Διαδικτυακή θυματοποίηση: όταν οι χρήστες γίνονται τα θύματα της τεχνολογίας

Χρόνος ανάγνωσης 5 ΄

Η έκταση που έχει το διαδικτυακό έγκλημα, καθιστά αναγκαία μια σειρά μέτρων αντιμετώπισης, για τον περιορισμό του φαινομένου.
Η έκταση που έχει το διαδικτυακό έγκλημα, καθιστά αναγκαία μια σειρά μέτρων αντιμετώπισης, για τον περιορισμό του φαινομένου.

Από την Κατερίνα Γερολύμπου, Δικαστική – Εγκληματολογική Ψυχολόγο, Ψυχοθεραπεύτρια Εφήβων και Ενηλίκων

Οι ταχύτατοι ρυθμοί εξέλιξης των σύγχρονων τεχνολογιών αδιαμφισβήτητα έχουν διευκολύνει την καθημερινότητα πολλών ανθρώπων. Παράλληλα, όμως, η τεχνολογική πρόοδος είναι συνυφασμένη με την ευαλωτότητα σε νέα είδη εγκληματικής δραστηριότητας, τα αποκαλούμενα ηλεκτρονικά εγκλήματα. Ηλεκτρονικό έγκλημα είναι κάθε εγκληματική ενέργεια που διενεργείται με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών και συστημάτων επεξεργασίας δεδομένων, για την οποία προβλέπεται ποινή από την ισχύουσα νομοθεσία. Το ηλεκτρονικό έγκλημα ταξινομείται σε δύο επιμέρους κατηγορίες, με βάση το μέσο τέλεσης της εγκληματικής ενέργειας: (ι) το διαδικτυακό έγκλημα και (ιι) το έγκλημα που τελείται μέσω της χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών (Κούρος, 2015). Το διαδικτυακό έγκλημα με τη σειρά του διακρίνεται σε εγκλήματα που αφορούν την ιδιοκτησία (π.χ. τραπεζική απάτη) και σε εγκλήματα διαπροσωπικής φύσης (π.χ. διαδικτυακός εκφοβισμός) (Roberts, 2008).

Η εύκολη πρόσβαση στο διαδίκτυο, που έχει ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του  πληθυσμού, καθιστά το διαδικτυακό έγκλημα ως σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την έκθεση των ατόμων σε εγκληματικές ενέργειες. Στην κατηγορία του διαδικτυακού εγκλήματος εντάσσεται ένας σημαντικός αριθμός εγκληματικών δραστηριοτήτων, όμως θα δοθεί έμφαση σε εκείνα που έχουν το μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ανθρώπινη κοινωνία, είτε με όρους οικονομικούς, ψυχολογικούς ή κοινωνικούς. Πιο συγκεκριμένα, οι πιο συχνές μορφές διαδικτυακών εγκλημάτων είναι:

ι) ο διαδικτυακός εκφοβισμός (cyber bullying), που αφορά τη χρήση των πληροφοριακών και επικοινωνιακών τεχνολογιών (π.χ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, κινητά, blogs, κ.α.) με απώτερο στόχο τη σκόπιμη, επαναλαμβανόμενη και εχθρική συμπεριφορά ατόμων ή ομάδας ατόμων προκειμένου να βλάψουν άλλους (Li, 2007). 

ιι) η διαδικτυακή παρενόχληση (cyber harassment), αφορά τη στοχοποίηση ατόμων και την αποστολή προσβλητικών μηνυμάτων (μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή μηνυμάτων μέσω κινητού, κ.α.), σε αυτά λόγω κάποιων κοινωνικών τους χαρακτηριστικών (π.χ. εθνικότητα, φυλή, φύλο, κ.α.) (Li, 2007; Lipton, 2014).

ιιι) η διαδικτυακή καταδίωξη (cyber stalking), αναφέρεται στη χρήση του διαδικτύου, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και κάθε άλλου μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας με σκοπό την καταδίωξη και παρενόχληση κάποιου ατόμου και μπορεί να περιλαμβάνει απειλές για πρόκληση βλάβης ή άσκηση εκφοβισμού σε πολύ μεγάλο βαθμό (Lipton, 2014).

iv) η κλοπή ταυτότητας (identity theft), σχετίζεται με τη διαδικτυακή υπεξαίρεση στοιχείων της προσωπικής ταυτότητας (π.χ. υποκλοπή διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, υποκλοπή κωδικών πρόσβασης σε συστήματα, στοιχείων επικοινωνίας, αριθμός ασφαλιστικού μητρώου, κ.α.) με απώτερο στόχο τις περισσότερες φορές το οικονομικό όφελος (Roberts, 2008).

v) η διαδικτυακή σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών (online sexual exploitation of children) αφορά όχι μόνο τη διακίνηση πορνογραφικού υλικού με παιδιά, αλλά και την πρόσβαση των ίδιων των παιδιών σε ιστότοπους με κατάλληλο περιεχόμενο (Roberts, 2008).

Τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη θυματοποίηση που προέρχεται από τη διάπραξη των παραπάνω εγκληματικών ενεργειών είναι αρκετά ανησυχητικά. Χαρακτηριστικά, σε έρευνα που έγινε σε εφήβους για τη διαδικτυακή θυματοποίηση βρέθηκε ότι 1 στους 3 έχει πέσει θύμα διαδικτυακού εκφοβισμού, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή μηνυμάτων από το κινητό τηλέφωνο (Li, 2007). Τα ποσοστά δεν διαφοροποιούνται σημαντικά όταν ο υπό διερεύνηση πληθυσμός είναι ενήλικος, καθώς 4 στους 10 έχουν πέσει θύμα διαδικτυακού εκφοβισμού, 4% έχουν πέσει θύμα οικονομικής απάτης από το διαδίκτυο και 16% έχουν δεχτεί μηνύματα με εχθρικό ή επιθετικό χαρακτήρα λόγω εθνικότητας ή θρησκείας (Peneault, 2011). Αντίστοιχα, είναι τα δεδομένα που προέρχονται από τον ελλαδικό χώρο, όπου 1 στους 4 εφήβους έχει πέσει θύμα διαδικτυακής παρενόχλησης, 15,2% έχουν υποστεί κλοπή προσωπικών δεδομένων και μάλιστα τα άτομα αυτά έχουν θυματοποιηθεί κατ’ επανάληψη (Ζαραφωνίτου et al., 2013). Το πιο ανησυχητικό εύρημα όμως,  είναι ότι τα θύματα αυτών των ενεργειών σπάνια αναφέρουν τα εγκλήματα αυτά στις αστυνομικές αρχές ή σε άλλους, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την ελληνική και ξένη ερευνητική αρθρογραφία και επιλέγουν να χειριστούν μόνοι τους την κατάσταση,  μπλοκάροντας, για παράδειγμα, τον αποστολέα των μηνυμάτων ή σταματώντας να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο με αμφίβολα αποτελέσματα (Li, 2007; Peneault, 2011; Ζαραφωνίτου et al., 2013).

Η έκταση που έχει το διαδικτυακό έγκλημα, σε συνδυασμό με τα χαμηλά ποσοστά αναφοράς του και κατ’ επέκταση επιτυχημένης αντιμετώπισής του, καθιστούν αναγκαία μια σειρά μέτρων αντιμετώπισης, για τον περιορισμό του φαινομένου. Τα μέτρα αυτά θα στοχεύουν, τόσο στην πρόληψη όσο και στην αντιμετώπιση του διαδικτυακού εγκλήματος. Σε επίπεδο πρόληψης, ένα πρώτο βήμα είναι η εκπαίδευση των ατόμων στην ασφαλή χρήση του διαδικτύου, ώστε να γνωρίζουν πώς να προστατεύουν τα προσωπικά τους δεδομένα και πώς να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο με ασφάλεια. Χρήσιμες πληροφορίες μπορούν να ληφθούν από τον ιστότοπο της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά και από άλλους ιστότοπους, όπως το esafety ή το NetAlert. Παράλληλα, ενημερωτικές καμπάνιες μπορούν να γίνονται στα σχολεία, τους χώρους όπου αρχίζει και ενθαρρύνεται η συστηματική χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του διαδικτύου. Στο τομέα της πρόληψης, εντάσσονται οι ερευνητικές προσπάθειες για τον εντοπισμό των παραγόντων που καθιστούν κάποια άτομα πιο ευάλωτα στη διαδικτυακή θυματοποίηση (π.χ. οικονομικό επίπεδο ή γνώση των υπολογιστών, κ.α.) (Agustina, 2015; Roberts, 2008).

