Γράφει η Κική Κωνσταντίνου
Μια νεαρή, γοητευτική, μελαχρινή γυναίκα γύρω στα είκοσι οκτώ, βαδίζει παραπατώντας ελαφρά επάνω σε μια κίτρινη πεζογέφυρα.
Τα μακριά, πυκνά, μαύρα και ολόισια μαλλιά της ανεμίζουν ελεύθερα στο δροσερό αέρα και κάνουν επιβλητική τη παρουσία της σε όποιον τύχει να υψώσει το βλέμμα του επάνω στη πεζογέφυρα.
Δείχνει ταραγμένη, θυμωμένη, πονεμένη μα και οργισμένη συνάμα… Οργισμένη με τον ίδιο της τον εαυτό….
Ξαφνικά σταματάει σχεδόν στη μέση της πεζογέφυρας και ακουμπά με μανία τα χέρια της επάνω στα προστατευτικά κάγκελά της.
Κοιτάζει σα χαμένη το κενό και δείχνει σα να μη μπορεί να παρατηρήσει τα αυτοκίνητα που τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα μα και τους περαστικούς που βαδίζουν επάνω στο πεζοδρόμιο του κεντρικού δρόμου που απλώνεται μεγαλειωδώς κάτω από τη μικρή αλλά επιβλητική κίτρινη πεζογέφυρα.
Για πρώτη φορά αφήνει τα δάκρυα που τόση ώρα συγκρατούσε με δυσκολία να κυλήσουν στα μάγουλά της και στη συνέχεια να καλύψουν το πρόσωπό της.
Μοιάζει ανακουφισμένη… ναι ανακουφισμένη… μα ξαφνικά, ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα το θολό και σκοτεινό της βλέμμα υποδηλώνει πως η σκέψη της τρέχει κάπου πίσω στο παρελθόν σε κάτι που τη πλήγωσε και τη πονά ακόμη πολύ.
Και ξαφνικά το μισόκλειστο βλέφαρό της δείχνει πως αρχίζει να θυμώνει πολύ….
Ναι, θυμώνει και εξαγριώνεται!
Σφίγγει με ακόμη περισσότερη μανία τα δάχτυλά της γύρω από τα κάγκελα της γέφυρας και με μία έντονη σπασμωδική κίνηση σκουπίζει τα δάκρυα που συνεχίζουν να κυλάνε στο πρόσωπό της και το βλέμμα της σκοτεινιάζει και αφήνει ένα παγερό και σκληρό «κρύο» να ξεχυθεί από μέσα του.
Σφίγγει ακόμη πιο δυνατά τα ιδρωμένα της χέρια γύρω από τα κάγκελα της πεζογέφυρας, με μια απότομη κίνηση κολλάει επάνω της όλο της το σώμα και ανεβάζει αποφασιστικά τα πόδια της επάνω στο κάτω μέρος του προστατευτικού κιγκλιδώματος και δείχνει αποφασισμένη για να πέσει στο κενό.
Καταπίνει με δυσκολία… λες και κάποιος κόμπος συγκρατεί το σάλιο της. Κλείνει τα μάτια της σα να προσεύχεται και αφού ανοίγει τα χέρια της σε ευθεία γραμμή, δείχνει έτοιμη για να κάνει μια βουτιά στο κενό.
Το τρεμάμενο κορμί της μοιάζει υπνωτισμένο, έτοιμο να υπακούσει στις επιθυμίες της για να «αιωρηθεί» στο κενό… μέχρι τη στιγμή που αρχίζει να δονείται σαν κάποιος να το ξύπνησε…
Μια χοντρή, κοφτή γυναικεία φωνή της λέει γεμάτη δυναμισμό:
– Μαρία τί πας να κάνεις;
Η Μαρία ανοίγει έκπληκτη τα μάτια της σα να ξύπνησε μόλις από ένα κακό όνειρο και καθώς γυρίζει το κεφάλι της προς τα δεξιά, συνειδητοποιεί πως δίπλα της στέκεται μια μαυροφορεμένη γυναίκα γύρω στα 40, της οποία τα χαρακτηριστικά δε μπορεί να τα διακρίνει μιας και που το μεγάλο μαύρο μαντήλι που φοράει στο κεφάλι της αφήνει λίγες πλευρές του προσώπου της να φανούνε.
