Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στους γονείς της, επέστρεφε με το τρόλεϊ στο σπίτι. Περνώντας έξω από τα γραφεία της εταιρείας που δούλευε ο άνδρας της, βλέπει αναμμένα φώτα. ‘’Δεν έκλεισαν ακόμα ‘’ ψιθύρισε και χωρίς άλλη σκέψη κατεβαίνει στη στάση ,για να του κάνει έκπληξη ! Μπήκε στο γραφείο γελαστή. Αυτός την υποδέχτηκε και τη σύστησε στην Κλαίρη, μια υπάλληλο που καθόταν στο διπλανό γραφείο..Μια εντυπωσιακά όμορφη κοπέλα γύρω στα 30,η οποία αφού την κοίταξε μ’ ένα διαπεραστικό σχεδόν ακίνητο βλέμμα κι έπειτα από ένα ευγενικό ‘’χαίρω πολύ’’ έφυγε διακριτικά …
Όπως μιλούσαν κι ενώ εκείνος μάζευε τα πράγματά του, το βλέμμα της έπεσε πάνω σ’ ένα μπουκέτο από κυκλάμινα στο γραφείο του.
-Τι ‘ναι αυτά; ρώτησε με θαυμασμό.
-Το’ φτιαξε η Κλαίρη για μας, είπε και της το έδωσε. Το πήρε στα χέρια της .Τα κυκλάμινα ήταν τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, μέσα σε τρύπες , που είχαν γίνει πάνω στην επιφάνεια μιας μεγάλης στρογγυλής πατάτας. Την κάλυπταν ολόκληρη και μόνο σαν έψαχνες κάτω από τα φύλλα τους, διέκρινες το μυστικό αυτής της υπέροχης σύνθεσης.
Τα κρατούσε στα χέρια μέχρι το σπίτι. Εκεί ένα επείγον τηλεφώνημα από το γραφείο καλούσε τον άνδρα της πίσω. Έλειψε περίπου δυο ώρες. .Εντωμεταξύ εκείνη έφτιαξε το αγαπημένο του γλυκό…
Ήταν μια άγρια για την τρυφερή ηλικία της σχέση, μια αρρωστημένη τελικά συμβίωση. Ερωτεύτηκαν όπως όλοι οι κοινοί θνητοί. Εκείνος 32,αυτή βάδιζε μόλις τα 19. Αυτός δίδασκε -όχι σε μονιμη βάση- ‘’Επιγραφική’’ στο Πανεπιστήμιο, εκείνη δούλευε στη βιβλιοθήκη όπου έγιναν οι μοιραίες συναντήσεις. Έμπειρος και μάστορας στα ερωτικά, ήτανε φυσικό να γίνει ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Του δόθηκε. Κατω από την πίεση μιας εγκυμοσύνης ,είπε ‘’ναι’’ σ’ αυτό τον γάμο, αν και δεν ένοιωθε έτοιμη..Του το ‘λεγε:’ «Θέλω να’μαστε μαζί, αλλά νοιώθω σαν να με αρπάζει ξαφνικά κάτι από την μια άκρη του δρόμου και να με περνάει στο τέρμα του, χωρις να μου επιτρέπει να τον βαδίσω!’» Εκείνος της έλεγε πως θα’ ναι ευτυχισμένοι. Διέβλεπε μέσα στον αντισυμβατικό χαρακτήρα της μιαν απειλή. Ένοιωθε ένα ανυπότακτο άνθος ελευθερίας που ευωδίαζε μέσα της και την καταπίεζε, την αιφνιδίαζε, τη διεκδικούσε, τη ζήλευε. Κάθε τρεις και λίγο πήγαιναν στον δικηγόρο. Μόλις βγαίνανε από το γραφείο, τής πρότεινε να πάνε κάπου να τα πούνε σαν φίλοι. Κάποτε βρήκανε κι ένα στέκι, σ’ ένα ξενοδοχείο κοντά στη θάλασσα. ’’Λιμάνι’’ το έλεγαν. Εκεί, με σπασμένα τα δεσμά του γάμου, βρίσκανε πάλι τη χαρά του έρωτά τους…Ο δικηγόρος κάποτε τους είπε. « Παιδιά προσπαθήστε την επόμενη φορά που θα ρθείτε, να ξέρετε τι θέλετε. Δεν γίνεται να γράφουμε και να σβήνουμε. Ελπίζω να μην υπάρχει όμως ‘’επόμενη φορά’’. Φυσικά και υπήρξε…
Εκείνη ήθελε πάντα να καταφέρουν να μιλήσουν…Αυτό ήτανε το Μεγάλο της κενό, ένα Όνειρο Ζωής: να μοιραστεί με κάποιον ε λ ε ύ θ ε ρ α το Γλωσσικό της Σύμπαν. Εκείνος όμως ήτανε τελεσίδικα και οριστικά εγκλωβισμένος σ’ ένα θέατρο Λόγου με τις άμυνες, τις ανασφάλειες και ένα σωρό άλλα κουβάρια μέσα του, που δεν του επέτρεπαν έναν ελεύθερο διάλογο. Ο μόνος τρόπος με τον οποίον μπορούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του ήτανε ο Θυμικός και το Σεξ. Μετά από ένα τελετουργικό σεξ νόμιζε ότι όλα είχαν ειπωθεί, όλα είχαν λυθεί… Αυτό πίστευε στην