
Από τη Μαρία Καδόγλου, Κοινωνική Λειτουργό, Msc στην Κοινωνική Ψυχιατρική
Υποθέσεις για την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης της σχιζοφρένειας στους μετανάστες
Τα παραπάνω ευρήματα έχουν οδηγήσει πολλούς μελετητές, όπως τους Cochrane & Bal (1987) και τον Bhugra (2005) σε διάφορες υποθέσεις σχετικά με τις αιτίες τους, καθώς μελέτες επίπτωσης, όπως π.χ. στις Δυτικές Ινδίες, έχουν επανειλημμένα διαπιστώσει ότι τα ποσοστά της σχιζοφρένειας είναι ίδια με εκείνα του αυτόχθονα λευκού βρετανικού πληθυσμού (Cochrane & συν., 1987, Hutchinson & συν., 2004, Bhugra & συν., 2005). Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα επικρατούσε η άποψη ότι οι χώρες αποστολής μεταναστών είχαν υψηλά ποσοστά σχιζοφρένειας, γεγονός που υπονοεί μια βιολογική ευπάθεια που οδηγεί στην ασθένεια. Στη συνέχεια, όμως, παρατηρήθηκε ότι τα ποσοστά του στενού ορισμού της σχιζοφρένειας δεν ήταν αυξημένα σε σύγκριση με τους πληθυσμούς που είχαν μεταναστεύσει (Bhugra & συν., 2007). Σε γενικές γραμμές, το ευρύ φάσμα των μεταναστευτικών ομάδων που εμπλέκεται στις έρευνες φαίνεται να αντικρούει την άποψη ότι οποιοσδήποτε μεμονωμένος βιολογικός ή γενετικός παράγοντας θα μπορούσε να παρέχει επαρκή εξήγηση (Cantor-Graae & συν. 2005).
Η επιλεκτική μετανάστευση των ατόμων με σχιζοφρένεια αναφέρει ότι οι πιο ευάλωτοι άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς στη μετακίνηση. Ωστόσο, οι μελέτες δείχνουν ότι τα υψηλά ποσοστά της σχιζοφρένειας βρίσκονται στη 2η γενιά μεταναστών και ότι αν αυτό συνέβαινε, τα ποσοστά θα ήταν υψηλά μεταξύ όλων των ομάδων μεταναστών, τα οποία σαφώς δεν είναι. Επιπλέον, η φυσική διαδικασία της μετανάστευσης και η αντιμετώπιση των επίσημων διαδικασιών της είναι ένα τόσο δύσκολο και αγχώδες έργο, που τα άτομα με σχιζοφρένεια είναι απίθανο να την ολοκληρώσουν (Bhugra & συν., 2007).
Η έρευνα σε οικογένειες για την αιτιολογία της σχιζοφρένειας στους μετανάστες έχει καταδείξει ότι η αύξηση του κινδύνου γίνεται πρωτίστως με τη μεσολάβηση μηχανισμών του περιβάλλοντος (Hutchinson & συν., 2004), γεγονός που δικαιολογεί και τα ακόμη υψηλότερα ποσοστά της σχιζοφρένειας στη 2η γενιά, πάντοτε σε συνέργια (Carta & συν., 2005) με τη γενετική ευπάθεια (Hutchinson & συν., 2004). Τέτοιοι κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες μπορούν να είναι: η κοινωνική τάξη, η φτώχεια (Cooper, 2005), η παράνομη παραμονή, η οικονομική αστάθεια (Carta & συν., 2005), η ανεργία, οι κακές συνθήκες στέγασης, η εθνική πυκνότητα, η πολιτιστική ανομοιότητα, η γλώσσα, η έλλειψη πρόσβασης σε κατάλληλη ιατρική περίθαλψη και θρησκευτική πρακτική, η έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης, ο ρατσισμός (Bhugra & συν., 2005) και η αστικοποίηση (Hutchinson & συν., 2004).
