Θόλος

Χρόνος ανάγνωσης 5 ΄

Γράφει ο Μιχαήλ Ζωντός

Ο άνδρας στεκόταν σχεδόν στην κορυφή του λόφου. Το μονοπάτι κατηφόριζε πίσω του. Στο βάθος φαινόταν το χωριό από το οποίο είχε ξεκινήσει. Εκείνος όμως κοιτούσε μπροστά. Ο ήλιος έκαιγε και έντομα πετούσαν γύρω του ανάμεσα στις φυλλωσιές και τα ανθισμένα λουλούδια. Έφερε το μπουκαλάκι με το νερό στα χείλη του. Είχε ζεσταθεί αλλά ακόμα και έτσι ήταν αρκετό για να του χαρίσει μια ψευδαίσθηση δροσιάς. Ήταν τυχερός που σκέφτηκε να το πάρει. Έπειτα έσκυψε και άνοιξε το σακίδιο του. Έβγαλε τη φωτογραφική του μηχανή. Δεν ήταν ψηφιακή. Απεχθανόταν τις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές. Φιλμ. Ήταν γραφικός. Το ήξερε. Δεν τον ένοιαζε. Έβγαλε το καπάκι από τον φακό, έφερε τη φωτογραφική στο ύψος των ματιών του. Κοίταξε το τοπίο μπροστά του μέσα από το ματάκι της μηχανής. Φαινόταν διαφορετικό απ’ ότι χωρίς αυτό. Ήξερε πως θα το κρατούσε για πάντα στις αναμνήσεις του. Η φωτογραφία απλώς επιβεβαίωνε το γεγονός.

Αφού έβγαλε τη φωτογραφία προχώρησε προς τον πέτρινο θόλο που βρισκόταν μπροστά του. Ήταν χτισμένος πάνω στην πλαγιά του λόφου, κρυμμένος μέσα στα δέντρα και τους θάμνους, λες και ήθελε να κρατήσει μακρυά του όλους εκείνους τους ενοχλητικούς περαστικούς που τον πλησίαζαν απειλητικά, με μια κάμερα στο χέρι. Ήταν σίγουρα μεγαλοπρεπής. Πέτρα πάνω στην πέτρα, κύβος πάνω στον κύβο, ένα μνημείο μιας ξεχασμένης αρχιτεκτονικής έστεκε μπροστά του, όμορφο απομεινάρι περασμένων εποχών, κατάλοιπο μιας εποχής τυλιγμένης στα πέπλα του μύθου, τόσο πραγματικής όσο και το χάδι της φευγαλέας ανάμνησης των ονείρων. Ξεχασμένος. Θέλησε να ανάψει ένα τσιγάρο. Το σκέφτηκε για λίγο. Μήπως ήταν δείγμα έλλειψης σεβασμού; Η εξάρτησή του αποδείχθηκε ισχυρότερη. Κάπνιζε νωχελικά και κοιτούσε τον θολωτό τάφο των αρχαίων βασιλιάδων. Η φαντασία του τον προσκαλούσε να την ακολουθήσει στα μονοπάτια ενός θεάτρου σκιών, μιας ερασιτεχνικά σκηνοθετημένης ονειροπόλησης.

Είδε μια σκοτεινή συννεφιασμένη νύχτα χωρίς φεγγάρι. Άνδρες και γυναίκες βρίσκονταν εκεί, μαυροφορεμένοι. Στέκονταν στοιχισμένοι σε δυο παράλληλες σειρές και η φλόγα απ’ τους πυρσούς που κρατούσαν φώτιζε απόκοσμα το χώρο. Ο ήχος του ανέμου, το θρόισμα των δέντρων, το πνιχτό κλάμα μιας κουκουβάγιας. Οι σκιές που σέρνονταν θλιβερά γύρω τους. Και στη μέση, σε ένα ξύλινο φορείο, καλυμμένος με λευκά πέπλα, ο νεκρός βασιλιάς. Εκείνος για τον οποίον είχαν γράψει ποιητές, ο άνθρωπος των θρύλων. Πίστευε πως η σκηνή αυτή θα ήταν ένδοξη, μεγαλοπρεπής. Αντίθετα, δεν υπήρχε τίποτα το ένδοξο, κανένα συναίσθημα δόξας ή μεγαλείου. Μόνο θρήνος, θλίψη και ένα ενοχλητικό αίσθημα κενού. Ένα μοιρολόι, ένα τραγούδι αποχωρισμού, ανδρικές και γυναικείες φωνές που αγκαλιάζονταν και ταξίδευαν μαζί στον άνεμο μέχρι να χαθούν για πάντα στη λήθη, ένα τραγούδι, η τελευταία συντροφιά του βασιλιά καθώς πλησίαζε στο τελευταίο του ανάκτορο.

