Από τον Γιώργο Πιντέρη, ψυχολόγο, διδάκτορα Συμβουλευτικής Ψυχολογίας www.pinteris.gr
Το άτομο αισθάνεται παγιδευμένο, εγκλωβισμένο, όπως αισθάνεται ένα ζώο στο κλουβί το οποίο μέχρι πριν λίγη ώρα, ήταν ελεύθερο. Το πρώτο πράγμα που αναζητά εκείνη τη στιγμή, είναι μια έξοδο φυγής. Αν δεν αντιλαμβάνεται να υπάρχει διέξοδος ή αντιδρά …υστερικά ή παραλύει. Πώς μπορεί να δημιουργηθεί σ’ έναν άνθρωπο μια τέτοια ευαισθησία; Η πιο απλή εξήγηση, είναι μια τραυματική εμπειρία παγίδευσης. Όσο πιο πρόσφατη είναι μια τέτοια εμπειρία τόσο περισσότερο επηρεάζει το άτομο.
Όμως στο σημείο αυτό χρειάζεται να κάνουμε μια σημαντική διευκρίνιση: Η σχέση δεν είναι ερέθισμα – αντίδραση. Δεν είναι δηλαδή, «παγιδεύτηκα στο ασανσέρ» – «έπαθα κλειστοφοβία». Αν ήταν έτσι, κάθε άνθρωπος που κάποια φορά παγιδεύτηκε σ’ ένα ασανσέρ δεν θα ξανάμπαινε σε ασανσέρ ποτέ του. Στην πραγματικότητα, μόνο ένα 15% με 20% παθαίνει κλειστοφοβία μετά από μια τέτοια εμπειρία. Η σχέση λοιπόν δεν είναι ερέθισμα – αντίδραση. Ανάμεσα στο ερέθισμα και την αντίδραση παρεμβάλλεται ο επεξεργαστής της εμπειρίας του ατόμου. Να το εξηγήσω αυτό λιγάκι περισσότερο:
Τρεις άντρες στέκονται πίσω από μια τζαμαρία ενός κτηρίου και κοιτάζουν ένα δεντράκι που το δέρνει η βροχή. Το ερέθισμα είναι και για τους τρεις το ίδιο. Όμως, ο καθένας τη νέα αυτή εμπειρία την επεξεργάζεται ανάλογα με τις τρέχουσες ανάγκες του και τις μέχρι τώρα εμπειρίες του. Έτσι, ο πρώτος σκέφτεται «θ’ αργήσω στο ραντεβού» και τηλεφωνάει για να ειδοποιήσει ότι θα καθυστερήσει. Ο δεύτερος κοιτάζει το δεντράκι και θυμάται μία φορά πού βρέθηκε σε μια ανάλογη κατάσταση. Παίρνει τηλέφωνο τη γυναίκα του και της μιλάει για την εμπειρία του. Ο τρίτος βρίσκει ένα χαρτί κι ένα στυλό, και ζωγραφίζει το δέντρο να έχει χρησιμοποιήσει τα κλαδιά του σα χέρια που τα έχει τυλίξει γύρω του για να προστατευτεί από τη βροχή. Τρεις διαφορετικοί άνθρωποι, τρεις διαφορετικές αντιδράσεις. Αν υπήρχε κι ένας τέταρτος, και αυτός θα αντιδρούσε διαφορετικά. Δεν είναι λοιπόν το ερέθισμα που καθορίζει την αντίδραση, αλλά η προσωπικότητα του ατόμου που δέχεται το ερέθισμα.
