Από τις: Θάλεια Δίτσα, Ελπίδα Μαρκοπούλου, Δέσποινα Παρασκευά – Βελουδογιάννη *
Οικογενειακά μοτίβα[1]
Σύμφωνα με τις συνεντεύξεις, τα προκατειλημμένα άτομα ανέφεραν ότι είχαν ανατραφεί με ένα πρότυπο αυστηρής και απειλητικής πειθαρχίας. Στις οικογένειες των ατόμων αυτών υπήρχαν ξεκάθαροι ρόλοι κυριαρχίας-υποταγής και, ως συνέπεια, τα παιδιά αποκτούσαν μια εικόνα απόμακρων και απαγορευτικών γονιών. Οι οικογενειακές σχέσεις χαρακτηρίζονταν από φόβο και δουλοπρέπεια στις απαιτήσεις των γονιών, ιδιαίτερα του πατέρα, καθώς και από την καταστολή των παρορμήσεων που δεν ήταν αποδεκτές από αυτούς. Με αυτή την έννοια, πολύ σημαντική συμβολή της εν λόγω έρευνας είναι η κατάρριψη της ευρέως διαδεδομένης άποψης ότι αυταρχικό είναι το άτομο που παρουσιάζει εξουσιαστικές τάσεις. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, ο αυταρχικός χαρακτήρας πρωτίστως μαθαίνει να υπακούει, να πειθαρχεί και να εξουσιάζεται, και στη συνέχεια ασκεί σε άλλους τη δική του εξουσία.
Στο αυταρχικό περιβάλλον ανατροφής υπερτερεί της αυθόρμητης έκφρασης συναισθημάτων και της τρυφερότητας η συμπεριφορά με βάση τους καθορισμένους ρόλους και η ανταλλαγή καθηκόντων και υποχρεώσεων ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Οι γονείς υιοθετούν κοινωνικά αποδεκτές αξίες, οι οποίες θεωρούν ότι θα βοηθήσουν στην κοινωνική καταξίωσή τους. Έτσι, «το παιδί μαθαίνει εξαρχής να συνδέει τις ηθικές αρετές με την αυθεντία και αυτό είναι μία από τις σπουδαιότερες λειτουργίες της οικογενειακής ανατροφής κατά τη γένεση του αυταρχικού χαρακτήρα».[2]
Η υποταγή των παιδιών στους γονείς, η αντικατάσταση της αυθεντικής αγάπης από την τυποποιημένη εξιδανίκευση, ο θαυμασμός –κυρίως ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους, τόσο τα φυσικά όσο και τα ψυχολογικά– και η εξάρτηση από αυτούς ήταν το αποτέλεσμα της πίεσης των γονιών προς τα παιδιά ώστε να ενισχύεται η «καλή» συμπεριφορά, και αποτελούσαν αντιδράσεις εναρμονισμένες με το Εγώ. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων αποκαλυπτόταν, ωστόσο, ότι ο θαυμασμός και η εξιδανίκευση των γονιών πολλές φορές συνιστούσαν συμπεριφορές δυστονικές προς το Εγώ, οι οποίες εμφανίζονταν ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της μετάθεσης: επρόκειτο, με άλλα λόγια, για συγκαλυμμένη δυσαρέσκεια και υποβόσκουσα εχθρότητα. Ανάλογη συμπεριφορά επαναλάμβαναν τα προκατειλημμένα άτομα όσον αφορά την εξουσία και τους κοινωνικούς θεσμούς: προσανατολίζονταν προς τη δύναμη και είχαν την τάση να περιφρονούν ό,τι θεωρούνταν κατώτερο και αδύναμο. Η τάση αυτή εξηγείται στην έρευνα ως αρνητική ταύτιση με τον αδύναμο, και ως θετική αλλά επιφανειακή ταύτιση με τον δυνατό.
