Επιμέλεια – Μετάφραση: Ρεβέκκα Τσοχαντάρη, MSc Ψυχολογία
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα των ανθρώπων είναι ότι είμαστε υπερβολικά καλοί στο να μην σταματάμε. Είμαστε ειδικοί στο να παραδινόμαστε στις απαιτήσεις της ζωής, ν’ ανταποκρινόμαστε σε όλα αυτά που μας ζητούνται και να εκτελούμε πιστά όλες τις προτεραιότητες που οι άλλοι μας ορίζουν. Είμαστε πάντα παρόντες ως εξαίρετα αγόρια ή κορίτσια – και φέρνουμε σε βόλτα αυτό το μαγικό κατόρθωμα για δεκαετίες, χωρίς την παραμικρή ενόχληση ή την παραμικρή ρωγμή στην προσωπικότητά μας.
Μέχρι που ξαφνικά μια μέρα, προς έκπληξη όλων γύρω μας, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μας, σπάμε. Δεν μπορούμε να σηκωθούμε από το κρεβάτι. Πέφτουμε σε βαριά κατάθλιψη. Αναπτύσσουμε αφόρητο κοινωνικό άγχος. Δεν τρώμε. Μιλάμε ακατάπαυστα χωρίς νόημα. Χάνουμε τον έλεγχο κάποιου μέρους του σώματός μας. Νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε κάτι που είναι εντελώς εκτός εαυτού. Γινόμαστε παρανοϊκοί για κάποιο θέμα. Δεν θέλουμε πια ν’ ακολουθήσουμε τους όρους μιας σχέσης, ξεκινούμε εξωσυζυγική σχέση, εντατικοποιούμε τους τσακωμούς, και γενικότερα ταράζουμε την καθημερινότητα με όποιο τρόπο μπορούμε.
Μια ψυχική κατάρρευση, είναι εξαιρετικά ενοχλητική για όλους, κι έτσι, υπάρχει μια έντονη προσπάθεια να θεραπεύσουμε τα συμπτώματα το συντομότερο, να τα εξαφανίσουμε και έτσι να συνεχίσουμε με την καθημερινότητά μας όπως πριν.
Μια τέτοια αντιμετώπιση όμως, δείχνει ότι μάλλον δεν έχουμε καταλάβει τι έχει συμβεί. Μια κατάρρευση δεν είναι απλά μια ένδειξη προσωρινής τρέλας ή δυσλειτουργίας, αλλά μια πραγματική – αν και άκρως άναρθρη – έκκληση για ψυχική υγεία. Είναι μια προσπάθεια ενός μέρους του μυαλού μας, να παρασύρει ένα άλλο μέρος, προς την ανάπτυξη και την κατανόηση την οποία αρνούνταν να κάνει μέχρι τώρα. Αν το δούμε ως παράδοξο, είναι μια προσπάθεια να ξεκινήσει μια διαδικασία ανάρρωσης, μέσα από μια ασθένεια.
Κι έτσι, ο κίνδυνος στο να βλέπουμε μια κατάρρευση μόνο μέσα από μια ιατρική ματιά και να προσπαθούμε να την θεραπεύσουμε άμεσα, είναι ότι μπορεί να χάσουμε ένα μεγάλο μάθημα που είναι ενσωματωμένο μέσα στην ασθένειά μας. Μια κατάρρευση δεν είναι μόνο πόνος, αν και είναι και αυτό φυσικά, αλλά και μια μεγάλη ευκαιρία μάθησης.
Ο λόγος που καταρρέουμε, είναι γιατί τα προηγούμενα χρόνια δεν ήμασταν αρκετά ‘ελαστικοί’. Υπήρχαν πράγματα που παραμερίζαμε στην άκρη του μυαλού μας, μηνύματα που έπρεπε να προσέξουμε, συναισθηματική μάθηση και επικοινωνία που δεν κάναμε – και τώρα, ο συναισθηματικός μας εαυτός, έχοντας περιμένει υπομονετικά για τόσο καιρό, προσπαθεί να ακουστεί με τον μόνο τρόπο που ξέρει. Είναι σε απόγνωση – και θα πρέπει να τον καταλάβουμε και να συμμεριστούμε την σιωπηλή οργή του. Το πιο σημαντικό μήνυμα μιας κατάρρευσης, είναι ότι δεν πρέπει να συνεχίσουμε όπως πριν – ότι τα πράγματα πρέπει ν’ αλλάξουν ή αλλιώς (και αυτό είναι τρομαχτικό όταν το αναγνωρίζουμε), μπορεί να είναι προτιμότερος ο θάνατος.