Για να σου δημιουργηθεί κλειστοφοβία από μία και μοναδική εμπειρία θα πρέπει να συμβαίνει ένα από τα δύο: Α. Η εμπειρία παγίδευσης να είναι ιδιαίτερα τραυματική, όπως τα άτομα που τα ανακαλύπτουν κάτω από τα συντρίμμια ενός σεισμού δυο μέρες αργότερα. Β. Η εσωτερική πραγματικότητα του ατόμου τη δεδομένη στιγμή είναι τέτοια, που αποτελεί το …εύφορο έδαφος στο οποίο πέφτει ο σπόρος που ονομάζουμε «ερέθισμα». Δηλαδή, αν το κλείσιμο στο ασανσέρ για ένα δίωρο έγινε η αφορμή να χάσεις ένα κρίσιμο ραντεβού από το οποίο ήλπιζες να έχεις ένα σημαντικό κέρδος και τον τελευταίο καιρό όλο χάνεις ευκαιρίες, τότε η παγίδευση στο ασανσέρ παίρνει άλλες διαστάσεις. Σ’ αυτή την περίπτωση τολμώ να πω ότι, δεν αποκλείεται αυτή η εμμονή στην κλειστοφοβία να είναι η αντίδραση ενός θυμωμένου και πεισματάρικου παιδιού που τα ‘χει βάλει με την τύχη του.
Αυτή είναι μια καλή ευκαιρία να μιλήσουμε και για το σωματικό ανάλογο: Κάθε χρόνο τους χειμερινούς μήνες, όλοι περιτριγυριζόμαστε από διάφορα μικρόβια. Δεν παθαίνουμε όμως όλοι γρίπη. Όπως θα έλεγε και ο Hans Selye, ο άνθρωπος που επινόησε τον όρο stress, αν είσαι ερωτευμένος μια γρίπη την περνάς στο πόδι με ασπιρίνες. Αν περνάς κατάθλιψη θα κουκουλωθείς στο κρεβάτι για μέρες. Γιατί; Διότι όταν είσαι χαρούμενος το ανοσοποιητικό σου σύστημα (η άμυνα του οργανισμού) …τρέχει με χίλια κι όταν έχεις κατάθλιψη, σέρνεται[1].
Κάποτε πήγα στο γάμο τής κόρης του φίλου μου Γιάννη στην Καρδίτσα. Ήταν Ιούνιος και το γλέντι έγινε σ’ ένα υπαίθριο μαγαζί. Η κουζίνα και οι τουαλέτες ήταν στο κυρίως κτήριο που ήταν δίπλα. Τα κλαρίνα πήγαιναν σύννεφο και το γλέντι είχε ανάψει, όταν χρειάστηκε να πάω στην τουαλέτα. Ρώτησα στην κουζίνα πού είναι η τουαλέτα, και για να μην κάνω πάλι διαδρομές, μου υπέδειξαν να κατέβω τη σκάλα όπου ήταν η δική τους τουαλέτα. Εννοείται ότι για να μ’ ακούσουν έπρεπε να φωνάζω, διότι τα κλαρίνα σκέπαζαν τα πάντα.
Τουαλέτα, τρόπος του λέγειν. Στην πραγματικότητα ήταν ένα κλουβάκι 2 τετραγωνικά μ’ ένα παραθυράκι 30 εκατοστών που για να το φτάσεις έπρεπε να πατήσεις πάνω στη λεκάνη. Έσπρωξα πίσω μου με δύναμη τη χοντρή ξύλινη πόρτα της τουαλέτας (η οποία ήταν σκεβρωμένη) και σφήνωσε! Όταν πήγα να την τραβήξω, δεν άνοιγε με τίποτα. Τα βρήκα σκούρα. Η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο νου ήταν το καράτε. Να τραβήξω μια κλωτσιά στην πόρτα και ν’ ανοίξει. Έλα όμως που η πόρτα άνοιγε προς τα μέσα; Τι καράτε να εφαρμόσω εκεί; Βέβαια, με τη μουσική στη διαπασών, ήταν μάταιο να φωνάξω. Πάτησα στη λεκάνη και φώναξα από το παράθυρο μήπως μ’ ακούσει κανένας περαστικός. «Είναι κανείς εδώ»; Μετά από μερικές φορές, εγκατέλειψα. Άρχισα να χτυπάω την πόρτα με τις δύο παλάμες μου για να κάνω όσο πιο δυνατό θόρυβο μπορούσα. Είχαν αρχίσει να πονάνε οι ώμοι μου όταν ξαφνικά, ένα …σωτήρας άνοιξε την πόρτα. Ήταν ένας σερβιτόρος που κατουριόταν. Κανείς δεν με είχε πάρει χαμπάρι.
