Γράφει η Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου*
Ο Άρης τινάζει τις πλαστικές σαγιονάρες μακριά απ’ τα πόδια του και αναπηδάει πάνω στα καυτά πλακάκια που οδηγούν στην πισίνα του ξενοδοχείου. Γέρνει πότε δεξιά, πότε αριστερά, χέρια στην έκταση, σαν ένας παχουλός πιγκουίνος στο χιόνι.
Στέκεται πάνω απ’ την πισίνα των ενηλίκων. Άδεια. Κοιτάει την παιδική πισίνα στα δεξιά του. Ένα αγοράκι προσπαθεί ν’ ανέβει σ’ ένα φουσκωτό, κιτρινωπό στρώμα. Ο μπαμπάς του κάθεται στην ξαπλώστρα κάτω από μία κόκκινη ομπρέλα, απέναντί του. Διαβάζει ένα βιβλίο και ρίχνει συχνές ματιές στ’ αγόρι. Δε μοιάζουν Έλληνες. Σκανδιναβοί, το πιο πιθανό. Ένα πλατύ χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπο του Άρη καθώς στρέφεται προς το αγοράκι.
«Άρη! Άρη!» φωνάζει η μαμά του, ενώ στρώνει μια πετσέτα θαλάσσης στην ξαπλώστρα μπροστά απ’ τη μεγάλη πισίνα. Ο Άρης στρέφει αργά το κεφάλι του και την κοιτάζει. «Εδώ». Του δείχνει την πισίνα. «Είναι καλύτερα εδώ. Για τους μεγάλους. Είσαι μεγάλος τώρα», του λέει και κάθεται.
Ο Άρης κοντοστέκεται, κουνάει το κεφάλι του και σουφρώνει τα χείλη του σε ένα ολοστρόγγυλο «Όχι», σα να προσπαθεί να κάνει τσιχλόφουσκα. Πάει προς τη μικρή πισίνα, με τα μάτια καρφωμένα στο αγοράκι. Είναι δεν είναι πέντε ετών. Ο Άρης είναι σχεδόν δώδεκα. Θα πήγαινε Πρώτη Γυμνασίου την περασμένη χρονιά, αν δεν μεσολαβούσε αυτή η φριχτή μανιοκατάθλιψη, η διπολική συναισθηματική διαταραχή, όπως τη χαρακτήρισε η ψυχίατρός του. Τα σμπαραλιασμένα παιχνίδια, οι κλωτσιές στις πόρτες, το παραλήρημα, τα κλάματα, οι εμμονές. Ούτε η μαμά του, ούτε ο μπαμπάς του, ούτε και κανείς άλλος κατάλαβε πότε και πώς ξεκίνησε το κακό. Και μετά οι πειραματισμοί με λογιών λογιών φάρμακα, χάπια και κάψουλες με τις χούφτες, αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά, ψυχοθεραπείες. Μέσα σ’ ένα χρόνο ένα άλλο παιδί, διπλάσιο σε κιλά, αδέξιος, οκνός, βραδύνους. Τον ρωτάς πόσο χρονών είσαι και κάνει δύο ολόκληρα λεπτά να σχηματίσει τη λέξη δώδεκα γύρω απ’ τη νωχελική του γλώσσα, σα να ‘χει μόλις γλύψει παγάκι. Του λες, κοίτα, ένα περιστέρι στο δρόμο, κι ώσπου να γυρίσει το κεφάλι του να το δει, το περιστέρι έχει ήδη πετάξει στην οροφή της πολυκατοικίας απέναντι. Κι άμα του κολλήσει κάτι στο μυαλό, εκεί, το χαβά του, δεν ακούει τίποτα. Συγγενείς και φίλοι απομάκρυναν τα παιδιά τους σιγά σιγά, τον αποφεύγουν λες κι είναι λεπρός.
Το αγοράκι είναι λεπτοκαμωμένο και ροζ, άψητο απ’ τον ήλιο, με μικρές ξανθοκόκκινες τριχίτσες στο κεφάλι, σα χνούδι. Φοράει μαύρα γυαλάκια θαλάσσης και μοιάζει με ροζ φλαμίνγκο έτσι όπως στέκεται στο ένα πόδι, το άλλο ανεβασμένο στο στρώμα, στην προσπάθειά του να σκαρφαλώσει.
