Συνέντευξη στη Δήμητρα Διδαγγέλου, Ψυχολόγο, MSc Ψυχολογία & Μ.Μ.Ε., Ειδίκευση στη Θεραπευτική Γραφή
Μιλήστε μας για το βιβλίο σας «Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον». Τι σας ώθησε να το γράψετε και τι μπορεί να βρει σ’ αυτό ο αναγνώστης/η αναγνώστρια;
Η πανδημία, ιδίως δε ο αυστηρός εγκλεισμός απέκλεισε τα παιδιά από τους φυσικούς χώρους όπου κοινωνικοποιούνται (σχολείο, πάρκο, πάρτι, θεάματα…). Αυτό προκάλεσε ένα πληθωρισμό αιτημάτων από τα παιδιά προς τους γονείς τους, που για ώρες καθημερινά ήταν οι μόνοι διαθέσιμοι συνομιλητές και εταίροι στη ζωή τους. Αυτή η καταιγίδα αιτημάτων συχνά οδήγησε τους γονείς στα όρια της αφόρητης καταπόνησης, εξουθένωσης και απόγνωσης, αισθήματα που εξέφρασαν και σε μένα και σε άλλους. Η ανημπόρια των γονέων μπροστά στην πίεση του άτεχνου αιτήματος των παιδιών μου ετέθη ως ερώτημα. Το μελέτησα και επεξεργάστηκα μία σαφή, απλή και άμεσα εφαρμόσιμη μέθοδο ώστε το παιδί να κατακτήσει το έντεχνο αίτημα. Κάτι που αντιπροσωπεύει αναπτυξιακή κατάκτηση του παιδιού με αντίκρισμα όχι μόνο στην πανδημία, αλλά στο σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων σε ολόκληρη τη ζωή του. Μ’αυτή την έννοια, η ανάλυση των μηχανισμών του αιτήματος και του έντεχνου αιτήματος ενδιαφέρει μικρούς και μεγάλους, από 1 έως 101 ετών, αφού η διατύπωση αιτήματος είναι συστατικό κάθε ανθρώπινης επικοινωνίας και σχέσης.
Τι είναι το έντεχνο αίτημα;
Έντεχνο αίτημα σημαίνει «ζητώ λαβαίνοντας υπόψη και τον άλλον». Δηλαδή, δεν θεωρώ ότι ο άλλος από τον οποίο ζητώ κάτι είναι μια μηχανή η οποία, ανάλογα με το ποιο κουμπί της θα πατήσω, θα ικανοποιήσει αυτόματα το αίτημά μου. Είναι άνθρωπος με συγκεκριμένες δυνατότητες, διαθεσιμότητες και συναισθηματικές διαθέσεις, άρα κάποιες φορές ίσως δεν μπορεί να ικανοποιήσει το αίτημά μου, ακόμη και αν το θέλει πολύ (σύνηθες στους γονείς…). Έντεχνο αίτημα είναι λοιπόν η εναρμόνιση ανάμεσα στα «θέλω» του παιδιού και στα «θέλω και μπορώ» του μεγάλου – και γενικότερα ανάμεσα στη δική μου επιθυμία και στην επιθυμία-συν-δυνατότητα του άλλου.
Τι είναι η συναισθηματική ευθύνη και πώς μπορούν οι γονείς να μεγαλώσουν συναισθηματικά υπεύθυνα παιδιά;
Συναισθηματική ευθύνη είναι η τέχνη του να εναρμονίζομαι με τον άλλον έτσι ώστε τα δικά μου θέλω και οι δικές μου ανάγκες και επιθυμίες να μη συνθλίβουν συναισθηματικά τον άλλον άνθρωπο, αναγκάζοντάς τον να υφίσταται ή να κάνει πράγματα υπό την πίεση της απειλής ότι αλλιώς θα βλάψει ή και θα καταστρέψει τη σχέση μας.
