Από τους: Δημήτρη Χιώνη, Στρατιωτικό Ψυχολόγο
Παύλο Μητσόπουλο, Στρατιωτικό Ψυχολόγο
Η πρώιμη αναπαράσταση που έχουν τα παιδιά και οι έφηβοι για μια κοινή ασθένεια σίγουρα έχει πολλά κοινά σημεία. Ο τρόπος όμως αντίληψης της ασθένειας αλλάζει όταν το παιδί οποιασδήποτε ηλικίας έρχεται αντιμέτωπο με μια απειλητική για τη ζωή ασθένεια. Κι αυτό γιατί ενυπάρχει πλέον η απειλή του θανάτου. Οπότε κρίνεται σκόπιμο να παρουσιαστεί ο τρόπος με τον οποίο γίνεται κατανοητή η έννοια του θανάτου από τα βρέφη μέχρι και τους έφηβους καθώς και η έννοια της απειλητικής ασθένειας.
Βρεφική Ηλικία:
Το βρέφος δεν αντιλαμβάνεται την έννοια του θανάτου, αλλά διαπιστώνει την απουσία και αισθάνεται τη θλίψη γύρω του. Η θλίψη που έχουν τα κοντινά του πρόσωπα μεταδίδεται στο βρέφος και εκείνο αντιδράει είτε με διαταραχές στον ύπνο και μεταβολές στις διατροφικές του συνήθειες είτε με ευερεθιστότητα. (Bacque, 2001). Πέραν από το τι αντιλαμβάνεται, δεν είναι εφικτή η γνώση του πως αισθάνεται ένα βρέφος για τον εαυτό του, για αυτό και λαμβάνονται υπόψη μόνο το τι αντιλαμβάνεται.
Προσχολική Ηλικία:
Σε αυτή την ηλικία, το παιδί πιστεύει πως όλα γύρω του έχουν ζωή. Δεν έχει αναπτύξει επαρκώς την ικανότητα αντίληψης της έννοιας του θανάτου και των συνεπειών του για τον εαυτό του και τους γύρω του (Θάνου & Νικολακοπούλου, 2006). Έχει σχηματίσει, βέβαια, κάποιες αόριστες εικόνες, όπως του παρατεταμένου ύπνου και της ακινησίας (Bacque, 2001). Για αυτό το λόγο, αδυνατεί να αντιληφθεί το θάνατο ως κάτι το οριστικό και αμετάκλητο. Δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει τη διαφορά των εννοιών προσωρινού-μονίμου. (Θάνου & Νικολακοπούλου, 2006).
Παλαιότερες θεωρίες υποστηρίζουν ότι στην ηλικία των 3 έως 5 ο θάνατος γίνεται αντιληπτός ως μια συνηθισμένη κατάσταση και οριστική, ως μια αναχώρηση ή προσωρινή αλλαγή ως την ηλικία των πέντε, που ο θάνατος προσωποποιείται, για παράδειγμα με τη μορφή ενός φαντάσματος ή ενός ανθρώπινου σκελετού (Nagy,1948). Ο Anthony (1940, 1971) πρεσβεύει ότι η έννοια της λέξης θάνατος είτε αγνοείται είτε υπάρχει ένα αμυδρό ενδιαφέρον ή θα υπάρχει ως μια ειρωνική αντίληψη. Οι Ilg και Ames (1955), από τη μεριά τους, υποστηρίζουν ότι υπάρχει περιορισμένη αντίληψη του θανάτου και λίγη θλίψη γι’ αυτόν που πεθαίνει. Ακόμη, στην ηλικία των πέντε ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται αποδεκτό με ηρεμία, πάντα για τους άλλους και ποτέ για τους ίδιους. Τέλος, συνδέουν το θάνατο με τα γηρατειά και πιστεύουν ότι είναι αναστρέψιμος.
Σχολική Ηλικία:
Το παιδί της σχολικής ηλικίας κατανοεί το θάνατο ως ένα μη αναστρέψιμο γεγονός και αντιλαμβάνεται ότι η απουσία του νεκρού είναι οριστική (Θάνου & Νικολακοπούλου, 2006, Bacque, 2001). Σε αυτήν την ηλικία, όμως, εκδηλώνεται και έντονος φόβος θανάτου από το παιδί για το ίδιο ή για άλλα κοντινά και αγαπημένα του πρόσωπα (Nagy, 1948, Bacque, 2001, Leshan, 2003).