Ο Άρης μπαίνει στη μικρή πισίνα με μάτια κολλημένα στο αγοράκι. «Γεια!» λέει. Σάλιο τρέχει απ’ τ’ ανοιχτό του στόμα.
«Δεν καταλαβαίνει, είναι ξένο», λέει η μαμά του και απευθύνεται στον πατέρα, «Hello! My son seems to like yours».
Ο άντρας, ψηλόλιγνος και εξίσου ροζ με το παιδάκι, με μεγάλη, γαμψή μύτη – ο πατέρας φλαμίνγκο – χαμογελάει πλατιά και λέει σε άπταιστα Αγγλικά,
«Έτσι είναι, τα παιδιά βρίσκουν φίλους παντού».
«Από πού είστε;» τον ρωτάει η γυναίκα.
«Απ’ τη Στοκχόλμη», απαντάει εκείνος. Κλείνει το βιβλίο του και το βάζει στην άκρη.
Ο Άρης έχει αρπάξει το αγοράκι απ’ τη μέση και προσπαθεί να το ανεβάσει στο στρώμα. Αυτό κυλάει απ’ το πλάι και πέφτει στο νερό. Σηκώνεται γελώντας.
«Σιγά, Άρη! Θα το πνίξεις το παιδάκι!» λέει η γυναίκα. Ανάμεσα στου άντρα και τη δική της ξαπλώστρα, στο πλακάκι, ένα τζιτζίκι ανάσκελα, τα πόδια του σταυρωμένα. Στριφογυρίζει στην πλάτη του, στα φτερά του, προσπαθεί να γυρίσει απ’ την άλλη, αλλά ματαίως. Ένα σπουργίτι ορμάει πάνω του και το τσιμπάει αλύπητα, ενώ αυτό ακόμα τερετίζει. Η γυναίκα νόμιζε ότι αυτό το κάνουν μόνο τα αρσενικά τζιτζίκια για να προσελκύσουν τα θηλυκά, αλλά αυτό μάλλον έτσι ζητάει βοήθεια. Δε βλέπει να ‘ρχεται από πουθενά.
«Its’s O.K.» λέει ο Σουηδός, που φαίνεται να κατάλαβε τι είπε στο γιό της. «Ο Άλφρεντ ξέρει καλό κολύμπι».
«Έλα, ανέβα επιτέλους!» Ο Άρης φουσκώνει και κοντανασαίνει, σπρώχνει το αγόρι απ’ τον ποπό του, προσπαθεί ξανά και ξανά να το ανεβάσει στο στρώμα, αλλά χωρίς επιτυχία. Ο Άλφρεντ ξεκαρδίζεται και φωνάζει δυνατά,
«Ιγιέν, ιγιέν».
«Δεν το βάζουν κάτω», λέει ο άντρας, που κάθεται τώρα στην άκρη της καρέκλας του και παρακολουθεί τα παιδιά. «Είναι δυνατό αγόρι ο γιός σας».
«Δυνατό, αλλά ξεροκέφαλο», λέει η γυναίκα.
Ο άντρας παρατηρεί τον Άρη μέσα από μισόκλειστα μάτια και λέει, «Μόνο τα νεκρά ψάρια ακολουθούν το ρεύμα».
Η γυναίκα κουνάει το κεφάλι της και λέει, «Δυστυχώς, εμείς έχουμε ξεφύγει πολύ απ’ το ρεύμα. Έχουμε χάσει το δρόμο μας».
«Οι δυσκολίες είναι εδώ για να τις ξεπερνάμε. Μας κάνουν σοφότερους. Μην απελπίζεστε. Όλα γίνονται για κάποιο λόγο».
«Μακάρι να είναι όπως τα λέτε».