αρχή και η μικρή Στεφανία. Με τον καιρό όμως έβλεπε, πως με το σεξ δεν γινόταν ένας αμοιβαίος μυστκός διάλογος, όπως τον βίωνε εκείνη, αλλά στην σεξουαλική πράξη τον άκουγε όλο και πιο καθαρά να της λέει, « είσαι πάλι ολοκληρωτικά δική μου, μου ανήκεις» . Η μοναξιά της μεγάλωνε ,έπαιζε μόνη της το παιχνίδι των Λέξεων και φανταζόταν ότι κάποιος την άκουγε, την αφουγκραζόταν, την καταλάβαινε…Είχε κουραστεί να μιλά, να εξηγεί, να πνίγει τα ενδιαφέροντά της, μπροστά στις απαιτήσεις και τη ζήλια του…
Σε μια φάση λίγο πριν τον τελευταίο τους χωρισμό, νοίκιασε ένα διαμέρισμα κι αποφάσισε να συνεχίσει την ζωή της χωρίς εκείνον. Δεν την ένοιαζε πια ούτε ο δικηγόρος ούτε το διαζύγιο. Ήξερε ότι θα’ ρθει πάλι να τη βρεί, να την απειλήσει, να την παρακαλέσει, να δακρύσει. Όμως τώρα δεν θα γινόταν όπως παλιά. Δεν θα του’ λεγε φυσικά πού μένει. Πέρασαν μερικοί μήνες.. Εκείνος δεν ήλθε.. Τι να ‘γινε σκέφτηκε…Μήπως έπαθε κάτι; Ανησύχησε…Πήγε έξω από τα γραφεία στην δουλειά, να δει αν δουλεύει, αν είναι καλά. Εκείνος ήτανε στο πεζοδρόμιο και συνομιλούσε με κάποιον…Μόλις την είδε, πήγε κοντά της. Από την πρώτη ματιά κατάλαβε ότι ήταν διαφορετικός…έδειχνε βιαστικός, σχεδόν αδιάφορος. Για να δει ‘τι’ στ’α λήθεια συμβαίνει του είπε κατ’ ευθείαν κάτι που δεν είχε καθόλου κατά νου…
-Ανησύχησα μήπως έπαθες κάτι…Μου έλειψες.
-Έχω αρκετά δικά μου προβλήματα, της είπε εκείνος. Μη προσθέτεις και συ το δικό σου συναισθηματικό βάρος… Άνοιξε η γη να την καταπιεί..Αυτός μιλούσε έτσι; Αυτός που την πίεζε να ομολογεί την αγάπη της, τώρα αυτή την αγάπη την θεωρεί ‘’ βάρος’’; Γύρισε χωρίς άλλη λέξη κι έφυγε..
Ο καιρός περνούσε… Είχε συνέλθει αρκετά. Έτρωγε, κοιμόταν, δούλευε με όρεξη και άρχισε να βγαίνει σιγά-σιγά έξω αναπνέοντας φρέσκο αέρα ελευθερίας Ήταν ήδη 25 κι εκείνος 38.
Ένα πρωί τον πήρε το μάτι της να μπαίνει στην αίθουσα για μάθημα. Ζήτησε άδεια κι έφυγε μ’ ένα ταξί για το σπίτι του, προκειμένου να μαζέψει τα πράγματά της. Άνοιξε την πόρτα σα να επρόκειτο να διαβεί ναρκοπέδιο. Το ένστικτό της δεν λάθεψε. Το σαλόνι είχε μετατραπεί σε στούντιο ζωγραφικής. Το καβαλέτο που το’ χανε μαζέψει στο πατάρι, ήτανε στημένο στο κέντρο, δίπλα του μια καρέκλα, μπογιές, πινέλα, παλέτες σε οργασμό και πάνω στον καμβά η φιγούρα μιας γυναίκας, ένα ημιτελές γυμνό… Με τις νάρκες να σκάνε μέσα της μπήκε στο υπνοδωμάτιο. Το κρεβάτι στρωμένο, τακτοποιημένο σαν τότε που ήταν εκεί. Μάζεψε γρήγορα λίγα ρούχα από την ντουλάπα και πήγε στο συρτάρι της σιφονιέρας να πάρει κάτι ακόμα. Πάνω-πάνω ένα μάτσο από φωτογραφίες μιας καθισμένης γυμνής γυναίκας η ίδια αναμφίβολα με κείνη που ζωγράφιζε!… Πιο κάτω άλλο ένα πάκο με την ίδια γυναίκα, στην ίδια στάση, ντυμένη εδώ, εκτυφλωτικά όμορφη. Την αναγνώρισε αμέσως. Η Κλαίρη λοιπόν.. Τώρα εξηγούνταν όλα…Οι σκέψεις έτρεχαν γρήγορα στο μυαλό της. Τα κυκλάμινα, η πατάτα, Το επείγον τηλεφώνημα, Το αγαπημένο γλυκό, Το ‘’συναισθηματικό βάρος’’…
Αφού κοίταξε προσεκτικά να μην αφήσει ίχνη πίσω της, κλείδωσε την πόρτα κι έφυγε
Στο σπίτι της άνοιξε το τετράδιο, μάζεψε όλες τις λέξεις κοντά κι έγραφε ασταμάτητα. Γέμιζε τις ρωγμές, επούλωνε τα τραύματα. Έψαχνε για φως μέσα σε όλες τις σκοτεινές γωνιές της ψυχής και για ίαση στον πόνο . Κατάφερνε να περνά με ισορροπία ανάμεσα σε αντικρουόμενους λογισμούς και συναισθήματα. Ωρίμαζε.