Παρομοίως, ψυχολογικοί παράγοντες προτείνονται για τις αυξημένες τιμές της εμφάνισης της σχιζοφρένιας στους μετανάστες: η πολύπλοκη διαδικασία και το άγχος της μεταναστευτικής διαδικασίας, το πολιτιστικό πένθος (Bhugra & συν., 2005), η διαδικασία «επιπολιτισμού», δηλαδή η έκθεση στις επιδράσεις του νέου περιβάλλοντος (Bhugra & συν., 2007, Berry, 2005), η αναστάτωση, ο κατακερματισμός (Hutchinson & συν., 2004) και η αποξένωση της οικογένειας αλλά και η πίεση για αποστολή χρημάτων στους συγγενείς (Carta & συν., 2005).
Παρόλο που κάποιες μελέτες υποστηρίζουν ότι η χρήση παράνομων ναρκωτικών ουσιών από τους μετανάστες μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της σχιζοφρένειας (Cantor-Graae & συν., 2005), σε ένα γενικότερο πλαίσιο, διαφαίνεται ότι ακόμη ο ρόλος των ναρκωτικών είναι ασαφής (Hutchinson & συν., 2004).
Τέλος, η εσφαλμένη διάγνωση των μεταναστών με σχιζοφρένεια (Bhugra & συν., 2007), λόγω γλώσσας και διαφορών του πολιτισμού (Hutchinson & συν., 2004), υποστηρίχτηκε ότι μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αύξηση των ποσοστών της σχιζοφρένειας στους μετανάστες. Μελέτες follow up, όμως, στη Μεγάλη Βρετανία δεν παρουσίασαν καμία απόδειξη μεγαλύτερης διαγνωστικής αστάθειας, με την πάροδο του χρόνου, μεταξύ των ασθενών από την Καραϊβική σε σχέση με τους ασθενείς από την Αφρική (Cantor-Graae & συν. 2005).
Η πρόσβαση και η χρήση των ευρωπαϊκών υπηρεσιών ψυχικής υγείας από τους μετανάστες με σχιζοφρένεια
Παράλληλα με τις προαναφερθείσες υποθέσεις, βρίσκεται ο προβληματισμός για τη χαμηλότερη εκπροσώπηση των σχιζοφρενών μεταναστών στις ευρωπαϊκές υπηρεσίες ψυχικής υγείας (Carta & συν., 2005) και κατ΄ επέκταση η έλλειψη θεραπείας τους, λόγω της αδυναμίας πρόσβασής τους σε αυτές (Cantor-Graae & συν. 2005). Ακόμη και οι χώρες που έχουν τη μεγαλύτερη εμπειρία στη μετανάστευση και παρέχουν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό νόμιμα τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας καταγγέλλουν αδυναμία να τις παρέχουν. Μάλιστα, όχι μόνο η διαθεσιμότητα αλλά και η ποιότητα της παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών είναι αμφισβητήσιμη και πολύ άνιση (Carta & συν., 2005). Συγκριτικά αναφέρεται ότι κάτι αντίστοιχο βρέθηκε και στην πρώτη σχετική μελέτη που έγινε στις Η.Π.Α., σύμφωνα με την οποία περίπου το 1/3 των σχιζοφρενών μεταναστών χρησιμοποίησαν τις επίσημες υπηρεσίες ψυχικής υγείας, ενώ οι μετανάστες της 2ης γενιάς ήταν πιθανότερο να τύχουν περίθαλψης από ότι αυτοί της 1ης γενιάς. Η σημασία της εθνικής καταγωγής και της γενιάς της στιγμής της μετανάστευσης τονίστηκαν ως σχετικοί παράγοντες που επηρέασαν τη χρήση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας (Jackson & συν., 2007).
Στις μελέτες του ευρωπαϊκού χώρου, όμως, φάνηκαν να ευθύνονται γι’ αυτό και άλλοι πολιτιστικοί και κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, άλλοτε υποκειμενικοί και συχνότερα αντικειμενικοί: οι πολιτικές αποκλεισμού, η έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης σχετικά με τις διαθέσιμες εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης, τα προβλήματα επικοινωνίας λόγω γλώσσας, ο στιγματισμός της ομάδας, τα διοικητικά εμπόδια και ο φόβος αναφοράς στην αστυνομία (Carta & συν., 2005).
