να βγάλει το παιδί θέλουμε, τα υπόλοιπα τα αφήνουμε γι’ άλλους… Και για να γνωριστούμε καλύτερα. Διευθυντής στη νέα τράπεζα, την Exllenium, στη διάθεσή σας για κάρτες, δάνεια, ελάτε να δανειστείτε, να σας εξυπηρετήσουμε, όπως εσείς θέλετε… θα χαρώ». Μιλούσε γρήγορα, παραληρηματικά σχεδόν στη Νίνα η οποία  τον  κοιτούσε σαν ανέκφραστο άγαλμα…

Αγνοώντας το σχόλιο που έδειχνε το σιωπηρό πρόσωπό της, τής έδωσε το χέρι και, κάνοντας μεταβολή, αποχώρησε μεγαλόπρεπα, με τον μικρό Στάθη να ακολουθεί υποταγμένος πέντε βήματα πιο πίσω του, αμίλητος. Η Διευθύντρια, μοναδικός μάρτυς της σκηνής κάρφωσε τη Νίνα στα μάτια. Συμφώνησαν έτσι. Σχόλιον ουδέν.

Σπάνια στεκόταν η Νίνα στη βιτρίνα αυτού του καινούργιου καταστήματος της πόλης. Αντίκες, φωτιστικά, σπάνια μικροέπιπλα, ακριβά υφάσματα και διακοσμητικά ξεχωριστά δεν ταίριαζαν στο υπαλληλικό της βαλάντιο. Κοντοστάθηκε. Το μαξιλάρι της βιτρίνας, ευτυχώς, ήταν στα μέτρα του καναπέ και του πορτοφολιού της. Μπαίνοντας, η κυρία, με τα πλούσια ξανθά, επιμελώς ατημέλητα μαλλιά, γύρω στα 40, το κομψό επώνυμο σύνολο και τις ψηλοτάκουνες γόβες, φαινόταν ιδιοκτήτρια. Ένιωσε λίγο άβολα μπροστά στην επιτηδευμένη κομψότητα, ωστόσο εκείνη, τυλίγοντας το μαξιλάρι με υπεροπτική ευγένεια, απαρίθμησε τα είδη του καταστήματος, προτείνοντάς τα ως ευκαιρίες αγοράς, αλλά με τη χαιρέκακη βεβαιότητα ότι φυσικά ήταν απλησίαστα για τη Νίνα. Μάλλον έτσι θα έδειχνε το παρουσιαστικό της πενηντάχρονης καθηγήτριας. Και τότε από το βάθος ξεπρόβαλε εκείνος. «Το κατάστημα και η σύζυγός μου είναι στη διάθεσή σας. Ψωνίστε κυρία μου ό,τι θέλετε. Είπαμε, δάνειο, κάρτες, ό,τι σας είναι εύκολο για τις αγορές σας θα το έχετε… ο Διευθυντής Τράπεζας είμαι, δεν το ξεχνάτε, πιστεύω…».

Είχε χαιρετήσει ευγενικά και είχε βγει μπουκωμένη από αίσθημα αηδίας και περιφρόνησης γι’ αυτά τα νέα τραπεζικά «γεράκια» που είχαν ξεφυτρώσει από παντού. «Πού πάμε εν τέλει», συλλογιζόταν η Νίνα, καθώς και στην Εκπαίδευση βίωνε όλο και μεγαλύτερα αδιέξοδα. Το καμπανάκι της, το εσωτερικό, χτυπούσε παράξενα από τότε. Μόνο που δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο μεγαλύτερο θα ήταν και το εκπαιδευτικό αδιέξοδο και τι θα βίωνε η τραγική ελληνική κοινωνία λίγα χρόνια μετά.

Ο «γιάπης», φυσικά, είχε πληρώσει την αλαζονεία του. Έτσι εξηγείται πώς είχε εξαφανιστεί αργότερα το κατάστημα. Τον Στάθη τον έβλεπε η Νίνα αραιά, μια και είχε πάει πια στο Λύκειο, αλλά από κάποια στιγμή και μετά ούτε στο δρόμο. Η Exllenium εν τω μεταξύ είχε βάλει «λουκέτο». «Θα έχουν φύγει στην Αθήνα», είχε σε μια στιγμή σκεφτεί. Λογικό τής φαινόταν. Αυτό, όμως, που είδε πριν λίγο, εκείνη την εποχή θα το θεωρούσε κάτι παραπάνω από απίθανο.

Επέστρεψε στην πόλη της με συγκεχυμένες σκέψεις και ανάμικτα συναισθήματα. Βάλθηκε να αναζητήσει τον Στάθη. Με πολύ δισταγμό, κάποια «τζίνια» τής απέσπασαν εχεμύθεια – είχε την εμπιστοσύνη του μαθητόκοσμου – και της εκμυστηρεύτηκαν ότι περιφέρεται από πόλη σε πόλη… Κλεφτρόνι κοντολογίς. Πού μένει; Τον φιλοξενούν φίλοι, διάφοροι… Ψηφίζει στην Καλαμάτα και ήξεραν πως θα ερχόταν. Πού θα τον βρει; Βράδυ, στους παράδρομους της κεντρικής πλατείας.