Κατά τον Anthony (1940, 1971) σε αυτό το στάδιο δεν υπάρχει απόδειξη ότι τα παιδιά δεν κατανοούν τη λέξη νεκρός, και ότι ο θάνατος είναι ένα πανανθρώπινο γεγονός, δηλαδή κάτι που μπορεί να συμβεί σε όλους. Οι Ilg και Ames (1955) προσαρτούν και τον παράγοντα συναίσθημα στην αντίληψη του θανάτου στην ηλικία των 6. Από τα 7 έτη και μετά ενδιαφέρονται για λεπτομέρειες και καταρρίπτεται το αίσθημα του άτρωτου. Πλέον, νιώθουν ότι μπορεί να πεθάνουν και οι ίδιοι. Στα 8 δε, αντιλαμβάνονται το θάνατο ως κάτι λιγότερο μακάβριο και λιγότερο ως συναισθηματικό γεγονός. Τέλος, στα 9 το αντιμετωπίζουν ως κάτι το λογικό και δίνουν επιστημονικές εξηγήσεις για το θάνατο.
Εφηβεία:
Κατά την περίοδο της εφηβείας, ο έφηβος συνειδητοποιεί ότι ο αποχωρισμός είναι μέρος μιας καινούργιας αρχής και ότι ο θάνατος ανήκει στη ζωή. Επίσης, κατανοεί ότι όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί και πως θα περάσουν από αυτό το στάδιο.
Επιπλέον, το παιδί που βρίσκεται στη εφηβεία είναι σε θέση να δώσει συμβολικές και μεταφυσικές ερμηνείες στο θάνατο (Baum, 2003).
Η αντίληψη της απειλητικής ασθένειας στο παιδί και τον έφηβο.
Όσον αφορά την έρευνα πάνω στην αντίληψη της ασθένειας, αξιοσημείωτη είναι η ανθρωπολογική μελέτη της Bluebond–Langner (1978).Διερευνήθηκαν οι αντιλήψεις παιδιών με καρκίνο σχετικά με την αρρώστια τους, τη θεραπεία, την πρόγνωση και τον εαυτό τους. Παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά που έρχονται αντιμέτωπα με απειλητικές για τη ζωή τους ασθένειες συγκροτούν ένα σύνολο πληροφοριών το οποίο συμμεταβάλλεται με την κατάσταση της υγείας τους. Έτσι, περιγράφονται πέντε στάδια όπου προοδευτικά αναδεικνύεται η πορεία του παιδιού προς τη συνειδητοποίηση ότι θα πεθάνει.
Το πρώτο στάδιο αναφέρεται στην περίοδο της διάγνωσης. Εδώ το παιδί συνειδητοποιεί ότι πάσχει από μια σοβαρή αρρώστια, ακόμα κι αν δεν ξέρει πως ονομάζεται. Στο δεύτερο στάδιο, ενόσω υφίσταται τη θεραπεία, αποκτά γνώσεις σχετικά με τα ονόματα και τις παρενέργειες των φαρμάκων. Το τρίτο στάδιο ξεκινά με την πρώτη υποτροπή (relapse) και την έναρξη νέας φαρμακευτικής και θεραπευτικής αγωγής, μιας και η προηγούμενη αγωγή αποδείχτηκε αναποτελεσματική. Στο τέταρτο στάδιο, λαμβάνουν χώρα αλλεπάλληλες υποτροπές και υφέσεις που ωθούν το παιδί στο συμπέρασμα ότι δε θα γίνει ποτέ καλά. Η είσοδος στο πέμπτο στάδιο και συνάμα η συνειδητοποίηση ότι η ασθένειά του οδηγεί στο θάνατο και ότι θα πεθάνει γίνεται μόλις αντιληφθεί το θάνατο κάποιου άλλου παιδιού που είχε την ίδια αρρώστια.
Ταυτόχρονη πορεία ακολουθεί και η εικόνα του εαυτού. Στο πρώτο στάδιο δηλαδή το παιδί θα δήλωνε «Είμαι σοβαρά άρρωστος». Το δεύτερο στάδιο, επειδή εκδηλώνεται μια περίοδος ύφεσης, η παραπάνω εικόνα του εαυτού αλλάζει στο «Είμαι σοβαρά άρρωστος και θα γίνω καλά». Στο τρίτο στάδιο, με την ανατροπή της πρώτης υποτροπής η πρόταση μεταπίπτει στο «Είμαι πάντοτε άρρωστος αλλά θα γίνω καλά». Στο τέταρτο στάδιο όμως, λόγω των αλλεπάλληλων υποτροπών, καταρρίπτεται κάθε ελπίδα και η πρόταση αλλάζει σε «Είμαι πάντοτε άρρωστος και δε θα γίνω ποτέ καλά». Τέλος, στο πέμπτο στάδιο, που είναι και το τελικό, λόγω της συνειδητοποίησης του αναπόφευκτου, το παιδί δηλώνει «πεθαίνω» (Παπαδάτου, 1995).
Από τη μεριά του, ο έφηβος βιώνει τη χρόνια και απειλητική ασθένεια σαν ένα φραγμό της νεότητάς του, όπως θα γίνει φανερό παρακάτω. Αυτός ο φραγμός αποτελείται από ένα σύνολο προκλήσεων ή δυσκολιών που συνδέονται με τις ιδιαιτερότητες της εξελικτικής φάσης την οποία διέρχεται. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι: α) η ανεξαρτητοποίηση και αυτονομία του που παρεμποδίζονται από την ασθένεια, τους περιορισμούς που επιβάλλει η θεραπεία ή/και η υπερπροστατευτική στάση των γονέων και του προσωπικού υγείας, β) η αποδοχή της εικόνας του σώματος και της εικόνας του εαυτού που επηρεάζεται από την αρρώστια και από την αντίληψη που έχει για αυτές, γ) η ένταξή του στην «ευάλωτη» ομάδα των συνομηλίκων που απειλείται από την αναπηρία του εφήβου και δ) η αβεβαιότητα με την οποία αντιμετωπίζει το μέλλον του (Παπαδάτου, Αναγνωστόπουλος, 1995).
Επιπλέον, ο έφηβος μπορεί και αξιολογεί την προτεινόμενη αγωγή και θεραπεία, κατά πόσο θα τον ωφελήσει και κατά πόσο θα τον βλάψει ή θα παρεμποδίσει την καθημερινή του δραστηριότητα και λειτουργία (Παπαδάτου, 1995). Έφηβοι μεγαλύτεροι των 14 ετών είναι σε θέση να επεξεργαστούν πολλές όψεις της ασθένειας και της θεραπείας τους, αναλογιζόμενοι τι είναι «ωφέλιμο» για τους ίδιους βάσει των μελλοντικών τους επιδιώξεων (Sussman, Dorn & Fletchner, 1987).
Διαβάστε επίσης:
Απειλητικές για τη ζωή ασθένειες σε παιδιά και οι επιπτώσεις στην οικογένεια – Μέρος Ι
Βιβλιογραφία:
Bacque Dr. Marie-Frederique (2001). Πένθος και υγεία- άλλοτε και σήμερα. Αθήνα: Εκδ. Θυμάρι.
Baum H. (2003). Η γιαγιά πήγε στον ουρανό;, Εκδ. Θυμάρι.
Θάνου Α., Νικολακοπούλου Α. (2006). Αντίο, μικρέ μου φίλε. Αθήνα: Εκδ. Ελληνικά Γράμματα.
Παπαδάτου, Δ., Αναγνωστόπουλος, Φ., (1995). Η Ψυχολογία στο χώρο της Υγείας, Αθήνα: εκδ. Ελληνικά Γράμματα.
Sussman, E., Dorn, L. & Fletchner, J. (1987). “Reasoning about illness in ill and healthy children and adolescents: cognitive and emotional developmental aspects. Development and Behavior in Pediatrics, 8: 266-273.