Από το Γιώργο Πιντέρη, ψυχολόγο, διδάκτορα Συμβουλευτικής Ψυχολογίας
www.pinteris.gr
Πρόσφατα η κυβέρνηση ψήφισε ένα νομοσχέδιο, σύμφωνα με το οποίο για κάθε παιδί που γεννιέται από 1-1-2020 προβλέπεται ένα επίδομα γέννησης 2000 Ευρώ. Οι στατιστικές προβλέψεις είναι ότι το 2050, οι εντός Ελλάδος Έλληνες, θα έχουμε συρρικνωθεί στα 8 εκατομμύρια. Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι πολλοί και γνωστοί.
Ο πρώτος είναι τα οικονομικά του μέσου Έλληνα τα τελευταία 40 χρόνια. Ήδη εδώ και πολλά χρόνια, όσοι έχουν από 4 παιδιά και πάνω επιδοτούνται (ή διευκολύνονται) από το κράτος με διάφορους τρόπους. Μάλιστα, αν δεν απατώμαι, κάποια ευνοϊκά μέτρα ισχύουν και για τους τρίτεκνους. Όμως, τα περισσότερα παντρεμένα ζευγάρια περιορίζονται στα δύο παιδιά, κι ένα σημαντικό ποσοστό στο ένα. Αντιλαμβάνονται ότι η προσθήκη ενός ακόμα παιδιού στην οικογένεια θα δυσκολέψει οικονομικά τη θέση όλων και παραβλέπουν τη χαρά που θα μπορούσε να τους φέρει ένα νεογέννητο.
Ένας από τους πρώτους που μας φώναξε ότι έχουμε πρόβλημα υπογεννητικότητας ήταν ο Τζίμης Πανούσης που το 1982 στον πρώτο του δίσκο «Μουσικές Ταξιαρχίες» συμπεριέλαβε το τραγούδι «Γαμάτε, γιατί χανόμαστε» για το οποίο τον τρέχανε στα δικαστήρια. Ο άνθρωπος δεν είχε καμία πρόθεση να προσβάλει τη δημόσια αιδώ. Απλά έπρεπε να βρει έναν τρόπο που να …κάνει σαματά και να έχει αντίχτυπο. Θα μου πεις «τι αντίχτυπο είχε επί του θέματος της υπογεννητικότητας»; Τι να σου πω; Μάλλον τίποτα. Αυτό που έχει σημασία όμως, είναι ότι το τραγούδι αυτό αποδεικνύει ότι – για να το έχει εντοπίσει ο Πανούσης – το πρόβλημα αυτό χρονολογείται τουλάχιστον από το 1980.
Αυτό που διαπιστώνω είναι ότι ένα ποσοστό 25% των ατόμων που είναι ανύπαντρα ηλικίας 21 έως 35 ετών, δυσκολεύονται πολύ προκειμένου να βρουν έναν άνθρωπο με τον οποίο να ταιριάξουν και να δημιουργήσουν μια οικογένεια. Σαν, από ένα χρονικό σημείο και πέρα, ν’ αποξενώνονται και να δυσκολεύονται να προσαρμοστούν ο ένας με τον άλλον. Ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά, εντοπίζω από την εμπειρία μου μαζί τους, αλλά και από την ιστορία τους, μερικά κοινά χαρακτηριστικά. Ίσως και αυτά να συνεισφέρουν στο πρόβλημα της υπογεννητικότητας.
Σαν πρώτο χαρακτηριστικό εντοπίζω τη συγκατοίκηση με τους γονείς. Οι έξι στους δέκα από 21 μέχρι 35, εξακολουθούν να ζουν με τους γονείς τους. Οι τρεις ζουν σε χώρο που παρέχουν ένας ή και οι δύο γονείς ή κάποιο κοντινό συγγενικό μέλος, όπως μια γιαγιά. Οι περισσότεροι από αυτούς τρώνε και πηγαίνουν τα άπλυτα στο πατρικό τους. Ένας στους δέκα έχει καταφέρει να ζει σε δικό του χώρο που τον συντηρεί μόνος του.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό αυτών των νέων ατόμων είναι ότι, οι δύο στους τρεις, προέρχονται από χωρισμένους γονείς. Συνεπώς, οι αναμνήσεις από τις βιωματικές τους εμπειρίες από την οικογένεια, δεν είναι τέτοιες που να έχουν επιθυμία ή κίνητρο να την αναπαράγουν. Χώρια που φοβούνται μήπως κι αυτοί δεν τα καταφέρουν, όπως δεν τα κατάφεραν και οι γονείς τους.
