Γράφει η Κατερίνα Τζωρτζακάκη *
Η μαία κοίταξε το ρολόι της. Η ώρα δεν περνούσε με τίποτα. Είχε ακόμη άλλες έξι ώρες δουλειάς, ήταν νύχτα, οι διάδρομοι ήταν άδειοι, τα φώτα αναμμένα και ακουγόταν μόνο το συνεχές κλάμα των μωρών στην πτέρυγα. Όταν είχε ξεκινήσει να δουλεύει δεν άντεχε να τα ακούει, της φαινόταν τόσο σπαρακτικό. Τα νεογέννητα μωράκια ζητούσαν τις μαμάδες τους τη νύχτα μέσα σε έναν θάλαμο όλο φως και όταν οι μαίες πήγαιναν και τα τάιζαν σταματούσαν για λίγο κι ύστερα πάλι ξανάρχιζαν. «Έτσι ακούγονται κάθε πρωί και οι γλάροι. Ξέρετε, μένουμε πολύ κοντά στη θάλασσα…», είπε τις προάλλες μια κυρία που είχε μείνει το βράδυ κοντά στην κόρη της και είχε κοιμηθεί πάνω σε έναν μεγάλο αρκούδο, που είχε φέρει μια φίλη της κοπέλας. Περίεργη παρομοίωση, σκέφτηκε η μαία τώρα που είχε χρόνο να σκεφτεί. Η κόρη της κυρίας εκείνης είχε γεννήσει με καισαρική και την επόμενη μέρα ήταν σε απελπισία γιατί πονούσε και δεν μπορούσε να σηκωθεί και να πλυθεί. Δεν είχε καν ρωτήσει αν έφαγε το μωρό της και ούτε το είχε ζητήσει. Κάποια στιγμή άρχισε να τη βλέπει να περπατάει για ώρα πολλή στο διάδρομο και να μιλάει στο κινητό της επίσης για ώρα πολλή με φίλες της. Αρκετές φίλες της την επισκέφθηκαν όσο ήταν στο μαιευτήριο και ήταν όλες τόσο χαρούμενες. “Είμαστε μαζί από το σχολείο και είναι η πρώτη που κάνει παιδί”, της είπε κάποια. Η κοπέλα γινόταν όλο και πιο καλά. Όταν της πήγαν το μωρό και προσπάθησαν να το βάλουν να θηλάσει εκείνο με το που ακουμπούσε πάνω της βυθιζόταν σε ύπνο. Δοκίμασαν τέσσερις μαίες να τη βοηθήσουν αλλά το μωρό όλο βυθιζόταν με μια έκφραση τόσο γλυκιά σαν να ήταν ακόμη στη μήτρα της. Η κοπέλα και ο άντρας της, που στην όλη διαδικασία του τοκετού ήταν πρωτοφανώς ψύχραιμος και κεφάτος, κάποια στιγμή του έβαλαν μουσική κι εκείνη το κράτησε στην αγκαλιά της για ώρα. «Μα πρέπει να φάει», έλεγαν οι μαίες. Τελικά το ίδιο απόγευμα το μωρό ξύπνησε, όταν το πήραν για να του κάνουν μπάνιο. Το πήγαν στο δωμάτιο της κοπέλας, ήταν ήσυχο με μάτια ορθάνοιχτα και καρφωμένα στη μικρή του διάφανη κούνια. Για καλή τύχη της κοπέλας μια φίλη της ήταν εκεί, που είχε δύο παιδιά. «Έλα να δοκιμάσουμε μαζί», της είπε κι έδιωξαν τους άντρες τους από το δωμάτιο. Τα κατάφεραν και την επόμενη μέρα η κοπέλα έφυγε με τον άντρα της και το μωρό τους κοιμόταν ήρεμα.
Τις σκέψεις της μαίας διέκοψε το κουδούνι, σε κάποια δωμάτιο κάποια λεχώνα τη ζητούσε. Πήγε γρήγορα στο δωμάτιο από όπου την κάλεσαν. Στο ένα κρεβάτι ήταν μια γυναίκα που γέννησε με καισαρική κι εκείνη αλλά με ολική νάρκωση. Καθόταν με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό και κοιτούσε τα μπαλόνια και τα δώρα που είχαν φέρει οι συγγενείς και οι φίλοι το απόγευμα. Ακόμη δεν είχε δει το μωρό της, ήταν στη θερμοκοιτίδα γιατί είχε καταπιεί αμνιακό υγρό με τα κόπρανά του. Ο άντρας της και η αδερφή της το έβγαλαν φωτογραφία στη θερμοκοιτίδα και η αδερφή της ήθελε να αναρτήσει τη φωτογραφία σε δίκτυο κοινωνικής δικτύωσης. «Μην τολμήσεις!», της φώναξε η λεχώνα και η αδερφή της είπε φοβισμένη «Ό,τι πεις, ό,τι πεις». Η μαία είχε εκνευριστεί πολύ εκείνο το απόγευμα με την αδερφή αυτή και τους φίλους και τους συγγενείς, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι αυτή δεν καθόλου στιγμή χαράς και ήθελε να σκάσει τα μπαλόνια τους ένα-ένα και να τους πει να αφήσουν την κοπέλα ήσυχη αφού δεν μπορούσαν να την παρηγορήσουν αλλά δεν ήταν κάτι τέτοιο στις αρμοδιότητές της.