Ο Άρης έχει λαχανιάσει, αλλά συνεχίζει ακάθεκτος. Η μαμά του απορεί πού τη βρίσκει τόση ενέργεια. Συνήθως είναι νυσταλέος, νωθρός. Προσπαθεί να σταθεροποιήσει το στρώμα, ανεβαίνει πάνω του και τραβάει απ’ τα χέρια τον μικρό. Αυτός γλιστράει και πέφτει στο νερό. Κρατιέται απ’ τα πόδια του Άρη και προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά ο Άρης τον χτυπάει κατά λάθος με το δεξί του πόδι στο κεφάλι και αυτός βυθίζεται, κυλάει κάτω απ’ το στρώμα. Ο πατέρας του Άλφρεντ πετάγεται όρθιος, ορμάει στην πισίνα, σπρώχνει το στρώμα με τον Άρη μακριά και τραβάει το γιό του απ’ τα χέρια. Τον σηκώνει στην αγκαλιά του και τον βγάζει έξω. Τον ξαπλώνει μπρούμυτα και τον χτυπάει στην πλάτη. Αυτός βήχει λίγο, αλλά αμέσως μετά κάθεται στον ποπό του, λαχανιασμένος μα γελαστός. Δείχνει την πισίνα και λέει, «Ιγιέν, ιγιέν».
Η γυναίκα έχει πλησιάσει, σκύβει πάνω του και λέει, «I’m sorry! Είναι λίγο αδέξιος ο Άρης. Δεν το ήθελε. Είναι εντάξει;»
«He’s O.K.», λέει αυτός, χωρίς να την κοιτάξει. Αρπάζει μια πετσέτα και τυλίγει το γιό του. Κλωτσάει κάτι καθώς κινείται βιαστικά. Το πατάει, το θρυμματίζει. Είναι το τζιτζίκι, που μένει τώρα ασάλευτο, βουβό, τα φτερά του λιωμένα.
Ο Άρης παίρνει τα γυαλιά θαλάσσης του Άλφρεντ που είχαν πέσει στο νερό και τα φοράει. Ξαπλώνει στο στρώμα, ανάσκελα στον ήλιο, σταυρώνει χέρια και πόδια.
Ο Σουηδός μαζεύει τα πράγματά του, παίρνει αγκαλιά το γιό του, που διαμαρτύρεται, και κατεβαίνουν ήδη τα σκαλιά προς το πέτρινο μονοπάτι που οδηγεί στα δωμάτιά τους. Ο Άλφρεντ θέλει να πάει πίσω, δείχνει το στρώμα και τα γυαλιά του, χτυπιέται, αλλά ο πατέρας του ανένδοτος. Τα ψηλά του πόδια πηδάνε δυο δυο τα σκαλιά, λες και περνάει ανάμεσα από τοξικά φύκια.
«I’m sorry», ακούει τη φωνή της να λέει η γυναίκα. «I’m sorry».
Ο άντρας φεύγει με βήμα γοργό, χωρίς να γυρίσει πίσω ούτε μια στιγμή, η σκιά του μεγάλη, τον κυνηγάει. Κάτι κρέμεται απ’ τη γαμψή του μύτη. Τη ρουφάει με θόρυβο.
Ο Άρης ανάσκελα, κάτω απ’ τον αμείλικτο ήλιο, το στρώμα τα σισύφεια φτερά του κι αυτός εκεί, να τιτιβίζει. Η μαμά του είναι σίγουρη ότι ακούει φωνή τζίτζικα να βγαίνει απ’ το υγρό του στόμα. Τερετίζει και σιωπά, περιμένει, και ξανά απ’ την αρχή. Τα μάτια του με τα γυαλιά, μαύρα και γουρλωμένα, κοιτάνε το μονοπάτι που πήρε πατέρας και γιος, όπως τόσοι άλλοι γύρω τους. Αλλά, έτσι είναι, τα νεκρά ψάρια είν’ αυτά που ακολουθούν το ρεύμα.
Η γυναίκα δεν μπορεί να κουνηθεί απ’ τη θέση της, σπάει το κεφάλι της να βρει αυτό το λόγο, το νόημα που της ξεφεύγει. Κλείνει τ’ αφτιά της με χέρια που τρέμουν. Δεν ξέρει τι δεν αντέχει ν’ ακούει πιο πολύ, το τερέτισμα ή τη σιωπή.
___________________________________________________________________
Η Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα ήσυχο, ορεινό χωριό του Ξηρομέρου και τώρα ζει στην Αθήνα με το σύζυγό και τα δυο της παιδιά. Κατέχει πτυχίο στην Λογοτεχνία [BA (Hons) Literature] και μεταπτυχιακό στην Διημιουργική γραφή [MA in Creative Writing] απ’ το Lancaster University. Οι ιστορίες της έχουν δημοσιευτεί σε online και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά σε Ελλάδα και εξωτερικό.