Ο διασημότερος ορισμός για την υγεία δημοσιεύτηκε στο προοίμιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) το 1946. Η υγεία περιγράφεται ως «μια κατάσταση απόλυτης φυσικής, πνευματικής και κοινωνικής ευημερίας και όχι απλά η έλλειψη αρρώστιας ή αδυναμίας.»
Πώς φτάσαμε όμως σε αυτόν τον ορισμό και τη στροφή στο άτομο, την ψυχοσωματική ιατρική και την ψυχολογία συμπεριφοράς; Ας ανατρέξουμε στις βασικές θεωρίες που επικράτησαν σχετικά με την υγεία και πώς αυτές κατέληξαν στην σύνδεση υγείας και τέχνης και τη γενικότερη στροφή προς την κοινωνία, το νου και την πολυδιάστατη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Βιοϊατρικό μοντέλο υγείας
Το 18ο και 19ο αιώνα η θεωρία και η πρακτική της ιατρικής στην Ευρώπη σημείωσε μεγάλη πρόοδο. Η προσοχή των επιστημόνων επικεντρώθηκε στην άμεση αιτία της αρρώστιας και οδήγησε σε μια αλλαγή συμπεριφοράς ως προς την αρρώστια, γνωστή ως βιοϊατρικό μοντέλο. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, η αρρώστια θεωρήθηκε «εξωτερικός παράγοντας», είτε ως εισβολέας ή ως αποτέλεσμα ακούσιων εσωτερικών σωματικών αλλαγών. Η θεραπεία ήταν αποκλειστικό ζήτημα των ιατρών και των επαγγελματιών υγείας, και οι ασθενείς αντιμετωπίζονταν ως «θύματα», τα οποία δεν έλεγχαν με κανένα τρόπο αυτό που συνέβαινε μέσα τους. Ως αποτέλεσμα, η υγεία θεωρήθηκε ως η απουσία αρρώστιας και εξετάζονταν υπό τη δυαδική μορφή: υγεία ή ασθένεια. Στο βιοϊατρικό μοντέλο υγείας, ο ρόλος του νου δεν λαμβάνονταν υπόψη. Έτσι, ενώ ήταν φανερό ότι η αρρώστια είχε ψυχολογικές συνέπειες, η αντίληψη ότι μπορεί να έχει και ψυχολογικές αιτίες δεν υπήρχε.
Δημόσια υγεία
Ένας από τους τομείς που αναπτύχθηκαν παράλληλα με το βιοϊατρικό μοντέλο, ήταν αυτός της δημόσιας υγείας. Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι νέες κοινωνικές συνθήκες των πυκνοκατοικημένων περιοχών, οδήγησαν στην εξάπλωση της πανούκλας και άλλων επιδημιών και στην εφαρμογή μέτρων για την προστασία πλέον της δημόσιας υγείας. Αυτή επικεντρώθηκε, όπως και το βιοϊατρικό μοντέλο, στην ασθένεια και έγινε πιο αποτελεσματική χάρη και σε επιστημονικές ανακαλύψεις, όπως ήταν η θεωρία των μικροβίων. Τα μέτρα για τη δημόσια υγεία τον 18ο και 19ο αιώνα ήταν εστιασμένα στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και τόνιζαν τη σημασία του αποχετευτικού δικτύου και άλλων εγκαταστάσεων υγιεινής που μπορούσαν να περιορίσουν τη μετάδοση των ασθενειών.
Ψυχοσωματική ιατρική
Η σύνδεση νου και σώματος ήταν παρούσα σε αρχαίες ιατρικές παραδόσεις. Τον 17ο αιώνα, ο Ολλανδός φιλόσοφος Μπαρούχ Σπινόζα (Baruch Spinoza) διατύπωσε τη θεωρία του «ψυχοφυσιολογικού παραλληλισμού», ότι δηλαδή ο νους και το σώμα είναι ακριβώς τα ίδια, καθώς το ένα καθρεφτίζει τις εμπειρίες του άλλου. Ιδέες σαν αυτές έγιναν ακόμα πιο δημοφιλείς τον 18ο και 19ο αιώνα, καθώς το ενδιαφέρον για την ψυχική ασθένεια αυξανόταν.