«Είσαι καλά;», ρώτησε την κοπέλα αν και την είχε καλέσει η διπλανή λεχώνα που τώρα είχε απορροφηθεί από το μωρό της που προσπαθούσε να θηλάσει. Η κοπέλα δεν απάντησε και συνέχισε να κοιτάζει τα μπαλόνια.
«Σου λείπει το μωρό σου, το ξέρω.»
«Ναι…», είπε η κοπέλα και δάκρυσε.
«Σήκω να περπατήσεις όσο περισσότερο μπορείς για να είσαι καλά, όταν θα σου το φέρουν και να μπορέσεις να το φροντίσεις», είπε η μαία. Εκείνη την κοίταξε τόσο λυπημένη.
Η μαία στράφηκε στην άλλη κοπέλα που την είχε καλέσει.
«Χρειάζεσαι κάτι;»
«Δεν μπορώ να θηλάσω. Έχω απελπιστεί…», είπε και έβαλε τα κλάματα.
Το μωρό άρχισε να κλαίει κι αυτό. Η μαία το πήρε και το έβαλε πάνω στο στήθος της. Το μωρό ησύχασε αμέσως, άλλωστε δεν πεινούσε, το ήξερε γιατί το είχε ταϊσει η ίδια πριν λίγη ώρα. Η κοπέλα άρχισε να κλαίει σπαρακτικά.
«Δεν ήμουν προετοιμασμένη για αυτό, δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω όταν γυρίσω στο σπίτι. Στο κεφάλι μου είναι όλα μπερδεμένα. Δεν ξέρω τι είναι καλό για το μωρό μου, ακούω, διαβάζω τόσες γνώμες γύρω μου, τόσες πληροφορίες. Σε τρεις μήνες πρέπει να γυρίσω στη δουλειά μου και φοβάμαι πως δεν θα είμαι καλή μητέρα. Και τώρα δεν μπορώ να του προσφέρω το αυτονόητο, το φυσικό, το γάλα από το στήθος μου».
«Θα είσαι η καλύτερη μητέρα για το παιδάκι σου είτε το θηλάσεις είτε όχι, άλλωστε μέσα σου μεγάλωσε, ποιος θα μπορούσε να το φροντίσει καλύτερα;», είπε η μαία, που είχε ακούσει και είχε δει αυτήν την ιστορία τόσες φορές.
«Όλα στη ζωή μου τα προετοίμασα και έγιναν τόσο καλά. Οι σπουδές μου, ο γάμος μου, η δουλειά μου, σε όλα ήμουν αποτελεσματική. Έκανα όσα έκαναν όλοι, είχα τη ζωή για την οποία με προετοίμαζαν και αποφασίσαμε να κάνουμε παιδί γιατί αυτό ήταν το επόμενο βήμα. Αλλά για αυτό δεν ήμουν προετοιμασμένη. Γιατί κανείς δεν μας προετοιμάζει για αυτό;», είπε η κοπέλα και άρχισε πάλι να κλαίει με αναφιλητά. Το μωρό της άρχισε να κλαίει κι αυτό υστερικά και να κουνιέται αγριεμένο, η κοπέλα τρόμαξε, δεν ήξερε πώς να το κρατήσει και η απελπισία της μεγάλωνε.
«Τι σε απελπίζει περισσότερο;», τη ρώτησε ήρεμα και πήρε το μωρό από την αγκαλιά της.
«Πώς θα θηλάσω; Δείξε μου πώς να θηλάζω, σε παρακαλώ!», είπε πάλι η κοπέλα απελπισμένη.
«Το μωρό σου τώρα έχει φάει, μην ανησυχείς. Έχεις καμιά φίλη που να έχει θηλάσει;»
Η κοπέλα την κοίταξε σαστισμένη.
«Ναι…»
«Έχεις κάποιο αγαπημένο τραγούδι;»
Δεν απάντησε, πάλι δεν καταλάβαινε.
«Πες της να έρθει αύριο και να φέρει μαζί της αυτό το τραγούδι. Άκου το αγκαλιά με το μωρό σου κι ύστερα ζήτα από εκείνη να σου δείξει. Ίσως έτσι να είναι καλύτερα».
Η κοπέλα συνέχισε να την κοιτάζει σαστισμένη. Η μαία γύρισε και κοίταξε την άλλη κοπέλα. Το βλέμμα της ήταν ακόμη καρφωμένο στα μπαλόνια. Τα κλάματα των μωρών από τον θάλαμο ξανάρχισαν, η μαία δεν είχε ακούσει ποτέ της τόσους γλάρους για να ξέρει αν όντως ήταν έτσι. Θυμήθηκε την κυρία, ξαπλωμένη πάνω στον αρκούδο, που είχε μείνει δύο βράδια δίπλα στην κόρη της. Θα είναι τώρα μια πολύ χαρούμενη γιαγιά, σκέφτηκε και βγήκε από το δωμάτιο.
____________________________________________________________________________
* Η Κατερίνα Τζωρτζακάκη γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Εκπαιδεύτηκε στη συμβουλευτική και στην ψυχοθεραπεία. Ασχολείται επαγγελματικά με τον υποτιτλισμό. Από τις εκδόσεις Βασιλείου κυκλοφορούν τα βιβλία της «Ο Χορός στη Σκακιέρα» και «Παράλληλα Σύμπαντα». Στο ιστολόγιό της «Ιστορίες» http://ktistories.blogspot.gr δημοσιεύει διηγήματα της.