Οι απαρχές της ψυχοσωματικής ιατρικής και η ιστορία της μέχρι και σήμερα

Χρόνος ανάγνωσης 4 ΄
Κάθε πάθηση θεωρείται ότι έχει πολλαπλή αιτιολογία.
Κάθε πάθηση θεωρείται ότι έχει πολλαπλή αιτιολογία.

Από τη Νίκη Γκατζέλια, Σύμβουλο Ψυχικής Υγείας

Ο όρος «ψυχοσωματικός» ανήκει στον Γερμανό ψυχίατρο Heinroth, ο οποίος έκανε πρώτη φορά λόγο για την «ψωχοσωματική» προέλευση της αϋπνίας. Στην ουσία αυτού του όρου είχε εντρυφήσει και ο Πλάτωνας, ο οποίος είχε τονίσει την περιορισμένη ικανότητα των γιατρών να θεραπεύσουν μία ασθένεια επειδή παρέβλεπαν να μελετήσουν το όλο. Ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι το μέρος δεν μπορεί ποτέ να γίνει καλά, εάν δεν γίνει καλά το όλο. Η αρχαία αυτή έννοια του όρου «ψυχοσωματικός» ταιριάζει απόλυτα και με τη μοντέρνα έννοια, δηλαδή την «ολιστική» άποψη του ανθρώπου και της ιατρικής, που πρεσβεύει ότι η ψυχή και το σώμα είναι συνθετικά και αδιαίρετα τμήματα του ατόμου, που διαχωρίζονται τεχνητά μόνο για λόγους μελέτης και ανάλυσης.

Η ασάφεια με την οποία χρησιμοποιούταν ο όρος «ψυχοσωματικός» άρχισε να αλλάζει μετά το 1930 και υπό την επήρεια της ψυχανάλυσης, της ψυχοφυσιολογίας και της ψυχοβιολογίας ξεκίνησε η χρήση του όρου «όλο», με την έννοια του «ολιστικού». Επρόκειτο για μία αντίδραση στον δυισμό ψυχής και σώματος της ιατρικής επιστήμης και στη μηχανιστική αντιμετώπιση του ασθενή σαν σώμα, που παραγκώνιζε πλήρως τις ψυχολογικές και κοινωνικές διαστάσεις του ατόμου. Ως αποτέλεσμα γεννήθηκε η ψυχοσωματική ιατρική, η οποία εξέφραζε τη συνθετική και ολοκληρωμένη άποψη της ανθρώπινης λειτουργίας. Από το 1930 μέχρι και σήμερα τρεις είναι οι σχολές που κυριαρχούν στη ψυχοσωματική ιατρική: η ψυχαναλυτική, η ψυχοφυσιολογική και η ψυχοβιολογική.

Κύριος εκπρόσωπος της ψυχαναλυτικής σχολής ήταν ο Alexander, ο οποίος επιχείρησε να εφαρμόσει την ψυχαναλυτική μέθοδο στη σωματική ασθένεια εστιάζοντας στην ψυχογένεση ενός αριθμού σωματικών διαταραχών αγνώστου αιτιολογίας, όπως είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, το βρογχικό άσθμα, κ.α. Ο όρος «ψυχογένεση» σήμαινε ότι υποθετικές συγκρούσεις που αφορούσαν κυρίως ενορμήσεις, επιθετικές ανάγκες ή ανάγκες εξάρτησης οδηγούσαν το άτομο σε σωματικές διαταραχές. Ως αποτέλεσμα δημιουργήθηκε η θεωρία της εξειδίκευσης, σύμφωνα με την οποία συγκεκριμένες ασυνείδητες συγκρούσεις, άμυνες και συναισθήματα οδηγούσαν σε συγκεκριμένη σωματική διαταραχή. Η άποψη του Alexander μολονότι ήταν ολιστική πρότεινε και πάλι την απλοϊκή πρόκληση των σωματικών διαταραχών από ψυχολογικές αιτίες, παραθέτοντας ουσιαστικά τον δυισμό ψυχής και σώματος. Παρόλα αυτά η θεωρία του διαδόθηκε ευρέως και διατηρήθηκε για αρκετά χρόνια.

Τα τελευταία 25 χρόνια ο ρόλος της ψυχαναλυτικής σχολής άρχισε να υποχωρεί δίνοντας τη θέση της στις άλλες δύο σχολές. Η βάση της ψυχοφυσιολογικής σχολής ήταν οι μελέτες του Pavlov για τα εξαρτημένα αντανακλαστικά και του Cannon για τις φυσιολογικές – σωματικές συνιστώσες των συναισθημάτων. Ακόμη, ο Wolff μελέτησε με αυστηρή επιστημονική μεθοδολογία την επίπτωση των γεγονότων της ζωής του ατόμου πάνω στην υγεία του, τα φυσιολογικά-σωματικά ανάλογα των συγκινησιακών καταστάσεων και των παθήσεων, όπως η στεφανιαία νόσος, καθώς και τους φυσιολογικούς-σωματικούς μηχανισμούς που ενεργοποιούνται όταν το άτομο εκτίθεται σε μία προσωπικά σημαντική και ιδιαιτέρως στρεσογόνα πληροφόρηση. Μέσα από αυτές τις μελέτες δημιουργήθηκε σιγά σιγά το πεδίο της έρευνας που ονομάστηκε ψυχοφυσιολογία.