Ύστερα είδε το σκηνικό να αλλάζει. Ο θόλος στεκόταν εκεί, η πύλη του ήταν κλειστή. Ίσως είχαν περάσει μερικές εκατοντάδες χρόνια από την ταφή του ηγεμόνα. Κοίταξε γύρω του και είδε ανθρώπους πάνω σε άλογα να πλησιάζουν. Στάθηκαν μπροστά από το μνημείο και το κοιτούσαν με θαυμασμό. Ένας από αυτούς ξεπέζεψε, πλησίασε το θόλο, τον άγγιξε συγκινημένος. Γύρισε προς τους υπόλοιπους και άρχισε να τους μιλάει για μια παλιά αυτοκρατορία. Αφού τελείωσε κάθισαν όλοι να πιουν κρασί σε ένα ξέφωτο εκεί κοντά. Ο άνθρωπος που είχε μιλήσει ήταν ιστορικός. Σκόπευε να γράψει κάτι για αυτά τα μέρη. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που είχε έρθει να δει το μνημείο. Μα ύστερα από λίγο τόσο εκείνος όσο και οι καβαλάρηδες χάθηκαν μέσα στον καπνό του τσιγάρου. Σταγόνες άρχισαν να πέφτουν απ’ τον ουρανό.

Οι ουρανοί είχαν ανοίξει και η φύση ξεσπούσε μανιασμένα. Τίποτα δε μπορούσε να γλιτώσει απ΄ την οργή της. Η βροχή μαστίγωνε τις πέτρες αλύπητα, οι κεραυνοί έκαναν, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, τη νύχτα μέρα και το συναίσθημα που τον τύλιξε ήταν αυτό του φόβου. Το μεγαλείο της φύσης, η ματαιότητα που ένιωθε μπροστά στον τρόμο που του προκαλούσαν όσα δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Οι θεοί, ψιθύρισε, οι θεοί. Μα εκείνοι είχαν ξεχάσει αυτόν τον τόπο ή απλά τον εκδικούνταν. Ένιωσε πως δεν ήταν ασφαλής. Είδε πως ο θόλος ήταν ανοιχτός. Η πύλη που πριν ήταν σφραγιστή ήταν ορθάνοιχτη. Πλησίασε με γρήγορα βήματα μουσκεμένος απ’ τη βροχή. Όταν μπήκε δεν είδε ούτε το βασιλιά ούτε τα κτερίσματα που θα ανέμενε κανείς να τον συνόδευαν στην κάθοδό του προς τον Άδη. Μέσα στο θόλο στεκόταν ένα παιδί. Βοσκός, όχι πάνω από δεκαπέντε. Τριγύρω του, τα πρόβατά του στέκονταν τρομαγμένα και τινάζονταν ξαφνιασμένα κάθε φορά που κάποιος κεραυνός έσκιζε τον ουρανό. Είχε χάσει ένα από αυτά μέσα στην καταιγίδα πριν καταφέρει να φτάσει ως εδώ. Ήλπιζε να καταλαγιάσει η μανία της φύσης για να γυρίσει στο σπίτι του. Ο θόλος τον προστάτευε μέσα στη νύχτα, ένα καταφύγιο από την οργή των στοιχείων. Δεν ήξερε καν τι ήταν αυτό το μέρος. Μια σπηλιά, ένα ξεχασμένο δωμάτιο σωτηρίας απ΄ την καταιγίδα. Έκλαιγε και προσευχόταν στους θεούς.

Έπειτα είδε το θόλο τυλιγμένο με χώμα. Τίποτα δεν είχε μείνει να θυμίζει το μεγαλείο του. Είχε τυλιχθεί από την άμμο και τη σκόνη. Πάνω του φύτρωναν θάμνοι και λουλούδια, αγριόχορτα και τσουκνίδες, ήταν σαν ένας λόφος και τίποτε άλλο. Κανείς περαστικός δεν έδινε σημασία, κανένας ντόπιος κάτοικος δεν περπατούσε ως εκεί. Άγονο μέρος και απομακρυσμένο. Η σιωπή των αιώνων κάλυπτε απόλυτα το αρχαίο μνημείο, καμιά μελωδία ή φωνή δεν θέλησε να ενοχλήσει την ησυχία του στο πέρασμα του χρόνου. Ο σεβασμός αυτών που υπάρχουν σε εκείνα που υπήρξαν. Έπειτα πάλι το τοπία άλλαξε. Καπνός. Και οι άνθρωποι με τα φτυάρια. Έσκαβαν με πάθος, μέσα στη ζέστη, ιδρώτας να στάζει από το μέτωπό τους. Ένας από αυτούς είδε το πρόσωπο των θρύλων και ο θόλος ξανά το φως της μέρας. Φίλησε τον ασημένιο σταυρό που κρεμόταν από το λαιμό του. Δεν υπήρχαν πια θεοί, μόνο ένας. Ο ξεχασμένος βασιλιάς στεκόταν πιο πέρα, ατένιζε τις δασώδεις εκτάσεις με ένα απαλό χαμόγελο. Οι θεοί έρχονται και φεύγουν, όπως και οι άνθρωποι. Εκείνος όμως ήξερε πως δε θα μπορούσε να ξεχαστεί ποτέ από τη μνήμη των ανθρώπων.