Ένα πεδίο που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν η ψυχοσωματική ιατρική, ως απόρροια των ψυχαναλυτικών θεωριών, όπως αυτές του Σίγκμουντ Φρόιντ (Sigmund Freud), που υποστήριζε ότι ο νους και το σώμα αλληλεπιδρούν. Εξετάζοντας ασθενείς με παράλυση των άκρων χωρίς ανατομική αιτιολογία, ο Φρόιντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι καταπιεσμένες εμπειρίες και συναισθήματα, προκαλούσαν «υστερία» που με τη σειρά της επηρέαζε το σώμα, θέτοντας έτσι τη βάση για τον ισχυρισμό ότι το ίδιο το μυαλό μπορεί να δημιουργήσει αρρώστια.
Στροφή προς την κοινωνική διάσταση της ασθένειας
Οι πρώτες προσεγγίσεις της ψυχοσωματικής ιατρικής επηρεάστηκαν αρχικά από τη δουλειά του Φρόιντ και την ψυχαναλυτική σχολή, ωστόσο, το πεδίο σταδιακά διευρύνθηκε. H ψυχοσωματική ιατρική διερευνά πλέον μια σειρά θεμάτων: από τα σωματικά συμπτώματα που δεν ερμηνεύονται ιατρικά, μέχρι τη διαχείριση του πόνου και τις ψυχολογικές συνέπειες των χρόνιων παθήσεων. Η ψυχολογική διάσταση δεν εξετάζει μόνο το άτομο αλλά και τις κοινωνικές πτυχές της ασθένειας, όπως τα δίκτυα κοινωνικής υποστήριξης και την κοινωνική ανθεκτικότητα. Άλλοι σημαντικοί τομείς έρευνας είναι τα ψυχοφυσιολογικά συμπτώματα του έντονου και χρόνιου στρες.
Αυτή η ψυχοκοινωνική εστίαση αποτέλεσε μια πρόκληση για το βιοϊατρικό μοντέλο, διευρύνοντας τις προσεγγίσεις της υγείας, πέρα από την καθαρή εργαστηριακή επιστήμη και τις χειρουργικές τεχνικές και καταδεικνύοντας το ρόλο του νου και του κοινωνικού περιβάλλοντος τόσο στην ανάπτυξη όσο και στη θεραπεία της ασθένειας.
Συμπεριφορική ιατρική
Παράλληλα με το βιοϊατρικό μοντέλο, από το 1973, εξελίσσεται ο τομέας της συμπεριφορικής ιατρικής. Η συμπεριφορική ιατρική επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο οι παράγοντες όπως το κάπνισμα, η κακή διατροφή, η κατανάλωση αλκοόλ και η φυσική αδράνεια επηρεάζουν την υγεία. Τα στατιστικά στοιχεία είναι εντυπωσιακά: για παράδειγμα, περίπου το 75% των θανάτων από καρκίνο οφείλονται στην συμπεριφορά. Το 90% των περιπτώσεων με καρκίνο του πνεύμονα οφείλεται στο κάπνισμα.
Το κοινωνικό και οικογενειακό πλαίσιο ενός ατόμου φαίνεται να επηρεάζει δραστικά τη συμπεριφορά και τις συνήθειες που επιλέγει να ακολουθήσει, επηρεασμένο από κανόνες και στερεότυπα. Με διάφορους τρόπους το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε μπορεί να έχει άμεσο αντίκτυπο στην υγεία.
Η συμπεριφορική ιατρική καταργεί το ρόλο του «ασθενή-θύματος» που επικράτησε στο βιοϊατρικό μοντέλο, μετατοπίζοντας αναμφισβήτητα κάποιο μέρος της ευθύνης για την προσωπική υγεία πέρα από τους γιατρούς, στους ίδιους τους ασθενείς: κάθε άτομο έχει καθήκον να φροντίζει την υγεία του.
Βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο
H ψυχοσωματική και συμπεριφορική ιατρική, τομείς της δημόσιας υγείας, καθώς και η ψυχολογία της υγείας εντάχθηκαν στο «βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο», το οποίο διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό ψυχίατρο Τζορτζ Λ. Ένγκελ (George L. Engel) τον Απρίλιο του 1977. Ο όρος βιοψυχοκοινωνικός είχε ήδη επινοηθεί από τον νευρολόγο και ψυχίατρο Ρόι Ρ. Γκρίνκερ (Roy R. Grinker, Sr) το 1954, για να αναδείξει τον παράγοντα «βίο-» στην ψυχανάλυση. Ωστόσο, ήταν ο Ένγκελ που επικεντρώθηκε, με πρακτικό τρόπο, στο «ψυχοκοινωνικό» τμήμα της βιοϊατρικής. Ο Ένγκελ πίστευε ότι το παραδοσιακό βιοϊατρικό μοντέλο υγείας δεν λειτουργεί μεμονωμένα αλλά σε σχέση με ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες, με άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην υγεία.
Η έννοια του βιοψυχοκοινωνικού μοντέλου δεν ήταν καινούργια. Βρίσκει τις ρίζες της στις απαρχές της Δυτικής Ιατρικής, στην Ιατρική Σχολή του Ιπποκράτη όπου δίνοταν έμφαση σε ζητήματα, όπως η προσωπική υγιεινή και η διατροφή. Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, όταν τα ποσοστά θνησιμότητας ήταν αρκετά υψηλά και οι διαθέσιμες θεραπείες λιγοστές, είχε δοθεί μεγάλη βαρύτητα στις ψυχικές, κοινωνικές και πνευματικές διαστάσεις της υγείας.
Η σύνδεση της ψυχολογίας με το ανοσοποιητικό σύστημα
Ο ψυχολόγος Ρόμπερτ Αντέρ (Robert Ader) ηγήθηκε ενός νέου τομέα επιστημονικής έρευνας, ο οποίος το 1970 εδραιώθηκε ως «ψυχονευροανοσολογία» και κατέδειξε ότι το μυαλό και το ανοσοποιητικό σύστημα αλληλεπιδρούν. Το ανοσοποιητικό σύστημα τρέφεται και αλλάζει υπό την επίδραση της ψυχολογικής κατάστασης και των νοητικών διαδικασιών. Η ανακάλυψη αυτή, έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο και κατέδειξε την αναγκαιότητα συνεκτίμησης των ψυχολογικών παραγόντων και του κοινωνικού περιβάλλοντος στην κλινική πρακτική, με συνέπεια την καλύτερη κατανόηση και την αποτελεσματικότερη θεραπεία των ασθενειών.
Η σημασία της ευτυχίας για καλή υγεία
Κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, η πορεία του βιοϊατρικού προς το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο, βρίσκει τις έρευνες να εστιάζονται στην ψυχική ασθένεια και την πνευματική υγεία. Αναδύεται η ανθρωπιστική ψυχολογία, σχολή ψυχολογίας η οποία αναγνωρίζει πως η έλλειψη συμπτωμάτων δεν συνεπάγεται την ψυχική υγεία. Αυτό το κίνημα αναβιώνει τις ιδέες των αρχαίων Ελλήνων και της Αναγέννησης, οι οποίες υποστήριζαν την σημασία της ευτυχίας και της έκφρασης του ατόμου μέσα από την δημιουργικότητα. Ο Σωκράτης, για παράδειγμα, αναγνώριζε την αυτογνωσία ως το κλειδί για την ευτυχία. Η ευτυχία ήταν κεντρικό ζήτημα σε διάφορα φιλοσοφικά κινήματα, όπως ο Επικουρισμός και ο Στωικισμός. Το ίδιο συμβαίνει στις θρησκείες, για παράδειγμα τον Ιουδαϊσμό και Χριστιανισμό, στις οποίες η ευτυχία ορίζεται ως υπακοή στους κανόνες του Θεού. Με βάση αυτές τις ιδέες, οι ανθρωπιστές ψυχολόγοι είχαν μια ολιστική άποψη για την ζωή. Πίστευαν ότι εκτός από τη βιοχημεία και το περιβάλλον που επηρεάζουν την υγεία μας, επίσης επηρεαζόμαστε και ωθούμαστε από εσωτερικά κίνητρα προκειμένου να εκπληρώσουμε το ανθρώπινο δυναμικό μας.
