
Επιμέλεια-Μετάφραση: Κατερίνα Γερολύμπου, Δικαστική – Εγκληματολογική Ψυχολόγο, Ψυχοθεραπεύτρια Εφήβων και Ενηλίκων
Από τον Terry Levy
Οι πρώτες εμπειρίες του παιδιού με τους γονείς (ή τους φροντιστές) διαμορφώνουν τα βασικά του πιστεύω για τον εαυτό του, τους άλλους και τη ζωή γενικότερα. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε το πώς λειτουργεί η μνήμη για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο τα βασικά πιστεύω διαμορφώνουν και επηρεάζουν τη ζωή του παιδιού. Η μνήμη συνδέει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας. Εικόνες που έχουν αποθηκευτεί στον εγκέφαλο γίνονται προσδοκίες για μελλοντικά γεγονότα.
Υπάρχουν δύο ειδών μνήμης που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής. Το πρώτο είδος ονομάζεται άδηλη μνήμη (implicit memory) και υφίσταται από τη γέννηση. Ο εγκέφαλος του βρέφους έχει την ικανότητα να δημιουργεί «νοητικά μοντέλα», τα οποία περιλαμβάνουν εικόνες και συναισθήματα που προήλθαν από τις εμπειρίες με τους γονείς. Η άδηλη μνήμη δεν είναι μια συνειδητή διαδικασία, παρ’ όλα αυτά επηρεάζει τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις του βρέφους. Για παράδειγμα, μωρά με ασφαλή δεσμό έχουν θετικές εικόνες που έχουν κωδικοποιηθεί στον εγκέφαλό τους – «Οι γονείς μου δίνουν ασφάλεια, φροντίδα και μπορώ να βασιστώ σε αυτούς» – και ως αποτέλεσμα περιμένουν να αγαπηθούν και στο μέλλον. Από την άλλη, μωρά με ανασφαλή δεσμό έχουν αποθηκεύσει αρνητικές εικόνες – «Οι γονείς είναι απειλητικοί, δεν δίνουν αγάπη και δεν είναι διαθέσιμοι» – οπότε μαθαίνουν να περιμένουν στο μέλλον μια σκληρή αντιμετώπιση ή παραμέληση.
Το δεύτερο είδος μνήμης ονομάζεται έκδηλη μνήμη και εμφανίζεται στην ηλικία των δύο ετών, όταν το παιδί ξεκινά να μαθαίνει τη γλώσσα, έχει συνειδητή επίγνωση κάποιων καταστάσεων και μπορεί να θυμάται τον εαυτό του σε συγκεκριμένα περιστατικά που συνέβησαν στο παρελθόν. Σε αυτή την περίοδο, το νήπιο μπορεί να ανακαλέσει μια αισθητηριακή απεικόνιση του γονέα ή φροντιστή με τη μορφή εικόνων, σωματικών αισθήσεων και συναισθημάτων. Το ασφαλές παιδί αισθάνεται ήρεμο και χαλαρό, ενώ το ανασφαλές αγχωμένο και σε ένταση. Οι εμπειρίες του βρέφους και του νηπίου αποθηκεύονται στον εγκέφαλο. Μάλιστα, οι συναισθηματικές εμπειρίες φροντίδας και προστασίας αποθηκεύονται στην εγκεφαλική περιοχή που ονομάζεται μεταιχμιακή, η οποία αποτελεί το συναισθηματικό κέντρο του εγκεφάλου. Με τον καιρό, οι επαναλαμβανόμενες αποθηκευμένες εμπειρίες διαμορφώνουν ένα εσωτερικό λειτουργικό μοντέλο – τα βασικά πιστεύω για τον εαυτό, τους άλλους και τον κόσμο γενικότερα. Αυτά τα βασικά πιστεύω γίνονται ο «φακός» μέσα από τον οποίο τα παιδιά βλέπουν τον εαυτό τους και τους άλλους, ιδιαίτερα μορφές εξουσίας και δεσμού. Η πρωταρχική λειτουργία των βασικών πιστεύω είναι να ερμηνεύουν το παρόν και να κάνουν υποθέσεις για το μέλλον. Αποκτάς ότι προσδοκάς και οι προσδοκίες σου βασίζονται στις εμπειρίες του παρελθόντος και όλα αυτά επειδή ο εγκέφαλος λειτουργεί ως μια μηχανή προσδοκιών. Τα βασικά πιστεύω του παιδιού αποκτούν βαθιές ρίζες, δεν είναι απόλυτα συνειδητά και επηρεάζουν το πώς αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και ερμηνεύει γεγονότα και κοινωνικές καταστάσεις. Τα παιδιά που δεν έχουν ασφαλείς δεσμό είναι σύνηθες να κατηγορούν τον εαυτό τους και να αναπτύσσουν μια αυτό-εικόνα ως αβοήθητα, κακά και μη αγαπητά. Αυτά τα παιδιά βλέπουν κινδύνους ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν. Παρερμηνεύουν τα κοινωνικά σημάδια, υποθέτουν το χειρότερο και υπεραντιδρούν συναισθηματικά και συμπεριφορικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια συνεχή σύγκρουση με τους γονείς και τους συνομηλίκους, επιθετική και ελεγκτική συμπεριφορά και περαιτέρω καταστροφή της αυτοεκτίμησης.
Τα βασικά πιστεύω των παιδιών που βίωσαν ασφαλή δεσμό στα πρώτα χρόνια της ζωής τους είναι τα ακόλουθα:
- Εαυτός: «Είμαι καλός/η, επιθυμητός/η, άξιος/α, ικανός/η και αγαπητός/η».
- Γονείς-φροντιστές: «Αντιδρούν κατάλληλα στις ανάγκες μου, ευαίσθητοι, μπορώ να βασιστώ σε αυτούς, με φροντίζουν και είναι έμπιστοι».
- Ζωή: « Ο κόσμος μου φαίνεται ασφαλής, η ζωή αξίζει να τη ζεις».
Τα βασικά πιστεύω των παιδιών που βίωσαν μη ασφαλή δεσμό στα πρώτα χρόνια της ζωής τους είναι τα ακόλουθα:
- Εαυτός: «Είμαι κακός/ια, μη επιθυμητός/η, ανίκανος/η, αβοήθητος/η και μη αγαπητός/η».
- Γονείς-φροντιστές: «Δεν αντιδρούν στις ανάγκες μου, μου κάνουν κακό, είναι ανάξιοι εμπιστοσύνης και δεν μου δείχνουν ευαισθησία».
- Ζωή: «Ο κόσμος μου φαίνεται επικίνδυνος, η ζωή είναι επώδυνη και γεμάτη φορτία».
Ο θεραπευτικός στόχος με τα τραυματισμένα παιδιά είναι να βοηθηθούν ώστε να αναπτύξουν θετικά βασικά πιστεύω, νοοτροπίες και στάσεις. Οι θεραπευτικές εμπειρίες που ανατρέπουν τα αρνητικά πιστεύω είναι οι πιο αποτελεσματικές. Η θεραπεία βασίζεται στην αλλαγή – δημιουργώντας νοητικές, συναισθηματικές και κοινωνικές εμπειρίες σε ένα ασφαλές, υποστηρικτικό περιβάλλον, όπου υπάρχει φροντίδα και νοιάξιμο. Οι θεραπευτές γνωρίζουν καλά ότι οι θετικές, ασφαλείς και σταθερές σχέσεις γονέα-παιδιού είναι η βασικότερη στρατηγική για αλλαγή.
Πηγή: https://www.linkedin.com/pulse/becoming-attached-core-beliefs-terry-levy-ph-d-b-c-f-e-?trk=prof-post