Το βλέμμα της… ναι, το βλέμμα της είναι το μόνο που μπορεί κάποιος εύκολα να διακρίνει!
Μέσα από δυο όμορφα, μικρά, στρογγυλά, πράσινα μάτια διακρίνεται μια ανείπωτη παγωνιά και σκληράδα….
Η Μαρία κατεβαίνει εκστασιασμένη από τα κάγκελα και πλησιάζει μηχανικά τη μαυροφορεμένη γυναίκα που συνεχίζει να τη κοιτά παγερά μένοντας αμίλητη μα και ακούνητη στη θέση της.
– Τι θέλετε; Τη ρωτά ευγενικά.
– Ήρθα να σου δώσω αυτό, αποκρίθηκε σκληρά δίνοντάς της ένα δυνατό και εκκωφαντικό χαστούκι με όλη τη δύναμη του κορμιού της.
– Γιατί; Ρωτά με τρεμάμενη φωνή, χαϊδεύοντας παράλληλα το κόκκινο πονεμένο μάγουλό της.
– Τί έκανα; Συνεχίζει να ρωτά με παράπονο.
– Πας να χαραμίσεις ότι πολυτιμότερο είχες για κάτι που δεν αξίζει! Απάντησε με πυγμή η μαυροφορεμένη κυρία.
– Δε καταλαβαίνω, αποφάνθηκε έτοιμη να μπήξει τα κλάματα.
– Ντροπή σου που πας να σπαταλήσεις τόσο εύκολα αυτό που έχεις εσύ τη στιγμή που πολλοί συνάνθρωποί σου παλεύουν καθημερινά για να το αποκτήσουν. Τόνισε ψυχρά η σκληρή φαινομενικά γυναίκα.
– Τι θέλετε από εμένα; Ποιά είστε; Ρώτησε με λυγμό αφήνοντας τα δάκρυα να κυλήσουν ανέμελα στο πρόσωπό της.
– Να καταλάβεις, απάντησε για άλλη μια φορά ψυχρά.
– Να καταλάβω τι; Ακούστηκε μια φωνή γεμάτη απόγνωση.
– Πώς θα έπρεπε να ντρέπεσαι που πας να σπαταλήσεις τη ζωή σου που είναι γεμάτη υγεία με αυτό τον απαίσιο τρόπο! Ξέρεις πόσοι συνάνθρωποί σου πασχίζουν καθημερινά να αποκτήσουν αυτό που εσύ έχεις και είσαι αποφασισμένη να το πετάξεις τόσο εύκολα;
– Ντροπή σου Μαρία! Συνέχισε να μιλά απότομα κοιτάζοντας τη ψυχρά και παγερά στα μάτια.
– Εγώ δεν… πρόφερε με δυσκολία.
– Έλα μαζί μου, της είπε και πιάνοντάς τη σφιχτά από το χέρι τη πλησίασε ξανά κοντά στα κάγκελα της πεζογέφυρας και με μια απαλή κίνηση του χεριού της τη προέτρεψε να ρίξει μια ματιά σε ότι απλωνόταν κάτω από αυτή.
Ο τρόπος που κοιτούσε η Μαρία ήταν παράξενος… Έδειχνε σα να παρατηρεί πρώτη φορά τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους που υπήρχαν κάτω από αυτή τη γέφυρα.
Όντως ένιωθε σα να ήταν η πρώτη φορά που είδε πραγματικά τι επικρατούσε κάτω από τη πεζογέφυρα. Προηγουμένως κοιτούσε.. μα δεν έβλεπε τίποτα!
Βλέπετε πριν δε κοιτούσε με τα μάτια της… κοιτούσε απλά με την απόγνωση και τη ταραχή της ψυχής της.
– Βλέπω, απάντησε με ξεψυχισμένη φωνή.
– Τι βλέπεις; Ερωτήθηκε.
– Βλέπω ανθρώπους και αυτοκίνητα! Απάντησε κάπως αμήχανα.
– Δες καλύτερα! Τη προέτρεψε κάνοντας νεύμα με το χέρι της.
– Βλέπω σας είπα! Τόνισε δυναμικά!