Στις οικογένειες των προκατειλημμένων υποκειμένων υπάρχει επίσης σαφής διαχωρισμός του ρόλου των φύλων. Ο πατέρας εμφανίζεται ως κυρίαρχος στην οικογένεια, αυστηρός και απόμακρος, επικροτεί την επιθετικότητα και την τραχύτητα στη συμπεριφορά του αγοριού, καθώς και την προσπάθεια για ανεξαρτησία. Ένας τέτοιος πατέρας συχνά αποδοκιμάζει τη στενή σχέση του γιου με τη μητέρα, ώστε ο τελευταίος να μην υιοθετεί πιο «ήπιες» αξίες. Ο προκατειλημμένος άνδρας διαθέτει περισσότερες δυνατότητες να αντισταθμίσει τις υποβόσκουσες αδυναμίες του, επιδεικνύοντας την ανεξαρτησία του ή την υπεροχή του έναντι των γυναικών. Σε αντίθεση, οι γυναίκες εκφράζουν αισθήματα θυματοποίησης, ισχυρότερη υποβόσκουσα εχθρότητα και πιο άκαμπτες άμυνες από τους άνδρες. Ακόμη ένα βασικό χαρακτηριστικό των ερωτώμενων που είχαν υψηλή επίδοση στην εθνική προκατάληψη είναι η εκπεφρασμένη εξάρτησή τους από υλικά αντικείμενα, και το γεγονός ότι αντιλαμβάνονται τις ενδοοικογενειακές σχέσεις ως σχέσεις συναλλαγής και όχι ως σχέσεις βασισμένες στην αμοιβαία ανταλλαγή συναισθημάτων.
Οι περιπτώσεις όσων είχαν χαμηλή επίδοση στην εθνική προκατάληψη παρουσίαζαν ένα μοτίβο οικογένειας στην οποία οι γονείς δεν απαιτούσαν την υπακοή, ήταν περισσότερο υποστηρικτικοί και καθοδηγητικοί με τα παιδιά τους και πιο χαλαροί με ζητήματα συμμόρφωσης και κοινωνικού στάτους. Επρόκειτο για οικογένειες στις οποίες περιγραφόταν μια ασφαλής σχέση με τους γονείς, άνευ όρων στοργή, αυθεντικότητα στα συναισθήματα, αγάπη και ελευθερία στην έκφραση διαφωνιών, κριτικής και αντικειμενικής αξιολόγησης. Στις περιπτώσεις, δε, κατά τις οποίες καταγράφονταν αισθήματα εγκατάλειψης, αυτά αποδίδονταν στην απώλεια της αγάπης παρά στην ανυπαρξία της ικανοποίησης από υλικά αγαθά, ενώ τα υποκείμενα δεν εξέφραζαν αισθήματα θυματοποίησης.
Η δυνατότητα να διαμορφώνουν και να εξωτερικεύουν διαφωνίες δημιουργούσε στα υποκείμενα άγχος, εσωτερικές συγκρούσεις και αμφιθυμικά συναισθήματα, τα οποία όμως αντιμετωπίζονταν πιο εύκολα σε σύγκριση με τις περιπτώσεις των προκατειλημμένων ατόμων. Παρ’ όλα αυτά, τα άτομα πετύχαιναν έναν σημαντικό βαθμό ανεξαρτησίας από τους γονείς τους και ελευθερία στη λήψη αποφάσεων. Κατ’ αναλογία, εφόσον είχαν ελευθερία να εκφράζουν εχθρότητα προς τους γονείς, τα υποκείμενα εξεγείρονταν πιο εύκολα εναντίον της αυθεντίας. Μάλιστα, αυτού του είδους οι εξεγέρσεις είχαν τη δυνατότητα να μετασχηματίζουν τα χαρακτηριστικά των σχέσεων εναντίον των οποίων εκφράζονταν, σε αντίθεση με την ιδιότροπη «επαναστατικότητα» που εξέφραζαν κατά καιρούς τα προκατειλημμένα άτομα, και η οποία αποτύγχανε να κερδίσει πραγματική ανεξαρτησία.
Διαβάστε εδώ το Μέρος Ι.
Διαβάστε εδώ το Μέρος ΙΙΙ.
——————————————————————
* Το κείμενο αποτελεί μέρος συλλογικής εργασίας για το μάθημα «Θεωρίες για το φασιστικό και το ναζιστικό φαινόμενο» του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών “Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία”.