Από την Ελπίδα Μαρκοπούλου, Κλινική Ψυχολόγο, D.E.A.
Ψυχολογία των μαζών κι ανάλυση του εγώ
Η “Ψυχολογία των μαζών κι ανάλυση του Εγώ”, έργο σημαντικό, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1921, θέτει το πρόβλημα των σχέσεων του ατόμου με την μάζα στην οποία τοποθετείται και βιώνει. “Η ψυχολογία των μαζών πραγματεύεται λοιπόν τον μεμονωμένο άνθρωπο ως μέλος μιας φυλής, ενός λαού, μιας κάστας, ενός στρώματος, ενός θεσμού ή ως μέλος ενός ανθρώπινου σωρού, ο οποίος σε έναν ορισμένο χρόνο για έναν ορισμένο σκοπό οργανώνεται σε μάζα[1]”. Ο Φρόυντ, όπως έγραφε ο Romain Rolland, επιθυμούσε με το βιβλίο αυτό να δείξει το μονοπάτι από την ανάλυση του ατόμου στην κατανόηση της κοινωνίας[2].
Εκκινά τη μελέτη αυτή βασιζόμενος σε προηγούμενες εργασίες σχετικές με την έννοια και τη συμπεριφορά της μάζας, όπως αυτές των Le Bon και McDougall[3], που εξέταζαν τις μάζες από φαινομενολογική κυρίως σκοπιά. Ο Φρόυντ συμμερίζεται την άποψη των προηγούμενων συγγραφέων ότι μέσα στη μάζα διαπιστώνεται μια ψυχική μεταβολή του ατόμου και μια αλλαγή στη συμπεριφορά του. Για να ερμηνεύσει τα φαινόμενα αυτά χρησιμοποιεί τα διανοητικά εργαλεία της ψυχανάλυσης, με πρώτη την έννοια της λίμπιντο.
Ως λίμπιντο “ονομάζουμε την παρατηρούμενη ως ποσοτικό μέγεθος- αν και προς το παρόν μη μετρήσιμη- ενέργεια τέτοιων ορμών, οι οποίες έχουν να κάνουν με όλα αυτά που μπορούμε να περιλάβουμε ως αγάπη[4]”. Πραγματεύεται την έννοια της αγάπης ως την ενέργεια που παρέχει η σεξουαλική αγάπη με στόχο τη σεξουαλική ένωση και θεωρεί ότι είναι αυτό ακριβώς που κινητοποιεί τους ανθρώπους να ενώνονται σε κοινότητες, να αποκτούν δηλαδή μαζική ψυχή. Υποστηρίζει πως ο πλατωνικό “έρως” και η “αγάπη” του Αποστόλου Παύλου ταυτίζεται με τη διευρυμένη έννοια της αγάπης της ψυχανάλυσης, δηλαδή της λίμπιντο.
Αντίθετα από τις αυθόρμητες μάζες, οι οποίες δεν έχουν αρχηγό, οι τεχνητές μάζες, με αρχηγό, είναι προϊόντα του πολιτισμού: η εκκλησία και ο στρατός είναι τα δύο πιο σημαντικά παραδείγματα, τα πολιτικά κόμματα επίσης[5]. Κοινό σημείο είναι η αυταπάτη της αγάπης του αρχηγού (Χριστός, στρατηγός) εξίσου προς τα μέλη της μάζας και η αγάπη των μελών μεταξύ τους- “Κάθε άτομο συνδέεται αφενός με τον οδηγό και αφετέρου με τα άλλα άτομα της μάζας”[6].