– Όχι, δε βλέπεις! Δες καλύτερα! Διέταξε.
– Τι θέλετε ακριβώς να δω; Σας είπα πως βλέπω!
– Περίγραψέ μου τι βλέπεις.
– Βλέπω ανθρώπους, αυτοκίνητα, δέντρα, φανάρια, σπίτια. Αυτά… τι άλλο θα μπορούσα να δω; Ρώτησε δείχνοντας πως έχει αρχίσει να χάνει τη ψυχραιμία της.
– Δε βλέπεις καλά! Ξανακοίτα! Πρόσταξε!
– Τι άλλο πρέπει να δω; Φώναξε δυνατά χάνοντας την υπομονή της.
– Δες πιο καλά! Πιο καθαρά, πιο βαθιά, πιο «έξυπνα».
– Δε σας καταλαβαίνω! Ποιά είστε; Τι θέλετε από εμένα; Γιατί με χτυπήσατε; Γιατί μου βάζετε γρίφους; Τι θέλετε να δω; Πείτε μου! Τόνισε με μανία αρπάζοντάς τη σφιχτά από τους αγκώνες.
– Σου είπα τι θέλω Μαρία! Θέλω να δεις! Απάντησε με το ίδιο βλέμμα και τον ίδιο τόνο φωνής που είχε από τη πρώτη στιγμή που τη πλησίασε.
– Πώς είναι δυνατόν να ξέρετε το όνομά μου; Ποιά είστε; Τι θέλετε από εμένα; Δε σας καταλαβαίνω! Θα τρελαθώ! Φώναξε πέφτοντας σε παραλήρημα.
– Λυπάμαι αλλά αν δε θέλεις να δεις… τότε δε μπορώ να σε βοηθήσω! Εγώ σου είπα τι ζητάω από εσένα αλλά εσύ δείχνεις πως δε θέλεις να δεις… Εθελοτυφλείς Μαρία, το ξέρεις; Εθελοτυφλείς! Μάλλον δεν έπρεπε να είμαι σήμερα εδώ, αποφάνθηκε θλιμμένα, αλλάζοντας το τόνο της φωνής της για πρώτη φορά και γυρίζοντας τη πλάτη της έφυγε αφήνοντας τη Μαρία άναυδη, ταραγμένη, κλαμένη, μπερδεμένη και γεμάτη αγωνία να τη κοιτά να απομακρύνεται βιαστικά από κοντά της…
– Σταθείτε, μισό λεπτό, φώναξε η Μαρία τρέχοντας ξοπίσω από τη μαυροφορεμένη γυναίκα.
– Τι θες; Τη ρώτησε ψυχρά..
– Θέλω να με βοηθήσεις να κοιτάξω σωστά! Πραγματικά το θέλω! Θα με βοηθήσεις; Θα το κάνεις αυτό για εμένα; Ρώτησε με λαχτάρα.
– Εάν το θες πραγματικά θα το κάνω! Γι αυτό βρίσκομαι άλλωστε εδώ σήμερα. Απάντησε για πρώτη φορά ζεστά και το πρόσωπό της έλαμψε και γλύκανε ταυτόχρονα.
Η Μαρία πρόσφερε ευλαβικά το χέρι της στη παράξενη άγνωστη γυναίκα που εισέβαλε τόσο απροκάλυπτα στη ζωή της και περίμενε να δει αν θα την ακολουθήσει.
Πράγματι, η μυστηριώδης γυναίκα έπιασε απαλά το χέρι της Μαρίας και τη καθοδήγησε με αργά βήματα, πίσω στο μέρος που τη πρωτοσυνάντησε.
– Δες ξανά! Τη προέτρεψε, με γλυκιά χροιά αυτή τη φορά.
Η Μαρία πήρε βαθιά ανάσα και άρχισε να παρατηρεί προσεκτικά, ερευνώντας σπιθαμή προς σπιθαμή την εικόνα που αντίκριζε κάτω από τη κίτρινη πεζογέφυρα.
– Λοιπόν τι βλέπεις; Ρώτησε με μισάνοιχτα μάτια μιας και που ο ήλιος είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικός επάνω στα πρόσωπά τους.
