Από την Εβίτα Λύκου, Επικοινωνιολόγο, MΑ, Υπ. διδάκτορα Πανεπιστημίου York
Το ερώτημα της μνήμης είναι βασανιστικό για τον άνθρωπο, καθώς τα προϊόντα της μνήμης, οι αναμνήσεις, μπορούν να εννοηθούν ως πηγή πόνου και τραύματος και να στιγματίσουν τον ψυχισμό του ατόμου.
Η Φροϋδική ψυχανάλυση κατά βάση λειτουργεί ως τρόπος διαχείρισης της μνήμης και άρσης του τραύματος μέσα από την κατανόηση του βαθύτερου νοήματος της ανάμνησης. Πώς όμως σχηματίζονται αυτές οι αναμνήσεις, και πόσο μπορούμε να βασιζόμαστε στην αντικειμενικότητά τους; Πόσο «βέβαιη» μπορεί να είναι η βεβαιότητά μας για γεγονότα του παρελθόντος που υπάρχουν πια μόνο μέσα στο μυαλό αυτού που τα θυμάται;
Η ψυχανάλυση είναι μια πρακτική βασισμένη στη λειτουργία της γλώσσας. Είναι ταυτοχρόνως η διαδικασία της ανάγνωσης της προσωπικής ιστορίας του ασθενούς και η ίδια η πράξη της αφήγησης· εξαρτάται λοιπόν με τον ίδιο τρόπο από το περιεχόμενο όσο και από την δομή της διατύπωσης της αφήγησης. Η γλώσσα όμως δεν είναι μόνο ένα εργαλείο, ένας γλωσσικός κώδικας που επιτρέπει την επικοινωνία· είναι ένας τρόπος δόμησης της ταυτότητας. Συνεπώς η διαχείριση της μνήμης είναι μια απ’ τις λειτουργίες της γλώσσας, μια λειτουργία που την συνδέει άμεσα με την ψυχανάλυση.
Σε ψυχαναλυτικούς όρους, η μνήμη είναι ένα κατασκευασμένο οικοδόμημα, ένας καμβάς πάνω στον οποίο το άτομο δομεί τις αναμνήσεις που αποτελούν την προσωπική του ιστορία, σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε έχει διατυπωθεί η θεωρία πως η ψυχανάλυση δεν ασχολείται τόσο πολύ με τον ίδιο τον ασθενή, αλλά με την ιστορία της ζωής του, και την ίδια στιγμή με όλες τις μορφές που μπορεί να πάρει η αφήγηση αυτής της ιστορίας. Το άτομο, είτε υπό την καθοδήγηση του ψυχαναλυτή, είτε απλά βιώνοντας την ζωή του από μέρα σε μέρα, κατασκευάζει την ιστορία της ζωής του μέσω της γλώσσας∙ μια ιστορία που επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες και σαν αποτέλεσμα επηρεάζει την εξωτερική πραγματικότητα.
Υπό ένα ψυχαναλυτικό πρίσμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ίδια η γλωσσική έκφραση της ιστορίας είναι μέρος της διαδικασίας κατασκευής της. Το ασυνείδητο έρχεται στη ζωή όταν αρθρώνεται (είτε λεκτικά, κατά την ψυχαναλυτική συνεδρία, οπτικά με την εργασία του ονείρου, ή πρακτικά μέσα από τις διάφορες φροϋδικές παραδρομές που προκύπτουν μέσα στην καθημερινότητα). Πριν να εκδηλωθεί το ασυνείδητο δεν είναι ανύπαρκτο, είναι όμως ακαθόριστο, απατηλό, απροσδιόριστο∙ μια έννοια παρόμοια με το θεό ή τον καιρό. Μιλώντας γι’ αυτό, φέρνει κανείς το ασυνείδητο στη ζωή∙ η αφήγηση της ζωής κάποιου είναι πράξη δημιουργίας. Κατά καιρούς, και για διαφορετικούς λόγους, η κατασκευασμένη αντίληψη του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, μπορεί να αποδειχθεί τόσο τρομακτικά διαστρεβλωμένη και τραυματική για τον αφηγητή, που του αφαιρεί ουσιαστικά τον έλεγχο της ζωής του. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η ψυχανάλυση μπορεί να παίξει ένα βασικό ρόλο σε μια εκ νέου αφήγηση της ιστορίας, έτσι ώστε αυτή να γίνει αρχικά ανεκτή και ύστερα λειτουργική για τον ασθενή.