Τα παιδιά διδάσκονται τη συναισθηματική ευθύνη μέσα από τρείς δρόμους, που είναι οι εξής: Πρώτο, το παράδειγμα των μεγάλων στις μεταξύ τους σχέσεις. Δεύτερο, ο λόγος των μεγάλων που παρέχει στο παιδί τις κατάλληλες «οδηγίες χρήσης» ως προς τις ανθρώπινες σχέσεις, τον σεβασμό της προσωπικότητας και των συναισθημάτων του άλλου. Τρίτο, μέσα από βιωμένες εμπειρίες του παιδιού, όπως αυτές που αναλύονται στο βιβλίο μου.
Στην ουσία της, η συναισθηματική ευθύνη αντιπροσωπεύει την εναρμόνιση με τον άλλον κατά το υπόδειγμα του χορού. Όντως, στον χορό χορεύω με τον άλλον επειδή το θέλει και το θέλω, δεν του πατάω τα πόδια ούτε τον εξαναγκάζω να κάνει κινήσεις που δεν είναι δικές του. Με άλλα λόγια, κάθε μέλος της σχέσης εναρμονίζεται με τον άλλον στο περιβάλλον ενός κοινού μέλους (μελωδίας).
Τους τελευταίους μήνες λόγω της πανδημίας covid-19 τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικες έχουν βιώσει μια σειρά ματαιώσεων, και σε άλλες περιπτώσεις βλέπουμε ενήλικες να αναζητούν διαρκώς κάτι που δεν έχουν, να υπάρχει μια γενική αίσθηση ανικανοποίητου. Μπορούν οι γονείς να μάθουν στα παιδιά τους να διαχειρίζονται τη ματαίωση αν δεν το έχουν μάθει οι ίδιοι;
Με εξαίρεση χαρακτηρισμένες σοβαρές παθολογίες, κάθε άνθρωπος σε κάθε στιγμή της ζωής του μπορεί να φωτιστεί, να δει κάποια πράγματα αλλιώς, ίσως και τον κόσμο και την ύπαρξη αλλιώς. Αρκεί να ακολουθήσει την καλή μέθοδο γι’ αυτό. Τέτοια μέθοδος μπορεί να είναι η αγάπη και ο λόγος του άλλου, το παράδειγμα του άλλου (πραγματικού ή και φανταστικού, π.χ. σε μια ταινία ή ένα βιβλίο), καθώς και ο αναστοχασμός που προκαλούν σοβαρές εμπειρίες (απώλειες, ασθένεια ή θάνατος αλλων, ιστορικά συμβάντα…). Ωστόσο, η ασφαλέστερη μέθοδος για να κατακτήσεις την τέχνη της υπέρβασης των ματαιώσεων, αν έχεις άξιο λόγου έλλειμμα σ’αυτό, είναι η ψυχοθεραπεία. Ιδίως δε η ψυχοθεραπεία που αναμορφώνει τα τοπία και τους μηχανισμούς της ψυχής μέσω του λόγου ή άλλων κωδίκων, όπως η ψυχαναλυτική.
Δεν είναι σπάνιο σημαντικά γεγονότα ζωής, όπως το να γίνεις πατέρας ή μητέρα, να οδηγήσουν έναν άνθρωπο στην οδό αυτή, ακριβώς για να μπορέσουν να σταθούν σαν άξιοι γονείς (όχι τέλειοι: αυτό ούτε υπάρχει ούτε χρειάζεται για να μεγαλώσει ένα παιδί!).
