Από την Κατερίνα Τζωρτζακάκη, Ψυχολόγο – Συγγραφέα
Ο Λέων Τολστόι (1828-1910) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς όλων των εποχών. Τα πιο εμβληματικά του έργα είναι το «Πόλεμος και Ειρήνη» και το «Άννα Καρένινα» και είναι γνωστά σε όλους. Εκείνο που δεν είναι γνωστό είναι ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1850 μέχρι το 1860 ο γαιοκτήμονας Τολστόι ήταν εγκατεστημένος στο κτήμα του, Γιάσναγια Πολιάννα, όπου είχε δημιουργήσει σχολείο για τα αγροτόπαιδα. Στο κείμενό του «Ποιος θα έπρεπε να μάθει γραφή από ποιον; Τα χωριατόπαιδα από εμάς ή εμείς από τα χωριατόπαιδα;» περιγράφει τα πολύ έντονα συναισθήματα, που έζησε όταν έβαλε τα παιδιά να γράψουν ιστορίες, στην προσπάθειά του να τα βοηθήσει στο μάθημα της Έκθεσης.
Ο Τολστόι πρωτύτερα είχε απογοητευτεί γιατί τα παιδιά έδειχναν να μην κατανοούν τον σκοπό, για τον οποίο κάποιος γράφει ένα κείμενο. Δεν καταλάβαιναν «την τέχνη του να εκφράζεις τη ζωή με λέξεις».
Τυχαία, όμως, ξεκίνησαν να γράφουν μαζί μια ιστορία βασισμένη σε μια παροιμία. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός του με το αποτέλεσμα που έφτασε στο σημείο να παρομοιάσει έναν μαθητή του με τον Γκαίτε. Συμμετείχε κι εκείνος στη διαδικασία. Εκεί είδε έκθαμβος να ξετυλίγεται μια εκπληκτική ικανότητα.
«Ήταν προφανώς κάτι καινούριο και συναρπαστικό για αυτά να βλέπουν τη διαδικασία της σύνθεσης και να συμμετέχουν σε αυτήν», έγραψε. Ο αγαπημένος του μαθητής, ο Φέντκα, «ήθελε να εκφράσει το αίσθημα της αυτολύπησης, με το οποίο ήταν γεμάτος ο ίδιος», παρατήρησε ο Τολστόι.
«Δουλέψαμε από τις επτά ως τις έντεκα, τα παιδιά δεν ένιωσαν πείνα, ούτε κούραση και αγανάκτησαν μαζί μου, όταν σταμάτησα να γράφω», έγραψε ο Τολστόι σε αυτό το απίστευτο δοκίμιο.
Ο ίδιος ένιωσε συγκλονισμένος από τη διαδικασία που έβλεπε να ξετυλίγεται μπροστά του.
«Ένιωθα πως ήμουν μάρτυρας σε κάτι που κανείς δεν έχει το δικαίωμα να δει, στο άνοιγμα του μυστηριώδους άνθους της ποίησης. Για εμένα ήταν φρικτό και απολαυστικό (…).»
Λίγο παρακάτω εξήγησε τον λόγο.
«Η ανακάλυψη ήρθε σε μένα ξαφνικά, αναπάντεχα, ανακάλυψα τη φιλοσοφική λίθο, την οποία μάταια αναζητούσα επί δύο χρόνια- την τέχνη του να εκφράζεις τις σκέψεις σου. Ήταν φρικτό, γιατί αυτή η τέχνη θα έφερνε νέες απαιτήσεις και έναν νέο κόσμο επιθυμιών ασύμβατο με τη σφαίρα, στην οποία ζουν οι μαθητές- ή έτσι μου φαινόταν εκείνη τη στιγμή».
Ο σπουδαίος συγγραφέας ήταν πραγματικά συγκλονισμένος από τη διαδικασία αυτή και είπε πως μόλις δύο ή τρεις φορές στη ζωή του είχε βιώσει ένα τόσο δυνατό συναίσθημα.
«Ήταν μια εντύπωση από εκείνες που έχει ένας ώριμος άντρας στη ζωή του σε ένα ανώτερο στάδιο ύπαρξης και τον αναγκάζουν να απαρνηθεί το παλιό και να δώσει τον εαυτό του ανεπιφύλακτα σε κάτι καινούριο».
