Χρόνος ανάγνωσης 5 ΄

Από την Εύη Αβδελίδου, Σχολική Ψυχολόγο

Μέχρι τώρα, ο Lars Von Trier φαίνεται πως δεν ήταν έτοιμος να ονοματίσει εκείνο που τον απασχολούσε στις ταινίες του…Το ζωγράφιζε, το απήγγειλε, το τραγουδούσε, το προκαλούσε ακόμη, με τις συνθήκες γυρίσματος που επέβαλλε στους πρωταγωνιστές του, αλλά το στόμα του δεν ανοιγόκλεινε για να προφέρει τη λέξη κατάθλιψη. Ήταν γνωστό ωστόσο, μέσα από τις εκμυστηρεύσεις του στο πέρασμα του χρόνο σε συνεντεύξεις, ότι η ψυχοθεραπεία του αυτόν τον δαίμονα πάλευε.

Και να, το τελευταίο του φιλμ όχι μόνο μιλά για την κατάθλιψη, αλλά ντύνεται τον τίτλο της: Μελαγχολία. Θεραπεύτηκε, άρα μπορεί πλέον να την ονομάσει; Μεγάλη κουβέντα η «θεραπεία», απομακρύνει από την υπαρξιστική αντίληψη του ανθρώπου ως ένα αυτόνομο ον που έχει δικαίωμα να διαθέτει χαρακτηριστικά λιγότερο λειτουργικά. Στους κύκλους στους οποίους χορεύει η ζωή του Τρίερ, από τη μελαγχολία στην κατάδυσή της για λίγο στο βυθό της, όταν κουράζεται να δαμάζει τα κύματα, αποχωρίζεται, προσωρινά ίσως, την αρρώστια του, φαίνεται πως βλέπει την «ασθένεια» ως μπάλα που πυροδοτεί με παράδοξα αισιόδοξο τρόπο τη γέννηση. Ακόμα κι αν  χρειάζεται στο βωμό της να θυσιαστεί η γη. Μια απαραίτητη καταστροφή, προϋπόθεση για δημιουργία.

Ο καλλιτέχνης, από εκεί που κατακερματίζει την ιδέα που του δημιουργούσε ερωτηματικά τώρα τη συμπυκνώνει σε λιγότερους χαρακτήρες, αν κρίνει κανείς από την παλιά διάχυση ιδιοτήτων που τον χαρακτήριζε στο Kingdom. Είναι τολμηρός, συνεργάζεται με ηθοποιούς που δε φοβούνται να δείξουν τα οπίσθιά τους σε ταινίες που η Τίνα Σπάθη θα χαιρόταν να συμμετάσχει και αποδομεί το σύμπαν του για να μπορέσει να το βρει. Δημιουργεί με αυθεντικότητα, νόημα και αυτοτέλεια. Με μία προβληματική που έχει την αρχή του κόσμου της στην περιφρονημένη γυναικεία φύση του και ταινία στην ταινία δε φοβάται να την αναδεικνύει όλο και περισσότερο. Συνειδητοποιεί τελικά ότι η φύση του είναι γένους θηλυκού. Η μελαγχολία, με θηλυκό άρθρο, το όνομά του. Όταν κάτι το ονομάζουμε, αυτόματα το αποκρυσταλλώνουμε, αποστασιοποιούμαστε από αυτό και το κάνουμε οικείο. Όπως δίνεται ένα όνομα σε ένα παιδί. Το εξανθρωπίζουμε. Έτσι, όταν ο Τρίερ τολμά να δώσει όνομα στην αρρώστια του γίνεται από ασθενής ολόκληρος άνθρωπος.

Στη «Μελαγχολία» η αφαίρεση και η αποδόμηση προς αναζήτηση τη ουσίας είναι στα ύψη τους. Κάποτε ο σκηνοθέτης για να δηλώσει την υπόστασή του επέμενε στο πραγματικό επίπεδο. Η κάμερα έτρεμε από το χέρι του. Τώρα, μόνο η πρώτη σκηνή χρησιμεύει σαν μια γέφυρα τρεμάμενη για να γίνει το πέρασμα στην ποίηση των εικόνων, όπου ο σκηνοθέτης είναι πανταχού παρών. Ασύλληπτης ομορφιάς κάδρα, κρύσταλλα του πόνου του, σταθερά αργά, οικουμενικά, τολμούν να αποκαλύψουν το σουρεαλισμό του ψυχισμού του.

