Από τη Δήμητρα Διδαγγέλου, Ψυχολόγο, MSc Ψυχολογία & Μ.Μ.Ε., Ειδίκευση στη Θεραπευτική Γραφή
www.expressingmyself.gr
«Το απλό γεγονός της γραφής, της σκέψης με το χέρι, μόλις τροποποίησε την εσωτερική μου αφήγηση.»
BorisCyrulnik, ψυχαναλυτής και ψυχίατρος
Από τα πρώτα ημερολόγια που εμφανίστηκαν στις ζωγραφικές αναπαραστάσεις των σπηλαίων και αφηγούνταν ιστορίες της κοινότητας, του κυνηγιού, του σπιτιού και της οικογένειας (Thompson, 2011) μέχρι την ανάπτυξη της θεραπευτικής γραφής μεσολάβησαν περίπου 5.500 χρόνια, καταδεικνύοντας ότι η ανάγκη της αφήγησης είναι διαχρονική και παραμένει πάντοτε η ίδια για τον άνθρωπο.
Όταν η αφήγηση γίνεται μέσω του γραπτού λόγου και συγχρόνως συνδυάζεται με την ψυχοθεραπεία, η εμπειρία μπορεί ν’ αποκτήσει νέο νόημα, να μεταμορφωθεί σε ιστορία, να μετουσιωθεί σε κάτι λιγότερο επώδυνο, να ιδωθεί από διαφορετική οπτική γωνία, να επέλθει επούλωση και αλλαγή.
Σύμφωνα με την ψυχοθεραπεύτρια και ειδικό στη θεραπευτική γραφή KathleenAdams (1999), το γράψιμο μπορεί να χρησιμοποιηθεί συμπληρωματικά στην ψυχοθεραπεία ή και από μόνο του ως ψυχοθεραπευτικό εργαλείο προσφέροντας καθρέφτισμα, επεξεργασία και κάθαρση.
Οι θεραπευτικές δυνατότητες που μπορεί να έχει το αναστοχαστικό γράψιμο έγιναν ευρέως γνωστές από τον Δρ. Ira Progoff, ψυχολόγο στη Νέα Υόρκη, μαθητή και συνεργάτη του CarlJung. Ο ίδιος ξεκίνησε να εφαρμόζει τη μέθοδο «Intensive Journal», η οποία τη δεκαετία του ’60 έγινε πολύ δημοφιλής στην Αμερική και στη συνέχεια σ’ όλο τον κόσμο. Σ’ αυτή τη μέθοδο χρησιμοποιείται ένα «ψυχολογικό σημειωματάριο» με σκοπό την εξερεύνηση διάφορων πτυχών της ζωής του γράφοντα και την επούλωση των ψυχικών τραυμάτων (Thompson, 2011).
Έχουν γίνει πολυάριθμες μελέτες σχετικά με τις ευεργετικές επιδράσεις που μπορεί να έχει το γράψιμο, με πρωτοπόρο τον Δρ. James Pennebaker, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τέξας.Ένα από τα πρώτα ευρήματα ήταν ότι το γράψιμο βοηθά τους ανθρώπους να οργανώσουν τις σκέψεις τους και να βρουν ένα νόημα στις τραυματικές εμπειρίες τους. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες στις έρευνές του ήταν φορείς του έιτζ, καρκινοπαθείς, θύματα σεξουαλικής ή άλλου είδους κακοποίησης, βετεράνοι του Βιετνάμ κ.ά. Τα αποτελέσματα των ερευνών του μεταξύ άλλων έχουν δείξει: ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος, άμβλυνση των συμπτωμάτων του μετατραυματικού στρες, βελτίωση της καταθλιπτικής διάθεσης, μείωση του άγχους, εξισορρόπηση των συναισθηματικών σκαμπανεβασμάτων, μείωση των έμμονων σκέψεων, ελάττωση του πόνου (Pennebaker, 2004).
Ένα από τα θετικά στοιχεία των προσεγγίσεων της εκφραστικής γραφής είναι ότι έχουν μια κατάσταση «κανονικότητας» και είναι αυτο-διαχειριζόμενες. Για παράδειγμα, το να διερευνά κανείς τα συναισθήματά του μέσω της ημερολογιακής καταγραφής ή μέσω του γραψίματος σύντομων ιστοριών μπορεί να εκληφθεί ως χόμπυ και να μην στιγματιστεί ως «θεραπεία» (Pennebaker και Evans, 2014).
Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες διαφορές ανάμεσα στην απλή ημερολογιακή καταγραφή και στη θεραπευτική γραφή. Μια πρώτη διαφοροποίηση φαίνεται από τον ίδιο τον ορισμό της θεραπευτικής γραφής που μας λέει ότι είναι «το σκόπιμο γράψιμο που βασίζεται σε εμπειρίες ζωής με στόχο να υπάρξουν περαιτέρω επιθυμητά αποτελέσματα» (Adams, 1999). Το σημείο- κλειδί, δηλαδή, είναι ότι αυτού του είδους το γράψιμο έχει συγκεκριμένο σκοπό και οδεύει σε κάποιο στόχο ο οποίος έχει οριστεί είτε από τον γράφοντα είτε από τον καθοδηγητή. Όταν ο γράφων γνωρίζει από πριν σε τι αποσκοπεί ή τι ελπίζει ν’ αποκομίσει από το γράψιμο τότε μπορεί να επιλέξει την κατάλληλη τεχνική (Adams, 2011). Με άλλα λόγια, δεν αρκεί απλά να ξεκινήσει να γράφει κάποιος, αλλά χρειάζεται κάποιου είδους σχεδιασμός, ένα πλάνο. Για παράδειγμα, το να δώσει κάποιος σ’ ένα άτομο απλά να γράψει ένα γράμμα ευγνωμοσύνης, εάν αυτό δεν εντάσσεται σε κάποιο πλαίσιο (με στόχο και υπο-στόχους) ή εάν σε επίπεδο γραφής δεν έχει προετοιμαστεί κατάλληλα το «έδαφος» αυτό είναι πολύ πιθανόν είτε να μην έχει ευεργετικό αποτέλεσμα είτε ν’ απομακρύνει τον συμμετέχοντα από τη διαδικασία. Μπορεί ακόμα να του προκαλέσει συναισθήματα απογοήτευσης ή και δυσφορίας.
Αυτό ακριβώς διαπίστωσε η Adams όταν εργαζόταν σε ψυχιατρικό πρόγραμμα ως ειδικός στην ημερολογιακή καταγραφή. Καθώς παρακολουθούσε ασθενείς που είχαν διαγνωσθεί με μετατραυματική διαταραχή παρατήρησε ότι το ελεύθερο γράψιμο δεν αρκούσε για να υπάρχουν ψυχολογικά οφέλη και αποφάσισε να το διερευνήσει περισσότερο. Συγκέντρωσε δεδομένα για τον κάθε ασθενή σχετικά με το αν κρατούσε ημερολόγιο ή όχι και τι επίδραση είχε αυτό. Το 88% από αυτούς τους ασθενείς έγραφε στο ημερολόγιο είτε τακτικά (60%) είτε με διαλείμματα (28%).
Προς μεγάλη της έκπληξη διαπίστωσε ότι το 96% αυτών των ασθενών ανέφερε ότι μερικές φορές βίωνε τρομακτικά αποτελέσματα όταν έγραφε. Κάποιοι της διηγήθηκαν ότι έπεφταν σε μεγαλύτερη απόγνωση ή ψυχική οδύνη και σε πολλές περιπτώσεις καθώς απελευθέρωναν το παρελθόν στο χαρτί αναδύονταν μπροστά τους εικόνες τρομακτικές. Τους παρουσιάζονταν εφιάλτες, ημικρανίες και καταθλιπτικά επεισόδια που μερικές φορές τα συσχέτιζαν με το γράψιμο. Αυτό γινόταν όταν έκαναν το λεγόμενο ελεύθερο γράψιμο, κάτι που εκ των πραγμάτων δεν έχει κανένα περιορισμό – ούτε χρονικό, ούτε ως προς τον αριθμό των σελίδων. Επίσης, δεν υπάρχει κάποιος ρυθμός ή δομή, μπορεί κανείς να γράφει εντελώς ελεύθερα για οποιοδήποτε θέμα θέλει, να βουτά στα βαθιά ή να το αγγίζει επιφανειακά, να γράφει για ώρες και να γεμίζει ατελείωτες σελίδες (Adams, 1996).
Η Adams προβληματίστηκε από το ότι οι ασθενείς δεν φαινόταν να βοηθιούνται από το γράψιμο, αλλά αντίθετα ένιωθαν να κατακλύζονται από αυτό και να δυσκολεύονται να βρουν κάποια ισορροπία, σημειώνοντας: «Οι ασθενείς έγραφαν ελεύθερα με αποτέλεσμα να μπαίνουν σε μια άβυσσο, από την οποία δεν υπήρχε αξιόπιστος τρόπος να βγουν. Τίποτα κακό δεν έχει το ελεύθερο γράψιμο από μόνο του. Είναι μια κλασική ημερολογιακή τεχνική, την οποία χρησιμοποιούν εκ των πραγμάτων σχεδόν όλοι όσοι γράφουν στο ημερολόγιό τους. Επειδή, όμως, δεν έχει δομή, ρυθμό και περιορισμούς, μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες παρόμοιες με αυτές που περιέγραψαν οι ασθενείς μου» (Adams, 2011). Το συμπέρασμά της, δηλαδή, ήταν ότι η έλλειψη ορίων, δομής και ρυθμού στο γράψιμο ήταν που οδηγούσε στα μη επιθυμητά αποτελέσματα. Ως επακόλουθο αυτής της διαπίστωσης ήταν ηAdams ν’ αναπτύξει μια κλίμακα μέσα από την οποία δίνεται ρυθμός, δομή και περιορισμοί στις ασκήσεις, με σκοπό οι γράφοντες να μην υπερφορτώνονται από το γράψιμο. Σ’ αυτή την κλίμακα το ελεύθερο γράψιμο είναι το τελευταίο σκαλοπάτι, αυτό από το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι ξεκινούν (Adams, 1998). Αυτή η κλίμακα προσφέρει στη διαδικασία της γραφής ένα ασφαλές και ισορροπημένο πλαίσιο, το οποίο ελαχιστοποιεί τα αισθήματα δυσφορίας και υπερφόρτωσης.