Αναφορικά στην αντιμετώπιση του διαδικτυακού εγκλήματος είναι επιβεβλημένες αλλαγές σε νομοθετικό επίπεδο, στις διωκτικές αρχές αλλά και σε θεραπευτικό επίπεδο. Για να μπορέσει να περιοριστεί το διαδικτυακό έγκλημα θα πρέπει να υπάρχουν εξειδικευμένοι νόμοι που θα το αναγνωρίζουν και θα προβλέπουν τις αντίστοιχες ποινές. Η δυσκολία με το νομοθετικό σκέλος έγκειται στο ότι η τεχνολογία εξελίσσεται διαρκώς και με ταχύτατους ρυθμούς, οπότε οι νομοθέτες βρίσκονται πάντα ένα βήμα πίσω ως προς την αναγνώριση νέων μορφών διαδικτυακού εγκλήματος. Επιπρόσθετα, επειδή αυτή η μορφή εγκλήματος δεν έχει σύνορα, η απουσία κοινών νομοθεσιών δυσχεραίνει την δίωξη εγκληματιών που δραστηριοποιούνται παράλληλα σε πολλά μέρη του κόσμου (Roberts, 2008). Μια πρώτη προσπάθεια έγινε στη Βουδαπέστη το 2000, με τη Συνθήκη για το Κυβερνοέγκλημα, η οποία ορίζει τις μορφές του διαδικτυακού εγκλήματος, προβλέπει τα αναγκαία μέτρα που πρέπει να ληφθούν και δίνει βαρύτητα στη διεθνή συνεργασία για την επιτυχή αντιμετώπιση του φαινομένου. Την Συνθήκη έχουν υπογράψει 50 Ευρωπαϊκές χώρες και αρκετές χώρες από την υπόλοιπη υφήλιο. Δυστυχώς μέχρι και σήμερα, η χώρα μας είναι μεταξύ των 6 χωρών που δεν την έχουν επικυρώσει ακόμα (Κούρος, 2015; Council of Europe, 2015).

Πέρα από τη νομοθεσία, απαραίτητη θεωρείται η εκπαίδευση των διωκτικών αρχών (ή τμημάτων τους) στις νέες τεχνολογίες, ώστε να αποκτούν τις απαραίτητες δεξιότητες για να διώκουν το διαδικτυακό έγκλημα και να αυξάνουν τις πιθανότητες σύλληψης και καταδίκης των εγκληματιών (ΙΕΕ, 2006). Αντίστοιχα, οι επιστήμονες της ψυχικής υγείας θα πρέπει να καταρτιστούν για να είναι σε θέση να κατανοούν τις επιπτώσεις που υφίστανται τα θύματα του διαδικτυακού εγκλήματος και να μπορούν να ανταποκριθούν στις συγκεκριμένες ανάγκες τους, σχεδιάζοντας αποτελεσματικά προγράμματα παρέμβασης (Agustina, 2015; Roberts, 2008).

Συμπερασματικά, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της διαδικτυακής θυματοποίησης απαιτούνται συντονισμένες ενέργειες σε πολλαπλά επίπεδα.  Υπάρχουν μέτρα που οφείλει να παίρνει κάθε κυβέρνηση, λόγω της υποχρέωσης που έχει απέναντι στους πολίτες της να προστατεύει και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους για ασφάλεια. Όμως, είναι σημαντικό κάθε μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας να μετατραπεί σε ενεργό πολίτη και να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί σχετικά με την ασφαλή περιήγηση του στο διαδίκτυο. Η ευθύνη αυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ενημέρωση για την ασφαλή χρήση του διαδικτύου και την αναφορά των εγκληματικών ενεργειών στις αρμόδιες αρχές ή σε φορείς που ασχολούνται με τη διαδικτυακή θυματοποίηση.

Βιβλιογραφία
Agustina, J.R. (2015) Understanding cyber victimization: Digital architecture and the disinhibition effect. International Journal of Cyber Criminology, 9(1), 35- 54. 
IEE (2006). The simple economics of cybercrimes. IEE Computer Society.
Κούρος, Κ.Γ. (2015) Ηλεκτρονικό έγκλημα, (8-01-2015) ανάκληση από http://www.astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=1414.
Lipton, J.D. (2014) Combating cyber victimization, Paper 141. Ohio: Akron Law Publications.
Perreault, S. (2011) Self-reported internet victimization in Canada. Ottawa: Statistics of Canada, National Contact Center.
Roberts, L. (2008) Criminal victimization in Australia: Extent, impact on individual and responses. Hobart: University of Tasmania.
Ζαραφωνίτου, Ζ., Κουμεντάκη, Ε., Σεφέκου, Μ., Κανελλοπούλου, Ο, Παναγιωτοπούλου, Ε & Ζωιτάκης, Ι. (2013) Θυματοποίηση και φόβος του εγκλήματος στο διαδίκτυο. 3ο Πανελλήνιο Διεπιστημονικό Συνέδριο Ε-LIFE. Αθήνα 1-2 Νοεμβρίου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Σχέση παραδοσιακού και ηλεκτρονικού εκφοβισμού/ θυματοποίησης