Ποίηση και αποδόμηση των ονείρων του, που είχαν ήρωες έναν άντρα και μια γυναίκα, σαν τώρα, στην πορεία της συμφιλίωσής του με την περιφρονημένη γυναικεία φύση του, απεικονίζονται και τα δύο με περίβλημα γυναικείο. Το απολλώνιο και το διονυσιακό της γυναικείας φύσης. Η σαγηνευτική μάγισσα και η μάνα. Δεν έχουν παγιωμένους ρόλους, η μία συγχωνεύεται με την άλλη ως προς τις ιδιότητες. Γιατί και οι δυο είναι η πότε διχοτομημένη και πότε συμπυκνωμένη ενόρμησή του να ταυτιστεί με το θηλυκό.

Η αντρική φιγούρα λαμβάνει εδώ το ρόλο της ψυχρής λογικής, ένα υπερεγώ που δεν αποπνέει προστατευτικότητα αλλά ψυχρότητα. Ο «θεραπευτής», ο ορθολογιστής, παίρνει τη σκυτάλη από τον ψυχίατρο που παλεύει το γυναικείο παροξυσμό τον Αντίχριστο. Και γίνεται μια χάρτινη φιγούρα που διαλύεται γρήγορα κάτω από το βάρος της αλήθειας των γυναικών.

Οι ταυτίσεις είναι οι πιο σταθερές από όποιο άλλο προηγούμενο φιλμ. Η αντρική φύση μοιάζει να έχει εσωτερικευτει: Αδύναμος άντρας, εμφανισιακά όλο και πιο αποστασιοποιημένος σε σχέση με το φύλο

Ο σκηνοθέτης σταματά να γίνεται αντιληπτός ως κυνηγημένη γυναικεία φύση.

Σαν να υπάρχουν δυο ζευγάρια χαρακτήρων και η πορεία ανάπτυξής τους ακολουθεί τον κατακερματισμό και τη διχοτόμηση που συμβαίνει κατά την ανάπτυξη του ανθρώπινου ψυχισμού.

Πρώτα, χαρακτήρες όπως η Grace του Dogville ήταν εξιδανικευμένες, απόλυτα καλές και ταυτόχρονα απόλυτα θυματοποιημένες. Οι αντρικές φιγούρες, επιφανειακά τουλάχιστον διαβασμένες, βασανιστικές και απόλυτα κακές. Στην πιο ελαφριά έκδοσή τους αμυντικά αποστασιοποιημένες και μονοδιάστατες μπροστά στην πολυπλοκότητα του συναισθηματισμού της γυναίκας.

Ο άντρας του Αντίχριστου, τώρα για να ζωγραφιστεί από το σκηνοθέτη, διασπάται σε τρία επίπεδα: Το παιδί πρώτα, ενστικτώδες, έμφυτα σοφό, αλλά ήδη σκοτωμένο από τους μεγάλους, άφυλο. Το δεύτερο, ένας άνδρας μετέφηβος, ανδρόγυνος, αλλά με πιο έντονο το θηλυκό στοιχείο, αυτό που περιμένει, που έχει εξαπατηθεί και αποπλανηθεί από μια σαδιστικά μελαγχολική Dunst, που συμπεριφέρεται αρσενικά πάνω στο γρασίδι. Και τέλος τον Σάδερλαντ, παραδομένο στο προσαρμοστικότατο πρότυπο του άντρα για τη σημερινή κοινωνία: προσκολλημένο στα υλικά αγαθά. Γιάπη, επιτυχημένο, πρακτικό, επίπεδο, λογικό.

Η απρόσμενα, σχεδόν ένοχα αισιόδοξη αίσθηση που σου αφήνει η ταινία έγκειται στο ότι έχεις διαισθανθεί την δύσκολη επιτυχία της επιβίωσης του παιδιού μέσα στον καλλιτέχνη. Έχει σε κάθε του πλευρά την εσωτερίκευση ή και την ενδοβολή της μητρικής φιγούρας: Τη γυναίκα-παιδί, συναισθηματική, που κάθε στιγμή βρίσκει και χάνει την επαφή με το είναι της. Η διαπεραστική διαίσθησή της τη διαλύει-κατακερματίζει και την κάνει να διαθέτει ένα ενιαίο εαυτό, ταυτόχρονα, καθησυχάζοντάς την χαμογελαστά.