Οι ιδέες του Meyer που πρέσβευαν ότι ο άνθρωπος είναι μία ολοκληρωμένη βιοψυχοκοινωνική ενότητα αποτέλεσαν το ξεκίνημα για την ψυχοβιολογική σχολή. Η εν λόγω σχολή γνώρισε την ανάπτυξη από την Dunbar, εκπρόσωπος της ολιστικής προσέγγισης,  η οποία σημείωσε την ανάγκη για μία βιοψυχοκοινωνική προσέγγιση στη μελέτη και τη θεραπεία όλων των ασθενών, όχι μόνο των «ψυχοσωματικών». Η άποψη της Dunbar αποτέλεσε έμπνευση για τη δημιουργία της ενοποιημένης θεωρίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Ακόμη και σήμερα ό όρος «ψυχοσωματικός» χρησιμοποιείται με τις έννοιες του ψυχογενετικού και του ολιστικού. Η έννοια του ψυχογενετικού αναφέρεται στους ψυχολογικούς παράγοντες και κυρίως σε συναισθήματα που δύνανται να προκαλέσουν σωματική ασθένεια, έννοια που θεωρείται απλοϊκή και μη ικανοποιητική. Η έννοια του ολιστικού, όντας πιο πολύπλευρη, εμπεριέχει ένα σύστημα υποθέσεων για την ψυχή και το σώμα, τονίζοντας το ρόλο των ψυχοκοινωνικών παραγόντων στην υγεία και την ασθένεια, καθώς και την πρακτική σημασία των συγκεκριμένων αυτών παραγόντων στη θεραπευτική αντιμετώπιση.

Σύμφωνα με την ολιστική έννοια του όρου «ψυχοσωματικός» κάθε πάθηση θεωρείται ότι έχει πολλαπλή αιτιολογία, δηλαδή είναι το αποτέλεσμα της συνδυασμένης διαντίδρασης βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραμέτρων. Συνεπώς ο σωστός χειρισμός του ασθενή λαμβάνει πάντα υπόψη τις ψυχολογικές και κοινωνικοπολιτισμικές πλευρές του. Όλες οι μεταβλητές (βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες) ενδέχεται να παίζουν είτε απαραίτητο είτε συντελεστικό ρόλο για τη  εκδήλωση της ασθένειας. Για παράδειγμα, συντελεστική αιτία μπορεί να είναι η μείζων αλλαγή στη ζωή του ατόμου και η ψυχολογική του αντίδραση σε αυτή, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα να νοσήσει. Εάν η συντελεστική αιτία απομακρυνθεί, η πιθανότητα να νοσήσει το άτομο ελαττώνεται. Με βάση τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η ψυχιατρική είναι αναπόσπαστο τμήμα της ιατρικής.

Φτάνοντας στο σήμερα, ο όρος «ψυχοσωματικός» χρησιμοποιείται σε διάφορα εννοιολογικά πλαίσια προκειμένου να ορίσει τις διάφορες χρήσεις του. Η ψυχοσωματική ιατρική ορίζεται ως η επιστημονική μελέτη των σχέσεων μεταξύ βιολογικών και ψυχοκοινωνικών μεταβλητών στην υγεία και στην ασθένεια, ως η προσέγγιση στην εξάσκηση της ιατρικής που βασίζεται στην ολιστική άποψη του ασθενή και ως οι κλινικές και ερευνητικές δραστηριότητες στο όριο μεταξύ ψυχιατρικής και ιατρικής, που είναι η συμβουλευτική-διασυνδετική ψυχιατρική. Ο όρος ψυχοσωματικά συμπτώματα περιγράφει το φάσμα των σωματικών ενοχλημάτων που θεωρείται ότι αποτελούν εκδηλώσεις ψυχολογικού στρες και δεν μπορούν να συνδυαστούν με οργανική παθολογία.

Τέλος, ο όρος ψυχοσωματική διαταραχή χρησιμοποιείται για οργανικές παθήσεις στην αιτιολογία των οποίων παίζουν καταλυτικό ρόλο οι ψυχολογικοί παράγοντες. Ωστόσο ο όρος αυτός έχει πρόσφατα αντικατασταθεί από τον όρο Ψυχολογικοί Παράγοντες που Επηρεάζουν Ιατρική (Σωματική) Κατάσταση προκειμένου να είναι λιγότερο παραπλανητικός και περισσότερο ικανοποιητικός. Σε αυτή την κατηγορία υπάγονται σωματικές καταστάσεις που θεωρούνται ότι έχουν είτε αποδεδειγμένη οργανική παθολογία, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, είτε γνωστή παθοφυσιολογική διεργασία, όπως η ημικρανική κεφαλαλγία, στις οποίες περιβαλλοντικά ερεθίσματα με ψυχολογική σημασία σχετίζονταν χρονικά με την έναρξη και την παρόξυνσή τους, καθώς και οποιαδήποτε σωματική κατάσταση στην οποία κρίνεται ότι οι ψυχολογικοί παράγοντες παίζουν συντελεστικό ρόλο.

Καταλήγοντας διαπιστώνουμε ότι η ψυχοσωματική ιατρική βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη εξακολουθώντας να επηρεάζει το χώρο της ιατρικής, την ψυχιατρικής και την ψυχολογίας.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Μάνου, Ν., Βασικά στοιχεία Κλινικής ψυχιατρικής, (1997), Θεσσαλονίκη: University Studio Press

Γκοτζαμάνης, Κ. (2004). Διαγνωστικά Κριτήρια DSM-IV-TR. Αθήνα: Λίτσας