Όσοι δουλεύουμε με παιδιά και με άτομα μη νευροτυπικά χρησιμοποιώντας τη σύνθεση ιστοριών έχουμε νιώσει πολλές φορές δέος μπροστά σε κάποια αναπάντεχη ιδέα που θα ξεπροβάλλει ξαφνικά, ακόμη και μέσα σε εναντίωση. Οι ιστορίες που γράφουν τα παιδιά ή άτομα με δυσκολίες στην επικοινωνία δεν είναι παρά προσπάθειες να βρουν το δυνατό τους κομμάτι, να εκφράσουν την εσωτερική τους σύγκρουση και να δώσουν μια ασφαλή εικόνα σε ένα τραύμα, το οποίο στη συνέχεια θα επεξεργαστούν και στο οποίο μπορούν έτσι να δώσουν μια νέα οπτική.
Στο περιοδικό «Ψυχιατρική παιδιού και εφήβου» (Τόμος 11, τεύχος 1) τον περασμένο Ιανουάριο δημοσιεύθηκε επιστημονική εργασία με τίτλο, «Η σύνθεση ιστοριών σε προγράμματα για εφήβους και νέους με νευροαναπτυξιακές διαταραχές. Πρόταση για επικοινωνία και συμπερίληψη» (Τζωρτζακάκη, Κ., Μαρίνη Ε., Κατσαούνου Β., Παπαρδάκη Μ.), στην οποία περιγράφουμε πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ψυχοεκπαιδευτικά η σύνθεση ιστοριών με σκοπό την ενίσχυση της ενσυναίσθησης και τη συμπερίληψη.
Ας επιστρέψουμε στον μεγάλο συγγραφέα. Οι ιδέες του Λέοντος Τολστόι είναι πολύ προοδευτικές ακόμη και για τη δική μας εποχή. Η εμπειρία του με τις ιστορίες των αγροτόπαιδων τον προβλημάτισε τρομερά σε σχέση με την εκπαίδευση.
«Το αιώνιο λάθος των παιδαγωγικών θεωριών είναι πως βλέπουμε το ιδανικό μπροστά μας, ενώ είναι πίσω μας», γράφει.
Για εκείνον κάθε βήμα της εκπαίδευσης παραβιάζει την αρμονία, με την οποία το παιδί έχει έρθει ήδη στον κόσμο.
«Η ανάπτυξη θεωρείται σαν κάτι που είναι στο τέλος και πρέπει να περάσει από αδιαπραγμάτευτους νόμους».
Οι παιδαγωγοί δρουν, σύμφωνα με τον Τολστόι, όπως ένας μη ικανός γλύπτης.
«Είμαστε τόσο ανυπόμονοι απέναντι στο αντικανονικό που είναι κοντά μας και τόσο σίγουροι για τη δύναμή μας να το διορθώσουμε, που λίγα κατανοούμε από την πρωτόγονη ομορφιά ενός παιδιού».
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για άλλες ειδικότητες που εργάζονται σήμερα με παιδιά, όπως π.χ. ψυχολόγοι. Ο σύγχρονος ειδικός κινδυνεύει από την εμμονική ανάγκη του να κάνει «κανονικό» το άτυπο, από την προσκόλληση στη διάγνωση και στα συμπτώματα. Όταν πιστεύουμε ότι είμαστε τόσο ικανοί να «διορθώσουμε», «να αλλάξουμε», «να ελέγξουμε» χάνουμε τη δυνατότητα της αληθινής επικοινωνίας, χάνουμε την αλήθεια που κρύβει το παιδί μέσα του.
Αυτή η αλήθεια, όταν ξεδιπλώνεται μέσω της γραφής, της ζωγραφικής ή κάποιας άλλης μορφής τέχνης, είναι σαρωτική και ικανή να μας συνεπάρει. Μας υπενθυμίζει δε ότι οφείλουμε να ακούσουμε και να δούμε τον άλλον, όχι όπως πιστεύουμε ότι πρέπει να είναι, αλλά όπως είναι.
Βιβλιογραφία
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9B%CE%AD%CF%89%CE%BD_%CE%A4%CE%BF%CE%BB%CF%83%CF%84%CF%8C%CE%B9
Τζωρτζακάκη Κ., Μαρίνη Ε., Κατσαούνου Β., Παπαρδάκη Μ., Η σύνθεση ιστοριών σε προγράμματα για εφήβους και νέους με νευροαναπτυξιακές διαταραχές. Πρόταση για επικοινωνία και συμπερίληψη, Ψυχιατρική Παιδιού και Εφήβου, τ. 11-1, 2023
Κατσαούνου, Β., Τζωρτζακάκη Κ., Η σύνθεση ιστοριών στην ειδική αγωγή, πιλοτικό πρόγραμμα ψυχοεκπαίδευσης, Στα Πρακτικά του 5ου Πανελλήνιου Συνεδρίου: Εκπαίδευση στον 21ο αιώνα, ανάπτυξη της δημιουργικότητας, της κριτικής σκέψης και της καινοτομίας