Ο Φρόυντ αποδέχεται ότι ο άνθρωπος είναι “ζώον πολιτικόν”, κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη, γιατί όπως εξηγεί το άτομο αισθάνεται ατελές όταν είναι μόνο του. Οι κοινωνικοί σχηματιμοί στους οποίους βιώνει πρέπει να εξετάζονται σε σχέση πάντα με την ύπαρξη ενός αρχηγού γιατί “η ουσία της μάζας δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν παραμελήσουμε τον οδηγό[7]”. Παρομοιάζει τη σύσταση της ανθρώπινης κοινωνίας με αυτήν της οικογένειας: το μικρό παιδί που αποκτά μικρότερο αδερφάκι έχει εχθρικά αισθήματα προς αυτό, αντιλαμβάνεται όμως γρήγορα ότι για να παραμείνει αγαπητό στους γονείς πρέπει να αποδεχτεί τον αδελφό (ή την αδελφή) και να μοιραστεί την αγάπη τους. Έτσι, ταυτίζεται μαζί του μέσω της αγάπης προς τους γονείς αφού πρώτα απαιτήσει από αυτούς ίση μεταχείριση. Με τον ίδιο τρόπο τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας ταυτίζονται μεταξύ τους και απαιτούν ισότητα και δικαιοσύνη από τον αρχηγό. “Το κοινωνικό αίσθημα στηρίζεται λοιπόν στη μεταστροφή ενός αρχικά εχθρικού αισθήματος σε έναν θετικά τονισμένο δεσμό της φύσης μιας ταύτισης. […] Η μεταστροφή πραγματοποιείται κάτω από την επίδραση ενός κοινού τρυφερού δεσμού με ένα έξω από τη μάζα ευρισκόμενο πρόσωπο[8]” (τον αρχηγό).
Η δικαιοσύνη απορρέει από αυτήν ακριβώς την απαίτηση της ίσης μεταχείρισης και αποτελεί την ρίζα της κοινωνικής συνείδησης και του αισθήματος του καθήκοντος. “Κοινωνική δικαιοσύνη σημαίνει ότι παραιτείται κανείς από πολλά, για να υποχρεωθούν και οι άλλοι να παραιτηθούν από αυτά, ή πράγμα που είναι το ίδιο, να μην μπορούν να τα απαιτήσουν”[9]. Η απαίτηση βέβαια για ισότητα και δικαιοσύνη αφορά στα μέλης της μάζας και όχι στον αρχηγό.
Όπως υποστηρίζει ο Φρόυντ στο “Τοτέμ και Ταμπού”, η εξέλιξη της κοινωνικής οργάνωσης έχει ως αφετηρία την πρωταρχική ορδή η οποία εξουσιαζόταν από ένα ισχυρό αρσενικό[10], στη συνέχεια, συναντούμε την τοτεμική φυλή στην οποία τα αδέλφια είναι συνδεδμένα όλα με το ίδιο δικαίωμα και με τις απαγορεύσεις των ταμπού και έπειτα, την οικογένεια. Σε κάθε περίπτωση, η ταύτιση αποτελεί το μηχανισμό εκείνο που συνδέει τα άτομα σε αμοιβαίο δεσμό.
Ο Φρόυντ εξηγεί την ταύτιση ως την ικανότητα ή την επιθυμία να τοποθετούμαστε στη ίδια θέση ή κατάσταση με αυτή ενός άλλου ατόμου. Κάθε άτομο αποτελεί μέλος πολλών ομάδων, “έχει μερίδιο σε πολλές μαζικές ψυχές, σε αυτή της φυλής του, της κοινωνικής θέσης, της θρησκευτικής κοινότητας, του κράτους, κλπ[11]”. Η ταύτιση λοιπόν, αποτελεί την αρχή που ενώνει τα μέλη της κοινότητας γύρω από τον αρχηγό τους, ο οποίος τοποθετείται στη θέση του “ιδανικού του εγώ”[12] για καθένα από αυτά. “Ο αμοιβαίος δεσμός των ατόμων της μάζας έχει τη φύση μιας τέτοιας τάυτισης μέσω μιας σημαντικής συναισθηματικής κοινότητας, και μπορούμε να εικάσουμε ότι αυτή η κοινότητα έγκειται στο είδος του δεσμού με τον οδηγό[13]”.
Το μέλλον μιας αυταπάτης
Με αυτό το βιβλίο που γράφτηκε το 1927, ο Φρόυντ ασχολείται με τη διάσταση της πίστης και τις ψυχολογικές καταβολές του θρησκευτικού συναισθήματος στα πλαίσια του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο πολιτισμός για τον Φρόυντ “περικλείει όλες τις γνώσεις και τις ικανότητες που έχουν αποκτήσει οι άνθρωποι για να εξουσιάσουν τις δυνάμεις της φύσης και να της αποσπάσουν τα αγαθά της για την ικανοποίηση των αναγκών τους, από την άλλη πλευρά όλους τους θεσμούς που είναι αναγκαίοι για τη ρύθμιση των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους και ιδιαίτερα για την κατανομή των διαθέσιμων αγαθών[14]”. Ο πολιτισμός, η ανθρώπινη δηλαδή κοινωνία, έχει από τα μέλη της απαιτήσεις που είναι συχνά δυσάρεστες για το μεμονωμένο άτομο, γιατί δε συνιστά ένα τέλειο δημιούργημα. Για το λόγο αυτό ο άνθρωπος αναπτύσσει εχθρικά αισθήματα προς αυτόν, ενώ οι νόμοι και οι θεσμοί αποτελούν τα μέσα προστασίας του πολιτισμού έναντι της ανθρώπινης εχθρότητας.
Το αίσθημα της δυσαρέσκειας που έχει η πλειοψηφία των ανθρώπων από τον πολιτισμό δίνει την εντύπωση, σύμφωνα με τον Φρόυντ, ότι πρόκειται για μια συνθήκη που “επιβλήθηκε σε μια απρόθυμη πλειοψηφία από μια μειοψηφία, η οποία κατάφερε να πάρει στην κατοχή της τα μέσα εξουσίας και καταναγκασμού[15]”. Επομένως, η πλειοψηφία των ανθρώπων σκιαγραφείται ως μια μάζα που διακατέχεται από νωθρότητα και ακρισία, ενώ ταυτόχρονα επιθυμεί την ικανοποίηση των ενορμήσεων της. Η μάζα δεν χαρακτηρίζεται από πηγαία εργατικότητα, αλλά από αντικοινωνικές και αντιπολιτισμικές τάσεις. Η συμπεριφορά της μεταβάλλεται υπό την καθοδήγηση ενός χαρισματικού ηγέτη που λειτουργεί ως υπόδειγμα εφόσον διαθέτει “υψηλή διορατική ικανότητα για τις αναγκαιότητες της ζωής” και εάν έχει κυριεύσει τις δικές του ορμικές επιθυμίες[16]. Επίσης, η διαπαιδαγώγηση είναι δυνατόν να αποτελέσει τον καταλύτη για την πολιτισμική αλλαγή, να επηρεάσει δηλαδή τους ανθρώπους να σέβονται τον πολιτισμό και να βιώνουν τις ευεργεσίες του.
Οι πρωταρχικές πολιτισμικές απαγορεύσεις, όπως αυτές της αιμομιξίας, του κανιβαλισμού και του φόνου, είναι αυτές που συνιστούν τον πυρήνα του πολιτισμού και οι οποίες διαχωρίζουν τον άνθρωπο από το ζώο. Οι απαγορεύσεις αυτές ενδοβάλλονται κατά την ανάπτυξη του κάθε ατόμου και δημιουργούν το Υπερεγώ, το ψυχικό αυτό στοιχείο που ελέγχει τις ενορμήσεις με βάση τους ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες. Το Υπερεγώ, βέβαια, διαφέρει από άτομο σε άτομο όσον αφορά τις μεμονωμένες απαγορεύσεις των ενορμήσεων. Αναφορικά με τις ευρύτερες πολιτισμικές απαγορεύσεις, οι άνθρωποι υπακούουν υπό το καθεστώς του φόβου και του καταναγκασμού λόγω της ηθικής αναξιοπιστίας που τους διακρίνει.