Το τσιγάρο τελείωσε, μαζί και η ονειροπόλησή του. Κοίταξε ξανά το θόλο, τις πέτρες του να καίνε κάτω απ’ τις πύρινες ακτίνες του ήλιου. Κατακαλόκαιρο. Η δόξα που υπήρξε, σκέφτηκε. Το μνημείο είναι δείγμα της δόξας που υπήρξε. Ένας μεγάλος πολιτισμός. Κάποτε. Αλλά δεν ήταν ποτέ τόσο απλό. Λένε πως τα τείχη τα ύψωσαν τιτάνες. Γίγαντες. Εκείνος ήξερε πως στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ γίγαντες, δεν υπήρξαν ποτέ τιτάνες. Μόνο κορμιά τσακισμένα απ’ την κούραση, πληγωμένα χέρια, αιματοβαμμένα ατυχήματα και νεκροί που χάρισαν τη ζωή τους στην αιωνιότητα. Το μεγαλείο του ενός χτίστηκε χάρη στη θυσία των πολλών. Ήταν άραγε άδικη η ανταλλαγή; Ποιος θα θυμόταν το πέρασμά τους από αυτή τη γη αν δεν υπήρχε το μνημείο της δικής τους απώλειας; Δεν είχε την απάντηση, δεν τον ενδιέφερε. Ένιωθε πιο σοφός από αυτήν του την επίσκεψη αλλά δε σκόπευε να υποκύψει σε αυταπάτες δόξας. Τα αρχαία μνημεία ήταν όμορφα μέσα στη γλυκιά αγριάδα τους. Αλλά ήταν μνημεία μοναχά. Το μεγαλείο τους και η όποια δόξα τους ήταν το βάρος των νεκρών.

Αποφάσισε πως ήταν η ώρα να φύγει. Πήρε το σακίδιο του στον ώμο, κοίταξε για μια ακόμα φορά τον θολωτό τάφο των νεκρών βασιλέων και ακολούθησε το μονοπάτι που κατέβαινε προς το χωριό. Ο ήλιος δεν είχε πάψει να καίει και ένιωθε ακόμα ζαλισμένος από τις σκέψεις και τα αυθόρμητα παιχνίδια της φαντασίας του. Τον προβλημάτιζε πάντα το σαρδόνιο χαμόγελο της ιστορίας και του μύθου και οι απρόσμενες μα συχνές ερωτοτροπίες τους. Που τελείωνε η ιστορία, που ξεκινούσε ο μύθος; Δεν ήξερε. Ίσως και να μην τον ενδιέφερε. Έτσι κι αλλιώς το μόνο που απέμενε ήταν η σκιά όσων υπήρξαν. Θυμήθηκε μια φράση από τον Διόδωρο τον Σικελό, εύστοχα τοποθετημένη σε ένα ποίημα του Σέλει. «Βασιλεύς βασιλέων Ὀσυμανδύας εἰμί. Εἰ δέ τις εἰδέναι βούλεται πηλίκος εἰμὶ καὶ ποῦ κεῖμαι, νικάτω τι τῶν ἐμῶν ἔργων». Ξαφνικά είδε έναν άνθρωπο να ανεβαίνει το μονοπάτι προς το μέρος του. «Ε!» του φώναξε. «Το βρήκες;». «Ναι» απάντησε εκείνος. «Και τι κατάλαβες βρε παιδί μου; Επέμενες να ανέβεις το λόφο μέσα στο καμίνι. Και τι είδες; Αφού σου είπα, κάτι πέτρες είναι μοναχά. Πάμε να σε κεράσω κάτι να πιεις». Ακολούθησε τον άνδρα προς το πλησιέστερο καφενείο. Τα σχόλια του τον ενόχλησαν λίγο αλλά δεν του το είπε. Είχε διασχίσει τον ωκεανό για να δει αυτό το μέρος.

 __________________________________________________

Ο Μιχαήλ Ζωντός ζει σε μια πόλη της Βόρειας Ευρώπης όπου και κάνει το διδακτορικό του στην Αμερικανική ιστορία. Στον χρόνο που του απομένει γράφει ιστορίες.

Το διήγημα «Θόλος» δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο ONE STORY.