– Βλέπω αυτοκίνητα να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα…. Ανθρώπους να περπατούν στο δρόμο. Άλλοι δείχνουν αγχωμένοι, άλλοι πάλι βιαστικοί, άλλοι ευδιάθετοι και άλλοι πολύ χαρούμενοι….
– Δώσε μου ένα παράδειγμα, τη διέκοψε.
– Να… για παράδειγμα αυτή η κυρία που κάθεται στη στάση του λεωφορείου με το λαχανί σακάκι έχει πολύ πλάκα. Μιλάει στο τηλέφωνο και γελάει διαρκώς αλλά οι κινήσεις που κάνει στα χέρια της μου προκαλούν γέλιο. Πλάκα έχει! Αποκρίθηκε αφήνοντας ένα στραβό γελάκι να σκάσει στα χείλη της.
– Αυτή τη γυναίκα τη λένε Βαλέρια και πριν από ένα χρόνο έχασε το μόλις πέντε μηνών κοριτσάκι της από αναρρόφηση. Ποτέ όμως δε σκέφτηκε να δώσει τέλος στη ζωή της…
– Ωχ όχι! λυπάμαι! Τη διέκοψε θέλοντας να εκφράσει τη λύπη της.
– Ποτέ όμως δε σκέφτηκε να δώσει τέλος στη ζωή της όπως εσύ…, αντίθετα πολέμησε πολύ μέχρι να καταφέρει να ξαναβρεί τον εαυτό της και τελικά τα κατάφερε και αυτή τη στιγμή που μιλάμε είναι ενός μηνών έγκυος.
– Αλήθεια; Αυτό είναι πολύ ευχάριστο! Αναφώνησε χαρούμενη, προσπερνώντας τη «μπηχτή» που της είχε ρίξει η μυστηριώδης γυναίκα.
– Δε το ξέρει ακόμα αλλά σε λίγες μέρες που θα κάνει το τεστ θα το μάθει! Αποφάνθηκε με φυσικό τρόπο η γυναίκα.
– Δε το ξέρει; Τι εννοείς δε το ξέρει; Πώς είναι δυνατόν να το ξέρεις εσύ και όχι αυτή; Ποιά είσαι; Ρώτησε με δυσκολία και βλέμμα που μαρτυρούσε φόβο.
– Δεν έχει σημασία πως με λένε, ούτε πια είμαι! Εδώ βρίσκομαι για να μιλήσουμε για σένα! Τόνισε δυναμικά.
– Κι αν δε θέλω να μιλήσω άλλο για εμένα;
– Τότε μπορείς απλά να με διώξεις….
– Διώξε με, τη προέτρεψε μιας και που απάντηση δε πήρε….
– Δε μπορώ να σε διώξω… όχι ακόμα τουλάχιστον, ψέλλισε αμήχανα.
– Βλέπεις το αγοράκι που κάθεται στο αναπηρικό καροτσάκι; Ρώτησε η άγνωστη γυναίκα.
– Ναι το βλέπω…
– Γεννήθηκε με κινητικά προβλήματα που όμως ποτέ δε τους επέτρεψε να σταθούν εμπόδιο στη ζωή του! Πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο της φιλοσοφικής και επιπλέον είναι και χρυσός ολυμπιονίκης στο μπάσκετ της Παραολυμπιάδας.
– Πράγματι έχω ακούσει για τη μεγάλη δύναμη ψυχής που διαθέτουν αυτοί οι άνθρωποι! Του αξίζουν όλα αυτά! Αποφάνθηκε σκεπτική.
– Βλέπεις τη ξανθιά κοπέλα με το ροζ φουλάρι που βγήκε μόλις από τη σωμών πολυκατοικία;
– Ναι τη βλέπω….
– Είναι μόλις 19 χρονών και πριν τρεις μήνες έμαθε ότι πάσχει από καρκίνο του μαστού.
– Τόσο μικρή; Μα πώς; Ρώτησε ταραγμένη.
– Η ηλικία δυστυχώς δε παίζει ρόλο σε θέματα υγείας. Όπως σου είπα το έμαθε πριν από τρεις μήνες κι όμως ποτέ της δε σταμάτησε να το παλεύει… ποτέ δε σκέφτηκε να εγκαταλείψει τη μάχη.., αντίθετα πείσμωσε και έβαλε τα δυνατά της για να νικήσει και στο τέλος θα νικήσει! Είπε με σιγουριά!