Η πολιτική για την παροχή φροντίδας, που έχει σκοπό τη βελτίωση της προσβασιμότητας των υπηρεσιών ψυχικής υγείας από τους σχιζοφρενείς μετανάστες, είναι αναγκαία (Carta & συν., 2005). Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει:
- Την ένταξη των μεταναστών σε ένα ανεπτυγμένο δίκτυο του συστήματος ψυχιατρικής περίθαλψης (Carta & συν., 2005).
- Τη διαπολιτισμική ψυχιατρική κατάρτιση των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, που σύμφωνα με το Fernando (2003), είναι αναγκαίο να περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, την αλλαγή του τρόπου αξιολόγησης των ψυχώσεων και της στενής, εξευρωπαϊσμένης φύσης της θεραπείας (Fernando, 2003).
- Την απασχόληση όλο και περισσότερων αλλοδαπών και δίγλωσσων εργαζομένων σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, με την παράλληλη συμμετοχή των χρηστών των υπηρεσιών από τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, οι οποίοι θα μπορούν να βοηθήσουν να ξεπεραστούν τα προβλήματα των φυλετικών και των πολιτισμικών στερεότυπων (Carta & συν., 2005).
- Την επαρκή χρηματοδότηση και συνέχεια των επιχορηγήσεων για την έρευνα των αναγκών της πολυπολιτισμικής υγείας. Τα περισσότερα από τα προγράμματα που ολοκληρώνονται έχουν χαρακτηριστεί για βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση (Carta & συν., 2005).
- Την υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης της ψυχικής υγείας, που δεν περιορίζεται μόνο στην ψυχιατρική περίθαλψη, όπως προσφάτως τονίστηκε στην έκθεση της Π.Ο.Υ. (Carta & συν., 2005), στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών και ευρύτατων συμφωνιών (Λειβαδίτης, 2003).
Συμπεράσματα
Τα ευρήματα των μελετών που αναφέρθηκαν παραπάνω επηρέασαν πολύ την επιστήμη της ψυχιατρικής, καθώς οι κοινωνικοί παράγοντες ενισχύθηκαν και πάλι ώστε να θεωρούνται παράγοντες κινδύνου για την ψύχωση στους μετανάστες (Hutchinson & συν., 2004). Άλλωστε, το έργο των Bentall & συν. (2001) και των Garety & συν. (2000) στη Μεγάλη Βρετανία έχει αποδείξει ότι η ψύχωση δεν είναι μια καθαρά βιολογική συνέπεια εγκεφαλικής δυσλειτουργίας, αλλά μπορεί να έχει ψυχολογικές διαδικασίες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ψυχοπαθολογίας (Bentall & συν., 2001, Garety & συν., 2000).
Όμως, οι πτυχές του περιβάλλοντος που μπορεί να συμβάλουν σε αυτόν τον κίνδυνο δεν είναι ακόμη επαρκώς κατανοητές και τεκμηριωμένες (Cantor-Graae & συν. 2005). Υπό αυτή την έννοια, είναι απαραίτητες ψυχοκοινωνικές μελέτες (Carta & συν., 2005) και εφαρμογή ειδικών στρατηγικών (Cantor-Graae & συν. 2005) για τον εντοπισμό των παραγόντων εκείνων που μπορούν, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, να οδηγήσουν σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της σχιζοφρένειας και αύξηση του αριθμού των μεταναστών που ζητούν ψυχιατρική περίθαλψη (Carta & συν., 2005). Έτσι, υπογραμμίζεται η σημαντικότητα της ψυχοκοινωνικής παρέμβασης στην πρόληψη και στη θεραπεία της ψύχωσης (Hutchinson & συν., 2004).
Επιπλέον, οι απαιτήσεις της ψυχικής υγείας των μεταναστών στις υπηρεσίες υγείας στις χώρες υποδοχής είναι επίσης πιθανό να εξελιχθούν σε σοβαρό πολιτικό θέμα, ιδίως με τη συνεχιζόμενη αστάθεια σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Ο αντίκτυπος της πολιτικής για την ψυχική υγεία θα πρέπει να καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την έρευνα που πραγματοποιείται στον τομέα αυτό και να επιτρέπει στους ψυχιάτρους και τους λοιπούς επαγγελματίες ψυχικής υγείας να επηρεάσουν την κατεύθυνση αυτής της εξελισσόμενης πολιτικής (Hutchinson & συν., 2004).