Έτσι η ψυχανάλυση επιχειρεί να εισάγει έναν διαφορετικό ή διαφοροποιημένο τρόπο αφήγησης, αίροντας τα επώδυνα στοιχεία που μπλοκάρουν την ροή της αφήγησης. Ο Βρετανός ψυχαναλυτής Άνταμ Φίλιπς γράφει: «Η ψυχανάλυση είναι μια ιστορία –ένας τρόπος αφήγησης της ιστορίας– που κάνει κάποιους ανθρώπους να νιώθουν καλύτερα».[1] Είτε μέσα στο πλαίσιο της ψυχαναλυτικής θεραπείας, είτε όχι, η ιστορία της ζωής διαρκώς εξελίσσεται, ανακατασκευάζεται καθώς προστίθεται νέο υλικό, ανασχηματίζεται καθώς νέες εμπειρίες την επηρεάζουν, εν τέλει επαναξιολογείται καθώς προκύπτουν νέα στοιχεία. Κατά τη διάρκεια της ζωής, η ιστορία πρέπει να διατηρηθεί και να διαφυλαχθεί έτσι ώστε το άτομο να είναι σε θέση να κρατηθεί πάνω της, μια και η ιστορία καθορίζεται απ’ αυτό αλλά επίσης το καθορίζει απόλυτα. Για να περιπλακούν τα πράγματα ακόμα περισσότερο, η ιστορία αυτή πρέπει κατά καιρούς και για μια σειρά από λόγους να επαναδιατυπωθεί. Κάθε επαναδιατύπωση οποιουδήποτε μέρους της ιστορίας απαιτεί μια νέα αφήγηση∙ κάθε νέα αφήγηση είναι μια νέα κατασκευή, που μεταλλάσσει την ιστορία, μεταλλάσσει και το πλαίσιο, αλλά ταυτοχρόνως επιβάλλει ακόμα πιο κατηγορηματικά την πεποίθηση ότι η ιστορία είναι απολύτως αντικειμενική.
Σε ψυχαναλυτικούς όρους η αυθεντικότητα της ιστορίας και η βεβαιότητα του ασθενή δεν είναι τόσο σημαντικά. Όπως λέει ο Φίλιπς: «η ψυχαναλυτική ερώτηση δεν είναι ‘είναι αυτό αλήθεια’, αλλά ‘τί στην προσωπική σου ιστορία σε κάνει να το πιστεύεις αυτό’».[2] Δεν είναι θέμα αλήθειας ή ψεύδους, αλλά θέμα κατανόησης, ασυνείδητων λειτουργιών και μιας προδιάθεσης προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση που πραγματοποιείται μόνο μέσα από την αφήγηση της ιστορίας. Σύμφωνα με τους Σμιθ και Γουότσον «η διαδικασία της ανάμνησης περιλαμβάνει μια επανερμηνεία του παρελθόντος μέσα στο παρόν. Δεν πρόκειται για μια παθητική διαδικασία ανάκτησης [του υλικού] από μια τράπεζα μνήμης. Αντίθετα, ο άνθρωπος ενθυμούμενος ενεργητικά δημιουργεί το νόημα του παρελθόντος με την πράξη της ανάμνησης. […]. Αυτό σημαίνει ότι αναπόφευκτα μορφοποιούμε τα θραύσματα της μνήμης σε περίπλοκες κατασκευές που γίνονται οι ιστορίες της ζωής μας».[3]
Η γλώσσα συχνά δεν είναι επαρκές μέσο για να εκφράσει την αλήθεια, όπως η αλήθεια βιώνεται, και η αυτοβιογραφική –και ψυχαναλυτική– γλώσσα δεν στοχεύει στην αντικειμενική αλλά στην βιωμένη αλήθεια. Η βασική φροϋδική έννοια της ‘πρωταρχικής σκηνής’ κατασκευάζεται στην πορεία και ενδέχεται να μην αναφέρεται καν σε ένα πραγματικό γεγονός· στην πραγματικότητα έχει δουλευτεί και ξαναδουλευτεί και επαναδημιουργηθεί πολλές φορές ως διαστρεβλωμένη ανάμνηση. Μολαταύτα η επίδρασή της είναι τόσο ισχυρή όσο αν ήταν μια απόλυτη και αδιαφιλονίκητη αλήθεια· μετατρέπεται επομένως σε μια αδιαφιλονίκητη αλήθεια και λειτουργεί σαν να ήταν τέτοια. Με βάση αυτή –την κατασκευασμένη– αλήθεια πορευόμαστε και αυτή η αλήθεια παίζει σημαντικό ρόλο στην προδιάθεσή μας απέναντι στα πράγματα και στην κριτική μας ικανότητα. Το γεγονός όμως ότι η αλήθεια μας είναι περίτεχνα κατασκευασμένη δεν την κάνει λιγότερο αληθινή, λιγότερο έγκυρη και λιγότερο σημαντική για το άτομο και την ιστορία του.