Θετική ψυχολογία και ιεράρχηση αναγκών
Ένας από αυτούς τους ανθρωπιστές ψυχολόγους ήταν ο Αβραάμ Μάσλοου (Abraham Maslow) ο οποίος βασίστηκε στην δουλειά των συναδέλφων του για να μελετήσει την «αυτό–εκπλήρωση»: το κίνητρο να αξιοποιείς τις δυνατότητες σου μέσα από το κυνήγι για γνώση, το να προσφέρεις στην κοινωνία, να αναζητάς την πνευματική διαφώτιση και να εκφράζεις τον εαυτό σου δημιουργικά. Ο Μάσλοου ανέφερε ότι υπήρχε μια «ιεραρχία αναγκών» στους ανθρώπους. Στο πρωταρχικό επίπεδο συναντάμε τις βιολογικές ανάγκες, όπως φαγητό, νερό και ύπνο. Οι επόμενες μας προτεραιότητες είναι η ασφάλεια, η αίσθηση αγάπης και το να ανήκουμε κάπου. Μόλις αποκτήσουμε αυτά, τότε αναζητούμε εκτίμηση μαζί με το αίσθημα της αυτοπεποίθησης και του σεβασμού. Όταν εκπληρώνονται και αυτά, τότε μπορούμε να απολαύσουμε την αυτό-πραγμάτωση και την ευφορία, το αίσθημα απόλυτης αρμονίας με τον εαυτό μας και τους άλλους.
Το 1954 ο Μάσλοου επινόησε την ορολογία «θετική ψυχολογία». Ο Μάρτιν Σέλιγκμαν (Martin Selingman) μαζί με τον συνεργάτη του Μιχάι Τσίκζεντμιχαϊ (Mihaly Csikszentmihalyi) όρισαν την θετική ψυχολογία ως «την επιστημονική έρευνα της ανθρώπινης ευημερίας και ανάπτυξης σε πολλαπλά επίπεδα, όπως τη βιολογική, προσωπική, σχεσιακή, θεσμική, πολιτιστική και παγκόσμια διάσταση της ζωής.»
Οι θετικές εμπειρίες επηρεάζουν την υγεία μας
Η έρευνα για την ευημερία και την γενική θετική ψυχολογία διεύρυνε τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε την πνευματική υγεία, αλλά μας έδειξε επίσης ότι οι θετικές καταστάσεις μπορούν να έχουν αντίκτυπο στην γενικότερη φυσική υγεία μας. Για παράδειγμα, ακόμα και ανάμεσα σε ανθρώπους με τα ίδια επίπεδα άσκησης, διατροφής, ύπνου και καπνίσματος, οι ευτυχισμένοι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής και καλύτερη άμυνα απέναντι στο κρυολόγημα και τη γρίπη. Τέλος, οι υγιεινές συνήθειες, όπως η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, επιφέρουν μεγαλύτερη ευτυχία και ικανοποίηση στη ζωή.
Πηγή: Eyes of Light – Φόρεας Τέχνης στην Υγεία 1, 2
Αρχική Πηγή: “Arts in Health: Designing and researching interventions”, Daisy Fancourt, Oxford University Press, 2017.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