Σχετικά με τη διαφορά στις κοινωνικές τάξεις, ο Φρόυντ αναφέρει ότι οι καταπιεσμένες τάξεις είναι λογικό να δείχνουν μικρό βαθμό σεβασμού προς τον πολιτισμό και να αισθάνονται εχθρότητα και δυσαρέσκεια λόγω των πολλαπλών στερήσεων που τους επιβάλλονται. “Εάν ένας πολιτισμός δεν καταφέρει να υπερβεί την κατάσταση εκείνη κατά την οποία η ικανοποίηση ενός αριθμού μελών του έχει ως προϋπόθεση την καταπίεση ενός άλλου αριθμού, ίσως και της πλειοψηφίας- και αυτό συμβαίνει σε όλους τους σημερινούς πολιτισμούς- είναι λογικό αυτοί οι καταπιεσμένοι να αναπτύξουν μια έντονη εχθρότητα ενάντια στον πολιτισμό, τον οποίο καθιστούν μεν δυνατό μέσω της εργασίας τους, δεν έχουν όμως παρά ένα ελάχιστο μερίδιο στα αγαθά του[17]”. Το αίσθημα αυτό της δυσαρέσκειας μπορεί να οδηγήσει τις καταπιεσμένες τάξεις στην εξέγερση.
Εκτός από το βαθμό εσωτερίκευσης των πολιτισμικών απαιτήσεων, η ποιότητα ενός πολιτισμού διακρίνεται επίσης, από την περιουσία του σε ιδεώδη, από την καλλιτεχνική δημιουργία και από τις θρησκευτικές του παραστάσεις. Οι θρησκευτικές παραστάσεις κρίνονται ως το πιο σημαντικό απόκτημα του πολιτισμού γιατί μέσω αυτών έχουν τη δυνατότητα να ανακουφίζονται από το άγχος που προκαλεί η δύναμη της φύσης, συμφιλιώνονται με το φόβο του θανάτου και μπορούν να αντέχουν τις δυκολίες που προκαλεί η συμβίωση με τους άλλους ανθρώπους.
Η δημιουργία της θρησκείας εξηγείται από την παιδική αδυναμία, την κατάσταση δηλαδή του παιδιού απέναντι στην προστατευτική μα δεσμευτική εξουσία των γονιών, και ιδιαιτέρως του πατέρα. “Η άμυνα της παιδικής ανημποριάς λοιπόν δανείζει στην αντίδραση του ενήλικα απέναντι στη δική του αδυναμία, δανείζει δηλαδή στο σχηματισμό της θρησκείας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της[18]”. Οι τρομακτικές δυνάμεις που πρέπει να αντιμετωπίσει το παιδί (που στην πορεία θα γίνει ενήλικας) το οδηγούν στο να τις εξανθρωπίζει ταυτίζοντάς τις με έναν πατέρα, ο οποίος μετατρέπεται σε αιώνιο πατέρα με απόλυτη δύναμη, το Θεό[19].
Για τον Φρόυντ, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, όσον αφορά την ψυχολογική τους φύση, είναι αυταπάτες, με την έννοια ότι σε αυτές προβάλλονται οι ανθρώπινες επιθυμίες παραβλέποντας τη σχέση τους με την πραγματικότητα.“Όπως είναι μη αποδείξιμες, έτσι είναι και μη διαψεύσιμες”[20]. Πρόκειται δηλαδή για πεποιθήσεις υπεράνω της λογικής οι οποίες όμως, έχουν μεγάλη σπουδαιότητα για τη διατήρηση της κοινωνίας αφού μέσω των κανόνων επιβάλλουν ελέγχουν τις αντικοινωνικές ενορμήσεις.
Η θρησκεία διδάσκει τους ανθρώπους να μην σκοτώνει ο ένας τον άλλο όταν επιθυμεί τα αγαθά που διαθέτει, όταν του είναι εμπόδιο ή όταν τον μισεί, και άλλες ηθικές αξίες που κάνουν δυνατή την ανθρώπινη συμβίωση. Η πρόοδος της επιστημονικής γνώσης έχει θέσει σε αμφισβήτηση τις θρησκευτικές διδαχές καθώς παρέχει μια εξήγηση ανθρώπινης προέλευσης των θεσμών και των διατάξεων του πολιτισμού.