Θα μου πεις, «σου δημιουργήθηκε από αυτό κλειστοφοβία»; Όχι. Απλά για μερικούς μήνες, όποτε ήμουν εκτός σπιτιού, έπαιρνα πάντα μαζί μου το κινητό στην τουαλέτα. Αυτό ήταν ένα αστείο (όχι για τότε) περιστατικό. Για θυμήσου όμως τους σεισμούς στην Ιταλία και στην Τουρκία, που βρίσκανε ζωντανούς κάτω από τα ερείπια μετά από μέρες; Όπως ανέφερα και πιο πάνω, δύσκολα, κατά τη γνώμη μου, ξεπερνιέται μια τόσο τραυματική εμπειρία. Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους που παγιδεύονται για μέρες σε ορυχεία.
Αν όμως κάποιος με άγχος περιορισμού δεν έχει μια τέτοια εμπειρία, θα χρειαστεί να το ψάξουμε …ψυχολογικά. Φαίνεται πως το άτομο έχει μια ευαισθησία στο θέμα αυτό. Για παράδειγμα, υπάρχουν άτομα που δεν μπαίνουν σε δημόσιους χώρους που δεν έχουν έξοδο κινδύνου ή πυρασφάλεια. Δεν τους κατηγορώ. Πιο πολύ κατηγορώ εμάς που δεν δίνουμε σημασία σε κάτι τέτοιες …λεπτομέρειες. Ούτε θα χαρακτηρίζαμε έναν τέτοιο άνθρωπο σαν «αγχωτικό».
Μια άλλη παραλλαγή, είναι η ευαισθησία στον περιορισμό να είναι το αποτέλεσμα μια παρόμοιας αίσθησης που έχει κάποιος εδώ κι’ ένα διάστημα. Διότι, κάθε τέτοιο φαινόμενο έχει ημερομηνία έναρξης: Είναι από τότε που αυτή η δυσκολία, άρχισε με κάποιο φανερό και συγκεκριμένο τρόπο να εμποδίζει σημαντικές ανάγκες του ατόμου, όπως να κάνει τη δουλειά του ή ν’ ανταπεξέλθει στις οικογενειακές και τις κοινωνικές του υποχρεώσεις. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις συνήθως, ένα με τρεις μήνες πριν, θα βρούμε ότι έγινε κάποια (ή κάποιες) αλλαγές που επηρέασαν σημαντικά τη ζωή του. Μάλιστα, συχνά το άτομο δεν έχει αντιληφθεί τη σημασία τους και ίσως το άγχος να είναι ένας τρόπος για να το καταλάβει.
Κάτι τέτοιο συνέβη στο Μιχάλη. Στα 38 του, είναι παντρεμένος πέντε χρόνια με τη Λέλα κι έχουν ένα κοριτσάκι τεσσάρων κι ένα αγοράκι δύο ετών. Ο Μιχάλης εργάζεται από τα τριάντα του στη ναυτιλιακή εταιρεία του πατέρα της Λέλας. Εκεί γνωριστήκανε τότε που η Λέλα ακόμα σπούδαζε ναυτιλιακά στο Πανεπιστήμιο. Μέσα σε τρία χρόνια παντρεύτηκαν κι ο Μιχάλης βρέθηκε να διευθύνει ένα τμήμα με έξι άτομα. Η προσωπική γραμματέας του, ήταν η πρώτη εξαδέλφη της Λέλας.