– Το εύχομαι με όλη τη δύναμη της καρδιάς μου! Μα εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά; Πώς μπορεί να τα ξέρεις; Μήπως όλα αυτά που μου είπες δεν ισχύουν αλλά μου τα λες απλά για να με παρηγορήσεις; Ρώτησε καχύποπτα η Μαρία.
– Να σε παρηγορήσω; Όχι φυσικά! Να σε ξυπνήσω και να σε μαλώσω θέλω γι’ αυτό που πήγες να κάνεις! Απάντησε δυναμικά αποκτώντας ξανά το ψυχρό βλέμμα που είχε στην αρχή της γνωριμίας τους.
– Έκανα λάθος ε; Άφησα τις αδυναμίες μου να με οδηγήσουν εδώ χωρίς να σκεφτώ πως καθημερινά τόσοι συνάνθρωποί μου παλεύουν και αντιμετωπίζουν καθημερινώς τις δικές τους. Τόνισε θλιμμένα σκύβοντας το κεφάλι της.
– Αυτό που πήγες να κάνεις δεν ήταν απλά ένα λάθος, ήταν μια τρέλα! Το λάθος διορθώνεται, η τρέλα όμως αν την αφήσεις να σε καθοδηγήσει για πολύ, θα σε οδηγήσει σε δύσβατα μονοπάτια…
– Έχετε δίκιο! Θεέ μου, τι πήγα να κάνω, αναρωτήθηκε κοιτώντας τον ουρανό.
– Πήγα να σκοτώσω τόσο εύκολα από πού έχω και που άλλοι πασχίζουν καθημερινά για να αποκτήσουν… Αν αυτοί οι άνθρωποι ήταν απέναντί μου τώρα, άραγε τι θα μου έλεγαν; Θα με λυπόντουσαν;
– Μάλλον θα σε συμπονούσαν και θα έκαναν αυτό που έκανα μόλις τώρα εγώ! Θα σου έδειχναν το πραγματικό κόσμο…
– Αισθάνομαι ντροπή, το πιστεύετε; Αισθάνομαι ντροπιασμένη και αδύναμη συνάμα.
– Τουλάχιστον αισθάνεσαι και αυτό είναι ζωή! Θα πονέσεις, θα γελάσεις, θα κλάψεις, θα προβληματιστείς, μα πάνω απ’ όλα θα ΖΗΣΕΙΣ! Αποφάνθηκε χαμογελώντας τρυφερά και της έσφιξε δυνατά το χέρι θέλοντας να της δώσει δύναμη.
– Σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ μέσα από τη καρδιά μου! Σήμερα πήρα ένα μεγάλο μάθημα ζωής, ένα μάθημα που ήξερα ότι υπήρχε, είχα ακούσει να μιλάνε γι’ αυτό μα ποτέ δε το είχα διδαχθεί σωστά! Μέχρι σήμερα φυσικά που το κατανόησα πλήρως και υπόσχομαι να μη το ξεχάσω ποτέ! Τόνισε συγκινημένη τη στιγμή που βυθιζόταν γλυκά στην αγκαλιά της μαυροφορεμένης γυναίκας και έκλεισε τα μάτια της θέλοντας να νιώσει τη γαλήνη να πλημμυρίζει όλο της το κορμί.
– Μη ξεχάσεις ποτέ τα τελευταία σου λόγια! Μη τα ξεχάσεις ποτέ! Ακούστηκε η γλυκιά φωνή της πρώην παγερής γυναίκας.
– Πώς μπορώ να ανταποδώσω το καλό που μου έκανες; Ρώτησε ανοίγοντας τα μάτια της για να διαπιστώσει πως η γυναίκα που κρατούσε αγκαλιά είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης και αγκάλιαζε πια κυριολεκτικά τον αέρα.
Έψαξε τριγύρω της σα χαμένη μα πουθενά δε φαινόταν πια η μορφή της μαυροφορεμένης γυναίκας…
– Πού είσαι; Πού πήγες; Γιατί έφυγες έτσι ξαφνικά; Ούτε το όνομά σου δε μου είπες…, φώναξε απεγνωσμένα μα απάντηση δε πήρε καμιά.
Κι εκείνη τη στιγμή ήρθε στο μυαλό της η εικόνα της μυστηριώδης γυναίκας που πριν λίγα λεπτά της είχε πει πώς δεν έχει σημασία το όνομά της κι από πού ήρθε γιατί βρισκόταν εκεί για να μιλήσουν μονάχα για το πρόβλημα της Μαρίας…
– Αυτός ήταν ο σκοπός της και τον πέτυχε! Μονολόγησε αφήνοντας ένα γαλήνιο χαμόγελο να φωτίσει τα κόκκινα χείλη της.
Κατευθύνθηκε βιαστικά προς τις σκάλες της πεζογέφυρας και χαμογέλασε ευγενικά καθώς είδε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι να ανεβαίνει τις σκάλες πιασμένο αγκαζέ.
Μπήκε μέσα στο πρώτο ζαχαροπλαστείο που συνάντησε και παρήγγειλε το αγαπημένο της παγωτό, θέλοντας να το κάνει δώρο στον εαυτό της που τόσο καιρό του το στερούσε, λόγω εξαντλητικής δίαιτας.
– Θα ήθελα ένα παγωτό χωνάκι…, το μεγάλο χωνάκι παρακαλώ, με βανίλια, φράουλα, φιστίκι και από πάνω θα ήθελα να μου ρίξετε ζεστή σοκολάτα γάλακτος, αποκρίθηκε χαμογελώντας γλυκά.
– Μάλιστα! Απάντησε η ευτραφής γλυκιά υπάλληλος και τη κοίταξε λίγο περίεργα… κάνοντάς τη να καταλάβει πως κάτι υπήρχε στο πρόσωπό της.
– Έχω κάτι στο πρόσωπό μου; Ρώτησε πληρώνοντας το παγωτό της.
– Να… ξέρετε… το μάγουλό σας είναι λίγο κόκκινο. Είναι σα να σας χαστούκισε κάποιος…, πρόφερε αμήχανα η υπάλληλος και τη προέτρεψε με το χέρι της να κοιτάξει πίσω της στο ξύλινο καθρέπτη του ζαχαροπλαστείου.
Η Μαρία κοίταξε το είδωλό της να καθρεπτίζεται στο καθρέπτη και διαπίστωσε πως πράγματι στο μάγουλό της διαγράφονταν ανθρώπινες δαχτυλιές….
Δεν υπήρχε αμφιβολία… Κάποιος ή κάποια την είχε χαστουκίσει όντως δυνατά.
Σάστισε για λίγα λεπτά μα στη συνέχεια χάιδεψε απαλά το μάγουλό της και χαμογέλασε γαλήνια.
– Έχεις ακουστά για τα χαστούκια της μοίρας; Ρώτησε ξαφνιάζοντας την υπάλληλο.
– Όχι… απάντησε σαστισμένα.
– Ούτε και εγώ είχα… μέχρι σήμερα φυσικά! Αποφάνθηκε χαμογελώντας.
– Δε καταλαβαίνω…, της απάντησε η υπάλληλος.
– Να… κάποιες φορές επιβάλλεται να τα «φάμε» για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τα πολύτιμα πράγματα που έχουμε στη ζωή μας! Τόνισε δυναμικά και παίρνοντας τα ρέστα της έφυγε βιαστικά.
Βγήκε από το ζαχαροπλαστείο και κατευθύνθηκε γοργά προς το σπίτι της, απολαμβάνοντας το παγωτό της συντροφιά με ένα τραγούδι που έπαιζε από νωρίς στα ηχεία του δρόμου που είχαν εγκαταστήσει από το πρωί οι υπάλληλοι του δήμου για να τιμήσουν την ημέρα υπέρ της ΖΩΗΣ!!!
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal]
______________________________________________
*Η Κική Κωνσταντίνου μεγάλωσε στην Στροφυλιά, ένα μικρό, όμορφο χωριό της Βόρειας Εύβοιας. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο ΤΕΙ Χαλκίδας μα λίγα χρόνια αργότερα ανακάλυψε πως αυτό που τη γεμίζει ουσιαστικά είναι η συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων. Τη συναντά κανείς στο www.ekfrastite.blogspot.com