Γιατί, όμως, δεν μπορούμε ν’ ακούσουμε τις συναισθηματικής μας ανάγκες νωρίτερα με μεγαλύτερη ηρεμία και ν’ αποφύγουμε το μελόδραμα μιας κατάρρευσης; Διότι, η συνείδηση μας είναι από φύση της τεμπέλα και δυσκολεύεται να διακρίνει τέτοια μηνύματα μέχρι να έρθει η βαρβαρότητα της κατάρρευσης. Για χρόνια, δεν ακούει κάποια στεναχώρια, αποφεύγει ν’ αντιμετωπίσει μια δυσλειτουργία σε μια σχέση ή απορρίπτει κάποιες επιθυμίες.
Θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε την κατάρρευση με μια επανάσταση. Για πολλά χρόνια, ο λαός πιέζει τους κυβερνώντες να ακούσουν τα αιτήματα του και να κάνουν τις απαραίτητες αλλαγές. Για χρόνια, οι κυβερνώντες κάνουν υποτυπώδης κινήσεις, αλλά βασικά δεν ακούνε – μέχρι μια μέρα, ο κόσμος δεν αντέχει άλλο, μπαίνει στο παλάτι, καταστρέφει όλα τα υπάρχοντα και πυροβολεί στην τύχη, αθώους και ενόχους.
Συνήθως οι επαναστάσεις δεν έχουν καλό τέλος. Τα πραγματικά προβλήματα και οι ανάγκες του κόσμου δεν λύνονται, ούτε καν ανακαλύπτονται. Γίνεται ένας εμφύλιος πόλεμος – καμιά φορά κυριολεκτικά, αυτοκτονία. Το ίδιο ισχύει και στην κατάρρευση.
Ένας καλός θεραπευτής, προσπαθεί να ακούσει τα μηνύματα μιας κατάρρευσης, παρά να σιωπήσει την ασθένεια. Συνήθως ανακαλύπτουμε, μέσα από τις ιδιαιτερότητες της, μια έκκληση για περισσότερο προσωπικό χρόνο, μια πιο στενή σχέση με τον άλλον, έναν πιο ειλικρινή και ολοκληρωμένο τρόπο ύπαρξης, μια αποδοχή ως προς το ποιοι είμαστε σεξουαλικά. Γι’ αυτό το λόγο, ξεκινάμε να πίνουμε, βάζουμε τον εαυτό μας σε απομόνωση, γινόμαστε άκρως παρανοϊκοί ή μανιακά σαγηνευτικοί.
Μια κρίση όμως, δείχνει όρεξη για ανάπτυξη, η οποία δεν έχει βρει άλλο τρόπο να εκφραστεί.
Πολλοί άνθρωποι, μετά από κάποιους τρομαχτικούς μήνες ή και κάποιων χρόνων λένε: «Δεν ξέρω αν θα είχα γίνει καλά, αν δεν είχα αρρωστήσει».
Κατά την διάρκεια μιας κατάρρευσης, συχνά αναρωτιόμαστε αν έχουμε τρελαθεί. Όμως, δεν έχουμε. Σίγουρα συμπεριφερόμαστε πολύ περίεργα, αλλά κάτω από την επιφάνεια, είμαστε σε μια κρυφή, αλλά πολύ λογική αναζήτηση για υγεία. Δεν έχουμε αρρωστήσει· ήμασταν ήδη άρρωστοι. Η κρίση, αν καταφέρουμε να την ξεπεράσουμε, είναι η προσπάθεια να ξεφύγουμε από ένα τοξικό status quo, μια επίμονη έκκληση να ξαναχτίσουμε τις ζωές μας πάνω σε μια πιο αυθεντική και ειλικρινή βάση.
Πηγή: www.thebookoflife.org