Ο Φρόυντ, ως υπέρμαχος της επιστήμης, θεωρεί ότι η αποδέσμευση των ανθρώπων από τις θρησκευτικές ερμηνείες δε θα κατέστρεφε την κοινωνία των ανθρώπων, όπως θα υποστήριζαν οι επικριτές του. Αντίθετα, θα συντελούσε ώστε οι άνθρωποι να έχουν την δυνατότητα να κατανοήσουν ότι “οι νόμοι δημιουργήθηκαν όχι τόσο για να τους εξουσιάζουν, αλλά μάλλον για να υπηρετούν τα συμφέροντά τους, θα αποκτούσαν μια πιο φιλική σχέση με αυτούς, θα έθεταν ως στόχο, αντί για την κατάργηση, τη βελτίωσή τους. Αυτή θα ήταν μια σημαντική εξέλιξη στο δρόμο προς τη συμφιλίωση με την πίεση που ασκεί ο πολιτισμός”[21].
Αναγνωρίζει ότι ο πολιτισμός βασίστηκε στους νόμους για να επιβιώσει και ότι η θρησκεία δεν είναι τίποτε άλλο παρά παρηγοριά, η αποζημίωση των ανθρώπων για τις απαγορεύσεις που επιβάλλονται από τη συμβίωση μεταξύ τους και για τις απογοητεύσεις από τη φύση. Τελικά όμως, δείχνει πίστη στην ανθρώπινη λογική και άρα στην επιστήμη σχετικά με την πρόοδο του πολιτισμού, χωρίς όμως να υποβιβάζει τη δύναμη της φύσης και της ορμικής ζωής του ανθρώπου.
[1] Φρόυντ, Σ. (1994). οπ. π., σελ. 8
[2] Philippe Grimbert, οπ. π.
[3] Le Bon, G. (1895). Psychologie des Foules. Paris.
McDougall, W. (1920a). The Group Mind, Cambridge.
[4] Φρόυντ, Σ. (1994). οπ. π., σελ. 36
[5] Philippe Grimbert, «Freud politique ?», Les cahiers psychologie politique [En ligne], numéro 6, Janvier 2005. URL : http://lodel.irevues.inist.fr/cahierspsychologiepolitique/index.php?id=1236
[6] Φρόυντ, Σ. (1994). οπ. π., σελ 44
[7] οπ. π., σελ 78
[8] οπ. π., σελ 81
[9] οπ. π., σελ. 80
[10] Την ιδέα της πρωταρχικής ορδής υιοθετεί ο Σ. Φρόυντ από τον Δαρβίνο το 1912. – οπ. π., σελ 83
[11] οπ. π., σελ 93
[12] Ιδανικό του Εγώ : ιδανική εικόνα που σχηματίζει το άτομο και με την οποία θα ήθελε να μοιάσει και να ταυτισθεί, π. χ. με τους γονείς, τους δασκάλους, άλλα ανώτερα πρόσωπα ή ιδεώδη. (Αναγνώστου, Λ., Βάμβαλης, Γ. (2004) Τετράγλωσσο Λεξικό της Ψυχανάλυσης. Επίκουρος: Αθήνα)
[13] οπ. π., σελ. 61
[14] Φρόυντ, Σ. (2011). Το μέλλον μιας αυταπάτης. Αθήνα: Νίκας. σελ. 8
[15] οπ. π., σελ. 9
[16] οπ. π., σελ. 11
[17] οπ. π., σελ. 19
[18] οπ. π., σελ. 36
[19] Philippe Grimbert, «Freud politique ?», Les cahiers psychologie politique [En ligne], numéro 6, Janvier 2005. URL : http://lodel.irevues.inist.fr/cahierspsychologiepolitique/index.php?id=1236
[20] Φρόυντ, Σ. (2011). Το μέλλον μιας αυταπάτης. Νίκας: Αθήνα. σελ. 48
[21] οπ. π., σελ. 63