Αργά το Σαββατόβραδο, ξημερώνοντας η Κυριακή των εκλογών η Νίνα βγήκε με παρέα στην πλατεία της πόλης της. Αν και πιο μεγαλόσωμος τώρα πια,  τον αντιλήφθηκε από μακριά. Ξεχώρισε τα λαμπερά μαύρα μάτια του μέσα στο σκοτάδι. Κάπνιζε με γρήγορες κινήσεις και το τσιγάρο κρυμμένο στη χούφτα. Στον αέρα η μυρωδιά ήταν ιδιαίτερη, ενώ μαζί με τους άλλους δύο χειρονομούσαν συνωμοτικά σε μια περίεργη συνεννόηση. Πλησίασε μόνη και, καθώς το βλέμμα του συνέλαβε κάτι γνώριμο, έκανε στην αρχή διστακτικά βήματα προς το μέρος της, κατέβασε την κουκούλα, έγνεψε στους άλλους να «στρίβουν», με το χέρι τούς έδειξε να περιμένουν στην απέναντι γωνία και φθάνοντας απέναντί της τη χαιρέτησε διστακτικά. Όμως, εκείνη άνοιξε την αγκαλιά της και ο νεαρός χώθηκε μέσα πρόθυμα, αβίαστα, χωρίς δισταγμό.

– Δασκάλα μου, ψέλισσε.

– Πες γρήγορα τι συνέβη, ρώτησε η Νίνα.

– Καταστροφή, τα χάσαμε όλα, μαγαζί, σπίτι, αυτοκίνητα. Όλα φούσκες… να πάρει…

– Οι γονείς σου; τόλμησε η Νίνα ξανά.

– Χωρίσανε. Αυτή έφυγε στη Γερμανία, εργάτρια λέει ή κάτι άλλο; Πού να ξέρω; Μ’ άφησε σ’ εκείνον που «έφταιγε» είπε.

– Κι εκείνος;

– Μεγάλα λόγια. Σε κάποιο σβέρκο, όμως, θα έχει καθίσει. Τα καταφέρνει αυτός. Δε βαριέσαι… Κρίση, είπε, μας βρήκε. Κρίση είχανε στα κεφάλια τους… Κι οι δύο.

– Θα σε περιμένω αύριο το απόγευμα στις 4 εδώ να τα πούμε καλύτερα, ψιθύρισε η Νίνα κι εκείνος έγνεψε «ναι».

Τα χιλιάδες αστεράκια της ξάστερης γεναριάτικης βραδιάς καρφώθηκαν στο όμορφο αδυνατισμένο πρόσωπο και η λάμψη τους κατηφόρισε στα κατάβαθα της καρδιάς του. Ένα λαμπερό δάκρυ κύλησε στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και την κατακόκκινη μύτη, δάκρυ απρόσμενης χαράς που τον έβαλε ξανά ακαριαία στην ανοιχτή αγκαλιά που τον καλοδεχόταν. Τα σκούπισε βιαστικά και ατίθασα με ανάποδη παλάμη.

– Ελπίζω η αυριανή να είναι μια νέα μεγάλη μέρα και για τους δυο μας, του ψιθύρισε η καθηγήτρια.

Παιδιά δικά της η Νίνα δεν είχε αποκτήσει. Ο Στάθης ήταν ένα από τα παιδιά του κόσμου, που πάντα τα είχε παιδιά της, και είχε την ανάγκη της. Θα του πρόσφερε απλόχερα βοήθεια, αγάπη κάθε τι που χρειαζόταν, όσο το χρειαζόταν… Αν εκείνος τα ήθελε, αν δεν ήταν πολύ αργά πια… ή και θ’ αγωνιζόταν, σκέφτηκε, να ξαναγυρίσει το «αργά» στην ώρα του.

Η ψυχή της αγαλλίασε για το νέο νόημα στη ζωή της, τώρα μάλιστα που σε λίγους μήνες η Εκπαίδευση θα ήταν γι’ αυτήν παρελθόν για εξειδικευμένη συζήτηση και με αξία από τους πιο πολλούς αμφισβητήσιμη…

——————————————————

Η Αντωνία Παυλάκου γεννήθηκε στην Καλαμάτα και σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γνωρίζει καλά Αγγλικά και Γαλλικά. Εργάστηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως φιλόλογος και δίδαξε σε Γυμνάσια και Λύκεια της Αθήνας και της Μεσσηνίας επί 32 χρόνια. Αποχώρησε από την Εκπαίδευση το 2013 ως Διευθύντρια του 1ου Γυμνασίου Καλαμάτας. Από το 2007 είναι μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων και από παλιότερα μέλος αρκετών Συλλόγων στη Μεσσηνία, εργαζόμενη μέσω αυτών για την προώθηση του Πολιτισμού. Ανήκε στη συντακτική ομάδα του λογοτεχνικού και λαογραφικού περιοδικού «Έκφραση» και μετείχε συγγραφικά σ’ αυτό με κείμενά της. Ασχολείται με τη διόρθωση και επιμέλεια κειμένων, τη βιβλιοκριτική και τη βιβλιοπαρουσίαση. Κριτικές και άρθρα της έχουν φιλοξενηθεί στον καλαματιανό τύπο, ενώ διαθέτει ανέκδοτο συγγραφικό έργο.