Το τρίτο χαρακτηριστικό το αντιλήφθηκα ακούγοντας μια συζήτηση ανάμεσα σε μια γυναίκα 55 ετών που έχει έναν γιό 32 ετών και μια κοπέλα 31 ετών που είναι δρομολογημένη να παντρευτεί: Η κοπέλα έχει και τα δύο χαρακτηριστικά που αναφέραμε. Ζει από μικρή μόνο με τη μητέρα της. Ο πατέρας έχει δημιουργήσει άλλη οικογένεια και είναι αδιάφορος. Η ίδια – προκειμένου να είναι κοντά στη δουλειά της – τους τελευταίους 6 μήνες ζει μόνη της ή στο σπίτι του συντρόφου της. Η συζήτηση ήταν για ένα μελλοντικό παιδί. Καθώς η γυναίκα των 55 ετών περιέγραφε τις αναμνήσεις της από την εγκυμοσύνη και τις πρώτες εβδομάδες μετά τον τοκετό, η κοπέλα, που την άκουγε προσεκτικά και τη συναισθανότανε άρχισε να νιώθει …ναυτία. Συνειδητοποίησε ότι, μπορεί ηλικιακά να ήταν κοντά στο να γίνει μάνα, αλλά συναισθηματικά δεν ένιωθε καθόλου έτοιμη ν’ αναλάβει τέτοια ευθύνη.
Η χαμηλή ανοχή στη στέρηση είναι εκείνο που δεν βοηθά να ξεπεραστεί η υπογεννητικότητα
Κι αυτό μας φέρνει στο τρίτο κοινό χαρακτηριστικά ανάμεσα σ’ αυτά τα νέα άτομα: Θα το ονόμαζα «ανετοιμότητα». Ένα μεγάλο ποσοστό ανάμεσά τους, δεν έχουν μάθει να στριμώχνονται. Έχουν χαμηλή ανοχή στη στέρηση. Με την πρώτη δυσκολία αποθαρρύνονται. Πάνω στο θέμα αυτό, οι γονείς μπορεί «να έχουν βάλει το χεράκι τους» με δύο τρόπους:
Ο πρώτος τρόπος είναι εκείνοι οι γονείς που διαλαλούν «δεν θέλω να περάσει το παιδί μου αυτά που πέρασα εγώ». Έτσι, σπεύδουν να του λύσουν κάθε πρόβλημα που του δημιουργείται και του δημιουργούν ένα μεγαλύτερο: Δεν μαθαίνει το παιδί να λύνει τα προβλήματά του μόνο του.
Δεν λέω. Αν έχεις περάσει πείνες και κακουχίες, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πρέπει να περάσουν τα παιδιά σου τα ίδια. Όμως, όποτε λες «να μην περάσουν τα παιδιά μου αυτά που πέρασα εγώ» χωρίς να το καταλάβεις, είναι σα να λες «να μη μάθουν τα παιδιά μου» διότι οι άνθρωποι μαθαίνουμε μέσα από αυτά που βιώνουμε και από τα λάθη μας. Όλοι κάνουμε λάθη. Οι μόνοι που δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους, είναι ο πιλότος και ο πυροτεχνουργός…. Για να μάθεις όμως από τα λάθη σου, χρειάζεται ν’ αντιμετωπίσεις τις φυσικές συνέπειες των πράξεών σου. Αν ανάμεσα σ’ εσένα και τις συνέπειες παρεμβάλλεται ένα υπερπροστατευτικός γονιός τότε δεν μαθαίνεις από τις εμπειρίες σου, κι έτσι επαναλαμβάνεις τα ίδια λάθη.
Ένα, δεύτερο και διαφορετικό μονοπάτι που οδηγεί στο ίδιο σημείο, δηλαδή την αδυναμία που έχουν αυτά τα άτομα όταν στριμώχνονται. Το μονοπάτι αυτό έχει να κάνει με την υπερπροστασία που απολαμβάνουν καμιά φορά τα παιδιά των χωρισμένων. Είναι συχνό φαινόμενο τα άτομα στο κοντινό περιβάλλον του παιδιού που οι γονείς του χώρισαν να νιώθουν ενοχές ή ακόμα και οίκτο απέναντί του. Προκειμένου ν’ αντισταθμίσουν αυτά τα συναισθήματα, καταφεύγουν σε μια συμπεριφορά όπου του κάνουν τα περισσότερα χατίρια κι έτσι δεν αναπτύσσει επαρκή ανοχή στη στέρηση». Σε σύγκριση με τους συνομηλίκους του έχει χαμηλή ανοχή στη στέρηση.
Αυτό το τρίτο χαρακτηριστικό, δηλαδή η χαμηλή ανοχή στη στέρηση είναι εκείνο που δεν βοηθά να ξεπεραστεί η υπογεννητικότητα μ’ ένα επίδομα των 2000 Ευρώ. Εκείνοι που είναι να κάνουν παιδιά, θα κάνουν. Τώρα, αν έχουν και μια βοήθεια 2000 ευρώ ακόμα καλύτερα. Όμως, «με καμία κυβέρνηση» το επίδομα αυτό δεν μειώσει την υπογεννητικότητα που μας δέρνει χρόνια.