Παρόλο που η Λέλα είχε δικό της διαμέρισμα στο οικογενειακό τριώροφο, ζούσαν σ’ ένα διαμέρισμα πολύ κοντά στην εταιρεία. Ο Μιχάλης πήγαινε στη δουλειά με τα πόδια. Το οικογενειακό τριώροφο ήταν στα βόρεια προάστεια. Η Λέλα έμενε στο σπίτι. Κάθε δεύτερη μέρα, ερχόταν για λίγες ώρες η μητέρα της, η οποία της κρατούσε τα παιδιά για να μπορεί κι εκείνη να κάνει τις δουλειές της.
Έτσι κυλούσαν τα πράγματα, μέχρι που κάποια μέρα ο πεθερός του Μιχάλη θυμήθηκε ότι η κόρη του έχει ένα πτυχίο, αλλά και μια τριετή εμπειρία στα ναυπλιακά, και αποφάσισε ότι ήταν απαραίτητη. Ο Μιχάλης δεν είχε καθόλου αντίρρηση. Δεν είχε καταλάβει ο δόλιος τι έμελλε να πάθει:
Για να επιστρέψει η Λέλα στη δουλειά, κάποιος θα έπρεπε να κρατάει τα παιδιά. Δεν ήταν δυνατόν η μητέρα της να έρχεται κάθε μέρα. Ούτε ένιωθε την εμπιστοσύνη ν’ αφήσει τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία σε μια ξένη γυναίκα. Έτσι, ο πεθερός έριξε την ιδέα: «Δεν έρχεστε να μείνετε στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου που είναι και δικό σας; Γιατί να πληρώνετε ενοίκια και baby sitter; Σας περισσεύουν τα λεφτά»; Τότε κατάλαβε ο Μιχάλης ποιες ήταν οι συνέπειες της επανόδου της Λέλας στην εταιρεία. Από την άλλη, η ιδέα να τους μένει σχεδόν ένα χιλιάρικο το μήνα παραπάνω και ο ενθουσιασμός που έδειχνε η Λέλα για την επάνοδό της στην εταιρεία, τον έκαναν ν’ αποδεχθεί την πρόταση.
Έτσι, τους τελευταίους τρεις μήνες η ζωή του Μιχάλη έχει διαμορφωθεί ως εξής: Από κει που ξυπνούσε στις 7.30 κι έκανε ένα πρωινό περπάτημα δέκα λεπτών για να πάει στο γραφείο, τώρα ξυπνάνε με τη Λέλα από τις 6:00 γιατί η διαδρομή από το σπίτι μέχρι το γραφείο είναι τουλάχιστον μια ώρα. Συνήθως από τις 8 μέχρι τις 9 το βράδυ έβλεπε τα παιδιά του και μέχρι τις 12:00 βλέπανε με τη Λέλα τηλεόραση. Τώρα αναγκάζονται να πάνε στο κρεββάτι από τις 10:30 και πολλές φορές δεν προλαβαίνει να δει τα παιδιά. Έτσι, στην πρωινή διαδρομή η συζήτηση με τη Λέλα μέσα στο αυτοκίνητο είναι κυρίως για τα παιδιά.
Η πρώτη κρίση άγχους περιορισμού του Μιχάλη εκδηλώθηκε ένα πρωί στην εθνική οδό. Είχε φοβερό μποτιλιάρισμα και βρισκόντουσαν ακινητοποιημένοι για ένα τέταρτο στη μεσαία λωρίδα. Ξαφνικά, ο Μιχάλης άρχισε να πνίγεται και να ιδρώνει. Πετάχτηκε έξω από το αμάξι λέγοντας στη Λέλα «πάρε το αμάξι». Η Λέλα τα ‘χασε. Βρισκόταν στη θέση του συνοδηγού, η θέση του οδηγού άδεια και ο Μιχάλης να στέκεται ανάμεσα στο αμάξι τους και στο διπλανό. Μάλιστα μια κυρία του έδωσε ένα μπουκάλι νερό.