Ο Progoff έλεγε ότι σχεδόν πάντα είναι χρήσιμο να γράφει κανείς για τις ιδέες, τα συναισθήματα και τις εμπειρίες του, όμως ένα μη δομημένο ημερολόγιο συνήθως καταλήγει να κάνει μόνο κύκλους που δεν οδηγούν κάπου αλλού.
Η δεύτερη και πολύ σημαντική διαφορά της θεραπείας μέσω της γραφής σε σχέση με το απλό ημερολογιακό γράψιμο, είναι ότι η πρώτη περιλαμβάνει απαραιτήτωςτην ανατροφοδότηση του γραπτού. Προκειμένου να γίνει ολοκληρωμένα η διαδικασία, η ανατροφοδότηση είναι απαραίτητη. Αυτό γίνεται μέσω συγκεκριμένων ερωτήσεων και κατευθύνσεων οι οποίες έχουν αναπτυχθεί από τους ειδικούς και οδηγούν σε επιθυμητά αποτελέσματα.
Το ερώτημα του «τι κάνω αυτό που έγραψα» αναδύεται πολλές φορές έπειτα από το γράψιμο, γι’ αυτό και είναι καίρια σημασίας να υπάρξει συνέχεια μετά τη γραφή. Διαφορετικά, υπάρχει ο κίνδυνος ο γράφων να μείνει μετέωρος με συναισθήματα και σκέψεις που έχουν έρθει στην επιφάνεια, θέματα που έχουν ανοιχτεί αλλά δεν μπορούν να κλείσουν. Αυτό είναι πολύ σημαντικό να το έχουν υπόψιν τους οι επαγγελματίες όταν προτείνουν στους πελάτες τους να γράψουν.
Οι επαγγελμΑτίες θα πρέπει να γνωρίζουν πώς να χειριστούν μετά αυτό το γραπτό και να διαθετΟΥΝ έναν αποδοτικό τρόπο για να κάνουν την ανατροφοδότηση.
Συνοψίζοντας, βλέπουμε ότι το γράψιμο μπορεί να αποδειχθεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στην ψυχοθεραπεία και να έχει ευεργετικά αποτελέσματα για όποιον το χρησιμοποιεί, όμως για να γίνει αυτό χρειάζεται να ακολουθηθεί μια από τις δοκιμασμένες μεθόδους, μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο και να γίνει η ανατροφοδότηση των γραπτώνη οποία στηρίζεται σε τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί γι’ αυτόν το σκοπό. Μ’ αυτόν τον τρόπο το γράψιμο θα γίνει ένα παράθυρο που θα φωτίσει τη θεραπευτική διαδικασία και θα την οδηγήσει σε νέα επίπεδα καρποφορίας.
Βιβλιογραφία
Ξενόγλωσση
Adams, K., (1996). The Structured Journal Therapy Assessment: A Report on 50 Cases. The Journal of Poetry Therapy: Vol.10, No 2.
Adams, K. (1998), The Way of The Journal. Baltimore: Sidran Institute Press.
Adams, K. (1999). Writing as therapy. Counseling & Human Development. Denver: Love Publishing.
Adams, Κ., (2011). The Journal Ladder: A Developmental Continuum of Journal Therapy, Denver: Center for Journal Therapy.
Τhompson., Κ. (2011). Therapeutic Journal Writing: an Introduction for Professionals, London: Jessica Kingsley Publishers.
Pennebaker, J.W.. (2004). Writing to heal: A guided journal for recovering from trauma and emotional upheaval. Oakland CA: New Harbinger Publications.
Pennebaker, J.W., Evans, J. F. (2014). Expressive Writing: Words that Heal. WA: IdyllArbor, Inc.
Ελληνική
Cyrulnik, B. (2015). Τρέξε να σωθείς, η ζωή σε καλεί (Μετάφρ. Άννα Πλεύρη, ΓιοβάναΒεσσαλά). Αθήνα: Κέλευθος.