Τα τελευταία χρόνια και κυρίως κατά την περίοδο της πανδημίας, οι γονείς έρχονται αντιμέτωποι με την αυξημένη επιθυμία των παιδιών για χρήση της τεχνολογίας και του ίντερνετ, κάτι που ήταν αναγκαίο τους μήνες των lockdowns. Πώς, κατά την γνώμη σας, μπορεί να υπάρξει μια ισορροπία σ’ αυτήν τη νέα συνθήκη;
Υπάρχουν πασίγνωστοι περιορισμοί στη χρήση, όπως π.χ. όχι επαφή με οθόνες πριν από κάποια ηλικία ή τουλάχιστον για δύο ώρες πριν την ώρα του ύπνου για κάθε ηλικία του παιδιού… Υπάρχουν και αντίστοιχες συστάσεις για ενημέρωση του παιδιού σχετικά με τους κινδύνους του διαδικτύου… Ωστόσο, το κλειδί για να μη χαθεί το παιδί στους αχανείς και ασαφείς χώρους των τεχνολογικών δυνατοτήτων και του διαδικτύου είναι η παρουσία των μεγάλων. Κάθε παιδί έχει ανάγκη να το συνοδεύει στην καταβύθισή του εκεί ένας ενήμερος μεγάλος (γονέας, αδελφός-ή, εξαδέλφη ή εξάδελφος…), ο οποίος θα μιλά μαζί του και θα του σχολιάζει τα δρώμενα, εξοπλίζοντας το παιδί, διανοητικά και συναισθηματικά, με επίγνωση των κανόνων του παιχνιδιού που του εξασφαλίζουν ασφαλή ευχαρίστηση. Αν αφήσεις μόνο του ένα παιδί μπροστά σε μια οθόνη, ακόμη και αν δείχνει όλα τα καλά πράγματα του κόσμου, η εικόνα θα αιχμαλωτίσει και τελικά θα αλλοτριώσει το παιδί, θα το καταστήσει πνευματικά δούλο της πληροφορίας που παρέχει ο άλλος. Αντίστροφα, αν ο μεγάλος συνοδεύει για κάποιο χρονικό διάστημα κάθε μέρα το απιδί σε αυτή την περιπλάνησή του, θα το μάθει την τέχνη του ασφαλούς ταξιδιού ακόμη και αν συναντήσει εικόνες και πλάσματα άγρια και απειλητικά, κάτι συχνό στις ιστορίες και τα γκέιμ που λατρεύουν τα παιδιά..
Πώς η πανδημία έχει επηρεάσει τον ψυχισμό και τα αιτήματα των παιδιών;
Όταν στενεύει ο ζωτικός χώρος κίνησης, επαφής, επικοινωνίας και πράξης, τότε ανοίγονται δύο δρόμοι κακοί: Από τη μία, ο πειρασμός της αναδίπλωσης στον εαυτό σου, της άρνησης των άλλων και των πραγμάτων ώστε να νιώθεις ότι «δεν τους έχω ανάγκη». Αυτός ο δρόμος οδηγεί σε προοδευτική απάθεια και αδράνεια την ψυχή και το σώμα του παιδιού, κάτι που συναντήσαμε όχι σπάνια στην πανδημία. Από την άλλη, σε μια ξέφρενη υπερδραστηριότητα (μαζί και σε καταιγισμό αιτημάτων) που αρνείται τους πραγματικούς περιορισμούς της πραγματικότητας και διαμορφώνει μια ψευδή εικόνα για τον κόσμο και τον εαυτό μου, μια φαντασίωση ναρκισσιστικής παντοδυναμίας που αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει σε συγκρούσεις και αδιέξοδο. Και αυτή την εκδοχή τη συναντήσαμε συχνά στην πανδημία. Το βιβλίο μου προτείνει ακτιβώς μια μέθοδο που διασφαλίζει μια ρεαλιστική εναρμόνιση με την πραγματικότητα και έτσι καλλιεργεί την αυτογνωσία και την ισορροπία, εσωτερική και διαπροσωπική, και των παιδιών και των μεγάλων!
Λίγα λόγια για τον Νίκο Σιδέρη
Ο Νίκος Σιδέρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952 και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές (ειδικότητα Ψυχιατρικής, Ιστορία και Νευροψυχολογία-Νευρογλωσσολογία). Είναι διδάκτωρ του Τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και διδάσκων ψυχαναλυτής, μέλος της Ψυχαναλυτικής Σχολής του Στρασβούργου (E.P.S.) και της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ψυχανάλυσης (FEDEPSY). Εργάζεται στην Αθήνα ως ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και οικογενειακός θεραπευτής. Είναι Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας και Προσωπικής Ανάπτυξης Γαληνός. Έχει διδάξει στο Τμήμα Ψυχιατρικής του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στο Κολλέγιο Αθηνών και στο Deree College, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το μάθημα «Εικαστική Δημιουργία και Φαντασίωση του Καλλιτέχνη.