Η δεύτερη κρίση ήρθε το επόμενο Σάββατο που είχαν πάει με τη γυναίκα του και τους γονείς της στο θέατρο. Την ώρα της εξόδου βρέθηκαν στριμωγμένοι με κόσμο δεξιά, κι αριστερά, μπρος και πίσω. Ξαφνικά ακούστηκε ο Μιχάλης να φωνάζει σπρώχνοντας τους γύρω του «αέρα». Τρεις μέρες μετά έπρεπε να πάνε με τον πεθερό του αεροπορικώς στη Θεσσαλονίκη. Το ταξίδι αυτό το είχαν κάνει πάνω από δέκα φορές. Αυτή το φορά όμως, μόλις άκουσε ο Μιχάλης να κλείνει η πόρτα του αεροπλάνου, πετάχτηκε πάνω φωνάζοντας «ανοίξτε μου να φύγω»!
Έτσι όπως είχε διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες η ζωή τους, του δημιουργούσε μια συνεχή αίσθηση παγίδευσης. Το πρωί, από εκεί που έκανε τη βολτούλα του και ξελαμπικάριζε ο νους του, τώρα ήταν καρφωμένος σ’ ένα τιμόνι με τη Λέλα να του μιλάει ακατάπαυστα για τα παιδιά ή τους γονείς της (ο πεθερός μπερμπαντεύει).
Στο γραφείο, είναι συνεχώς …υπό παρακολούθηση από την ξαδέλφη της Λέλας η οποία της δίνει καθημερινά αναλυτική αναφορά, με αποτέλεσμα στη διαδρομή της επιστροφής να υποχρεώνεται να δίνει εξηγήσεις. Στο σπίτι, τις περισσότερες φορές θα βρούνε φαγητό και στρωμένο τραπέζι απ’ τη μαμά, αλλά μ’ αυτά πάει πακέτο και η μαμά που δεν της αρέσει να τρώει μόνη της. Υπενθυμίζω ότι ο πεθερός απουσιάζει διότι …έχει σύσκεψη.
Από τη συζήτηση που έκανε με τον ψυχολόγο του, συνειδητοποίησε ότι σε όλη τη διάρκεια της μέρας δεν έχει ποτέ έναν δικό του χώρο. Στο γραφείο, εκτός άλλων είναι και η ξαδέλφη. Το σαλόνι του σπιτιού έχει γίνει παιδότοπος και η μαμά είναι συνήθως εκεί. Ο μόνος χώρος στο οποίο μπορεί ο Μιχάλης ν’ απομονωθεί είναι η τουαλέτα και μάλιστα, στο μικρό WC που είναι για τους ξένους, διότι η πεθερά του παίρνει διουρητικά και πάει συχνά στην τουαλέτα. Στο WC ανοίγει το παράθυρο και μπορεί να καπνίσει, διότι στο σπίτι απαγορεύεται το κάπνισμα και στο μπαλκόνι στα βόρεια προάστια κάνει κρύο. «Καλά, και ο μικρός χώρος δεν σου προκαλεί κλειστοφοβία»; «Γιατί να μου την προκαλέσει; Αφού ό,τι ώρα θέλω ανοίγω την πόρτα». Συνεπώς το άγχος του Μιχάλη δεν είναι από το στρίμωγμα ή από το μικρό μέγεθος του χώρου. Είναι η αδυναμία φυγής.
_______________________________________________________
[1] Πάνω στο θέμα αυτό έχω γράψει αναλυτικά στα βιβλία μου «Προσωπικότητα και υγεία, τόμος 1: Το Stress. Φίλος ή εχθρός»;, Θυμάρι 1984 και το πολύ πιο σύγχρονο «Χαρά, η καλύτερη θεραπεία», Ψυχογιός (2010).