Μια μέρα πήγε και την βρήκε. Την κοίταξε επίμονα να δει τις διαθέσεις της. Εκείνη τον έβλεπε διάφανο σαν σε ακτινογραφία. Χωρίς καβάτζα μέσα του, έτρεμε από αγωνία.. Της πρότεινε να βγουν ,να μιλήσουν. Την έτρωγε η περιέργεια Τι θα της έλεγε ,τι θα της έκρυβε…Της είπε με κάθε λεπτομέρεια τα πάντα! Τα αισθήματα, τη σχέση τα συμπεράσματα…Η Κλαίρη ,αρχαιολόγος ,συνάδελφος, καθημερινή επαφή, έρωτας…
-Δεν θα μπορούσα να σ’ αγγίξω ξανά, αν δεν σου’ λεγα προηγουμένως όλα αυτά. Σ’ αγαπώ όσο ποτέ. Αν όμως ύστερα απ’ αυτό, εσύ δεν μπορείς, τότε τελειώνουμε εδώ.
«Αυτή η ειλικρινής εξομολόγηση και το ρίσκο, είναι τα μόνα υγιή πράγματα πού’ χω δει πάνω σου όλα αυτά τα χρόνια’’ της ήρθε να του πει, αλλά δεν είχε πια νόημα…
Εκεί σταμάτησε και η αναδρομή , αυτή η θύμηση από τον πρώτο της γάμο. Γύρισε στο παρόν. Σε λίγο έμπαινε στα πενήντα. Μετά από έναν κύκλο μιας ολόκληρης ζωής κι έπειτα από πολλές σελίδες γραμμένες σε ώρες παρόμοιων σεισμών, έσκυβε πάλι πάνω από μια λευκή κόλλα. Έγραψε μόνο δυο λεξούλες και τις στόλισε με δυο φρέσκα κυκλάμινα. Δυο κυκλάμινα που έγιναν αφορμή να γυρίσει τόσα χρόνια πίσω, να θυμηθεί την ξεχασμένη Κλαίρη και κεινον το γάμο…Έκλεισε τον φάκελο με λαχτάρα. Μια επιστολή σ’ έναν αναπάντεχο έρωτα, κατά δικασμένο από τα πράγματα να μείνει μόνο στα χαρτιά.
Ίσως-ποιος ξέρει- τούτη η Ερωτική Συνταγή, που η ίδια η ζωή τά’ φερε έτσι να’ ναι Ασώματη, Πλατωνική, φτιαγμένη μόνο από χαρτί, μελάνι, φωνήεντα, σύμφωνα και απόσταση να’ ναι και η απόπειρα ενός Αληθινού Έρωτα. Ενός έρωτα όπου τα σώματα, τα χέρια, τα βλέμματα, οι ηδονές, δεν θα’ ναι παρά μόνο ‘’Λέξεις’’. Λέξεις που θα μακραίνουν ,θα σμίγουν, θα καίγονται, θα ξαναγεννιώνται σ’ ένα ελεύθερο γλωσσικό σύμπαν. Ενα Σύμπαν που από κείνα τα χρόνια της γλυκειάς εφηβείας, ζητάει με το ίδιο ακόμα πάθος να μοιραστεί.
_________________________________________________________________________
* Η Φωτεινή Κελεπούρη γεννήθηκε στο χωριό Αγ. Νικόλαος της Μεσσηνιακής Μάνης όπου και έμεινε μέχρι να τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Σήμερα ζει ανάμεσα στην Καλαμάτα, τις Κιτριές και φυσικά στον Αγ. Νικόλαο αυτό »το φυσικό μουσείο ομορφιάς», όπως το αποκαλεί. Το παιχνίδι των λέξεων που την μάγευε από παιδί εξακολουθεί να την μαγεύει, όπως και οι κάθε λογής «ΟΥΤΟΠΙΕΣ». Η γραφή, είναι γι” αυτήν το απολαυστικό παιχνίδι στο οποίο, ενώ κάποιος είναι καταδικασμένος πάντα να χάνει, δεν μπορεί και να παραιτηθεί: Η πρόκληση του Ανείπωτου… Η Λέξη – κλειδί που βρήκε παίζοντάς το, είναι η «Αγάπη».