Γράφει η Βιολέττα -Ειρήνη Κουτσομπού*
Αθήνα 1970
Φαινόταν μια συνηθισμένη μέρα, η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι χουζουρεύοντας, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του παπλώματος. Ασάλευτη για λίγο κοιτάζοντας το ρολόι στον απέναντι τοίχο σαν να αναμετριόταν με το χρόνο. Σαν κάτι μέσα της να προμήνυε ότι ακόμα κι αυτός θα ήταν εναντίον της.
Ο άντρας μπήκε φουριόζος στο σπίτι έκλεισε δυνατά την πόρτα και έτρεξε στο γραφείο του, κάτι βάλθηκε να ψάχνει κι όσο δεν το βρίσκε τόσο τρελαινόταν. Τελικά αποφάσισε να κοιτάξει στο πρώτο συρτάρι σ’ εκείνο το έπιπλο του σαλονιού. Μα πως του ήρθε η ιδέα ότι αυτό που ζητούσε μπορεί να είναι εκεί μέσα; Ποιος Θεός, ποια μοίρα έγραψε όσα θα γίνονταν; Τι τύχη ήταν αυτή; Για κείνον τον άντρα κι κείνη τη γυναίκα; Σήκωσε τα προσεκτικά τακτοποιημένα τραπεζομάντηλα, αυτά που είχαν για τις μεγάλες γιορτές στο σπίτι τους, και να εκεί από κάτω ένα μικρό κόκκινο τετράδιο. Ο άντρας το σήκωσε, το κοίταξε προσεκτικά και το άνοιξε.
Σκέψεις της Γυναίκας στο Πάτωμα: «Ξαφνικά ξημερώνει. Δεν το περιμένεις. Φαίνεται απότομο αυτό το ξημέρωμα. Αυτός ο τρόπος και μένεις εκεί να περιμένεις κάτι. Μα γιατί; Περιμένοντας στη βροχή, στην ομίχλη, στην απομόνωση. Κάτι! Κάτι χάνεται σιγά σιγά. Τόσο σταδιακά και ανεπαίσθητα. Μα ξάφνου, ένα φως μέσα στο σκοτάδι, μάλλον μια αχτίδα, μα ίσως κι ελπίδα, κι όμως περιμένεις. Μα έτσι περιμένοντας, ξεχνάς τον εαυτό σου. Χάνεσαι σε μια άβυσσο, μην γνωρίζοντας που πας, απλά αφήνεσαι να σε πάει, και εκεί στην πρώτη αχτίδα επέρχεται η αποσύνθεση. Αλλά τι; Της ψυχής, του είναι. Δεν ξέρω, μα το νιώθω τώρα, φεύγει ο εαυτός. Το μόνο που υπάρχει σαν δεδομένο μέσα μας κι όμως μπορεί τόσο απλά να σε εγκαταλείψει· κι συ που νόμιζες φτωχή ότι θα ‘ναι για πάντα εκεί! Ούτε που αντιλαμβάνεσαι την απουσία γιατί σ’ αποχαιρετά αργά αργά, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα. Όταν τελικά φεύγει, βλέπεις πως ενώ ήταν μέσα σου, πήγε δίπλα και μετά εσύ τον έθαψες, τον έδιωξες, τον ξέχασες. Ψάχνεις νευρικά, ανυπόμονα, με πόνο να τον βρεις, μα ξεχνάς πως καμιά φορά χάνεται για πάντα και τότε; Αχ, τότε είσαι άδειος. Μπορείς να συνεχίσεις να νιώθεις; Να συνεχίσεις να αγαπάς; Προσποίηση; Υπάρχει το συναίσθημα ή με το ηλιοβασίλεμα χάνεται; Μα τι συναισθήματα; Ψέματα; Αλήθεια; Ευτυχία; Που πήγες; Αναρωτιέσαι, μα τέλος καταλαβαίνεις πως δεν φταίει. Ένοχος είναι η επιλογή κι αυτή καταδικάζεται, γι’ αυτό ο εαυτός πνίγεται, γι’ αυτό φεύγει, υποχωρεί, θάβεται. Ψάχνεις δεξιά κι αριστερά, βγάζεις τι; Τίποτα. Πόσο αδύναμη είσαι και πόσο δυνατή. Που πας; Πουθενά. Τι θα βρεις; Τίποτα. Τι περιμένεις; Το χθες, αυτό καθορίζει το σήμερα, το αύριο. Λάθη, μια σειρά από λάθη. Μια σκάλα είναι μικρή μου, στην αρχή είσαι ψηλά σιγά σιγά όμως και σταθερά την κατεβαίνεις, ούτε που το καταλαβαίνεις και τότε βρίσκεσαι στο υπόγειο. Μια τρέλα. Ποιος θα σε σώσει; Πρώτα από σένα;»
Ο άντρας στέκεται μη μπορώντας να αρθρώσει μια λέξη, ότι είδε, ότι διάβασε τον χτύπησε βαθιά μες στην καρδιά. Ένα βόλι που θα ‘μενε για πάντα εκεί. Η γυναίκα ακούγοντας θορύβους σηκώθηκε, μπήκε στο σαλόνι και τον είδε. Η ματιά του ήταν κοφτερή σαν λεπίδι, εκείνη είδε το κόκκινο ημερολόγιο ακουμπισμένο κι ανοιγμένο στην ξύλινη τραπεζαρία. Και κατάλαβε ότι ήξερε.
Ο άντρας συγκλονισμένος είπε: «Πως μπόρεσες; Είναι αλήθεια;» η γυναίκα σάστισε δεν υπήρχαν λόγια να βγάλει απ’ το στόμα της. Παγωμένη στεκόταν εκεί. Μονάχα μια θάλασσα δακρύων χύθηκε απ’ τα μαύρα μάτια της. Μπροστά της πέρασε ένα σμήνος κατακόκκινα πουλιά που έφευγαν μακριά μα άφηναν πίσω τους την μαχαιριά στην ψυχή της. Ο πόνος της χύθηκε, έπεσε κάτω στροβιλίστηκε σαν φύλλο ανέμου και παίρνοντας την αρχική του μορφή, πότισε τους τοίχους του σπιτιού. Ο άντρας ουρλιάζοντας και βρίζοντας την τραβούσε, την χτυπούσε και ένα τεράστιο γιατί πλανιόταν πάνω του. Εκείνη το μόνο που κατάφερε ήταν να ψελλίσει ένα συγχωρέσε με, μα εκείνος δεν άκουγε πια, δεν έβλεπε πια. Τα πήρε όλα, τα ρούχα, τα έπιπλα, τα κάδρα, τα ποτήρια… ΟΛΑ. Μα το πιο σπουδαίο απ’ όλα αυτά που πήρε, ήταν το κομμάτι της ψυχής της, εκείνο το λευκό γυαλιστερό βότσαλο του εσώτερου εαυτού της που δόθηκε μόνο σ’ εκείνον, αγκαλιά μ’ εκείνη την αναπνοή που ερχόταν ξανά στο στήθος της όταν εκείνος επέστρεφε μετά από τα ταξίδια του.
Σκέψεις της Γυναίκας στο Πάτωμα: «Όχι δεν το ήθελα κι όμως το έκανα. Μου είπε πήγαινε, δεν πειράζει. Μου είπε πήγαινε, μην τον περιμένεις. Μου είπε πήγαινε και εγώ αυτό έκανα σαν τυφλό υπάκουο παιδί…. πήγα. Και μετά μοναξιά, μοναξιά, μοναξιά και πίκρα. Μια ζωή χωρίς φώτα, μια ζωή αιχμάλωτη του λάθους κι αυτής της αδιάκοπης, αδηφάγας καθημερινότητας. Μαχαίρια οι μέρες, βάσανο η μνήμη. Μια ζωή, μια απελπιστική αλήθεια, μια ασήμαντη, μα ταυτόχρονα σημαντική πραγματικότητα. Αχ! Μια καθημερινότητα που σε πνίγει, σε ρουφάει σε αλλάζει. Ζεις μια ζωή που δεν ονειρεύτηκες, περπατάς σε σκοτεινό δρόμο, άγνωστο κι εχθρικό, βαδίζεις χωρίς ίχνος ελπίδας, μόνη σ’ αυτό το ταξίδι. Πάντα αυτό το αποπνικτικό συναίσθημα στην ατμόσφαιρα κι αυτή η σκάλα, η φρικτή αίσθησή της. Ανεβαίνω, κατεβαίνω, μα πιότερο κατεβαίνω. Να φτάσω που; Το ξέρω είναι το πουθενά. Κι αυτό με τρομάζει. Γύρω σου χιλιάδες σκουπίδια με κείνο το ξεραμένο «πήγαινε» μα ακόμα κάπου, κάτι, αυτή η χαραμάδα της ψυχής που σου λέει υπάρχει μια τόση δα αχτίδα, σ’ αυτό το ατέλειωτο σκοτάδι που πλανιέσαι. Κι εγώ φτωχή, μικρή, τελευταία αποθέτω τον σπαραγμό μου σ’ Εκείνον και μένω καταγής, αδειανή, μα με πίστη»
Κι εκείνη έμεινε εκεί, μόνη, φοβισμένη, πικραμένη μα πάνω απ’ όλα άδεια. Κι εκείνη έμεινε εκεί στο γυμνό σπίτι, ακουμπισμένη σε μια κουβέρτα στο πάτωμα. Έμεινε μόνη με την κατακερματισμένη της ψυχή στο πάτωμα. Η γυναίκα στο πάτωμα.
———————————-
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal]
*Η Βιολέττα – Ειρήνη Κουτσομπού MBPsS (BA, MA, Dip.CounsPsy, MSc) είναι εκπαιδεύτρια σε Θέματα Ψυχικής Υγείας και Καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας. Αρθρογραφεί στα περιοδικά Ψυχογραφήματα, Fractal και E–psychology.