Συμπερασματικά θα έλεγε κανείς, ότι παρά τις δυσκολίες προσαρμογής, μετανάστες με σχιζοφρένεια μετακινούνται, αλλάζοντας τόπο και συνήθειες. Το πολιτισμικό αυτό επίτευγμα επιβεβαιώνει ότι ο άνθρωπος, ακόμα και όταν δυσφορεί ή αποδιοργανώνεται προσωρινά, συνήθως, καταφέρνει τελικά να συνδέει το παρελθόν του με το παρόν και το μέλλον του, να δημιουργεί νέα νοήματα και να ανακαλύπτει καινούριους ρόλους και στόχους (Λειβαδίτης, 2003).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Ι ΕΔΩ.
Βιβλιογραφία:
- Λειβαδίτης, Μ. (2003). “Πολιτισμός και Ψυχιατρική”, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, σελ.: 229-279.
- Adams, K., Gardiner, L., Assefi, N. Healthcare challenges from the developing world: post-immigration refugee medicine. BMJ, 2004, 328:1548–52.
- Bentall, R.P., Corcoran, R., Howard, R., Blackwood, N., Kinderman, P., Persecutory delusions: a review and theoretical integration. Clin Psychol Rev., 2001, 21(8):1143–1192.
- Berry, J.W., Acculturation: Living successfully in two cultures. International Journal of Intercultural Relations, 2005, 29:697-712.
- Bhugra, D., Becker, M., Migration, cultural bereavement and cultural identity. World Psychiatry, 2005, 4:1.
- Bhugra, D., Jones, P., Migration and mental illness. Advances in Psychiatric Treatment, 2007, 7:216-223.
- Cantoor-Graae, E., Pedersen, C.B., McNeil, T.F,, Mortensen, P.B., Migration as a risk factor for schizophrenia: a Danish population-based cohort study. Br J Psychiatry, 2003, 182:117–122.
- Cantor-Graae, E., Selten, J.-P., Schizophrenia and Migration: A Meta-Analysis and Review. Am J Psychiatry, 2005, 162:12–24.
- Carta, M.-G, Bernal, M., Hardoy, M.-C., Haro-Abad, J.-M., Migration and mental health in Europe. Clinical Practice and Epidemiology in Mental Health, BioMed Central, 2005:1-16.
- Cochrane, R., Bal, S.S., Migration and schizophrenia- an examination of 5 hypotheses. Soc Psychiatry, 1987, 22(4):181–191.
- Cooper, B., Immigration and schizophrenia: the social causation hypothesis revisited. British Journal of Psychiatry, 2005, 186: 361-363.
- Eisenbruch M., From post-traumatic stress disorder to cultural bereavement: diagnosis of Southeast Asian refugees. Soc Sci Med, 1991, 33:673-80.
- Fernando, S., (2003). “Cultural diversity, mental health and psychiatry. In The struggle against racism London”, Brunner-Routledge.
- Garety, P.A,, Fowler, D., Kuipers, E., Cognitive-behavioral therapy for medication resistant symptoms. Schizophr Bull, 2000, 26(1):73–86.
- Hutchinson, G., Haasen, C., Migration and schizophrenia- The challenges for European psychiatry and implications for the future. Soc. Psychiatry- Psychiatry Epidemiology, 2004, 39: 350–357.
- Jackson, J., Neighbors, H., Torres, M., Martin, L., Williams, D., Baser, R., Use of Mental Health Services and Subjective Satisfaction With Treatment Among Black Caribbean Immigrants: Results From the National Survey of American Life. American Journal of Public Health, 2007, Vol 97, No. 1.
- Ödergard, D.. Emigration and insanity. Acta Psychiatrica Scandinavica, 1932, suppl. N. 4.
- Selten, J.P., Sijben, N., First admission rates of schizophrenia in immigrants to the Netherlands. The Dutch National Register. Soc Psychiatry Psychiatr Epidemiol, 1994, 29:71–77.