Από την άλλη, η ηρωίδα που ενσαρκώνει η Γκεινσμπουργκ, η ευσυνείδητη αδερφή που θεωρεί καθήκον της να γνωρίζει τα πάντα μέσα από πληροφορίες σε γνωστικό επίπεδο, πληροφορεί τους γύρω τους για όσα νιώθει μέσα από το καθήκον. Τρυφερή, αλλά ασφυκτικά λογική, φοβάται να αφεθεί στην αναπόφευκτη καταστροφή. Η επιλογή της ηθοποιού εκ νέου μετά τον Αντίχριστο, μπορεί να υπονοεί τη μεταλλαγή του χαρακτήρα. Μέσα από το ίδιο αρρενωπό υγρό περιβάλλον, από καταστροφική που δεν αφήνει το παιδί να επιβιώσει , η φιγούρα γίνεται στωική, επιθυμώντας να τον σώσει, συναισθανόμενη παράλληλα ότι έχει ανάγκη την ευαισθησία της για να το πετύχει. Οι δυο αδερφές, η μία ξανθός άγγελος, η άλλη μαύρος οστεώδης δαίμονας, δίδυμες πλευρές του ίδιου νομίσματος. Και είναι τώρα η σειρά της Ντανστ να ξαπλώσει στη γη, όχι για να σταυρωθεί αλλά για να συνδιαλλαγεί, προσφέροντας το απολλώνιό της συμπλήρωμα στο διονυσιακό της αδερφής της του Αντίχριστου. Ο θεατής διστάζει να αποφασίσει ποια είναι η πιο αυθεντική γυναικεία φιγούρα από τις δυο τους.

Τελικά ο Τρίερ σε βγάζει από το δίλημμα: η πιο αυθεντική φιγούρα είναι το παιδί. Το τοποθετεί σε ένα αξιομνημόνευτο πλάνο ανάμεσά τους, υπονοώντας την συμφιλίωση των δύο τους σε ένα υποκείμενο. Το παιδί αυτό δεν καταλήγει να σπάσει ψυχικά όπως τα παιδιά στο Dogville. Η ξύλινη μήτρα που το ίδιο κατασκευάζει γίνεται παρηγοριά και εξιλέωση. Το τέλος είναι βαθιά αισιόδοξο, αφού τελικά προσωπικά για τον καθένα μας, ανεξαρτήτως χρονικής στιγμής, είναι το πιο φυσικό και το πλέον αναπόφευκτο. Το μειδίαμα που προβάλλεται στο παιδικό πρόσωπο το μαρτυρά με γνησιότητα.

Ο σκηνοθέτης σταματά να γίνεται αντιληπτός ως κυνηγημένη γυναικεία φύση, και παίζει κυνηγητό μαζί της σαν παιδί, παρασύροντας τον κόσμο (του) σε ένα τέλος που σημαίνει μια καινούρια αρχή, και έχει ένα όνομα θηλυκό: Μελαγχολία. Και αν και δυσκολεύεται κανείς να βιώσει την ταινία, στο τέλος χαμογελά.

Σημείωση: Η αξία μιας τέτοιας ανάλυσης, επικεντρωμένη στον ψυχισμό του δημιουργού, αμφισβητείται από πολλούς θεωρητικούς. Πιθανότατα να ξένιζε ένα σκηνοθέτη, και ίσως δεν είναι τίποτε άλλο από το πλέγμα ασυνειδήτων του θεατή και όχι του σκηνοθέτη, αλλά τελικά του κινηματογραφικού έργου όπως έχει αποκρυσταλλωθεί. Σε κάθε περίπτωση, συμβαίνει αυθόρμητα και με κάθε σεβασμό, αλλά και με την ελπίδα οι λέξεις να μην «σκοτώσουν» την ποίηση της εικόνας.

Trailer: