Μια παλάμη δρόμος

Χρόνος ανάγνωσης 3 ΄

mia palami dromosΓράφει η Ειρήνη Καραγιαννίδου

Χτυπάει το τηλέφωνο. Στη γραμμή είναι μια φίλη. Βρίσκεται σχετικά κοντά στη “γειτονιά” μου. “Πετάξου να σε δω λίγο, έχω νέα να σου πω”.  Δίνουμε ραντεβού κοντά στην πιάτσα των TAXI. Κλασσικά, φτάνω νωρίτερα. Απέναντι βρίσκεται το super market. Μπαίνω επ´ ευκαιρία να αγοράσω προμήθειες για το σπίτι. Ψωνίζω, πληρώνω και βγαίνω. Παρακείμενα κάθεται οκλαδόν μια τσιγγάνα. Παίρνω μήνυμα από τη  Μαιρούλα πως θα καθυστερήσει ένα τέταρτο λόγω κίνησης. Κάθομαι στο χαμηλό πεζούλι. Ακουμπώ τις σακούλες κάτω. Ανάβω τσιγάρο. ´Εχω ένα “τικ” να μετρώ προβατάκια και στον ξύπνιο μου όταν με στήνουν, για να αποφύγω τον εκνευρισμό. Στο ενδιάμεσο σκέφτομαι αν θα κάνω τα ρεβύθια κοκκινιστά ή άσπρα λεμονάτα. Η μελαμψή γυναίκα με πλησιάζει. Ανοίγω αυτομάτως τη σακούλα και της δίνω το γάλα. 

“Όχι, όχι, δεν…Θα ήθελα να μου προσέχεις το μωρό για λίγο, να πάω τουαλέτα”. Της απαντώ “εντάξει”, σπρώχνει το καροτσάκι δίπλα μου. Το μικράκι γκρινιάζει. Σβήνω το τσιγάρο. Με το ένα χέρι αρχίζω να το κουνώ πέρα-δώθε, με το άλλο πασπατεύω τα κορδόνια μου. Ξαφνικά ένα σωρός κέρματα σκάνε μπροστά μου. Σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω μια κυρία να μου χαμογελά. Της χαμογελώ κι εγώ. “Σας έπεσαν αυτά, ορίστε” λέω. “Για σένα είναι, να πάρεις κατιτίς στο μωρό”. Μένω παξιμάδι, οι ρόδες απ´ το καροτσάκι μου φαίνεται στριγγλίζουν, αλλάζω χέρι, χάνω τα λεπτά, τα προβατάκια, ξεχνώ ραντεβού, κι άλλο κέρμα προσγειώνεται δίπλα μου, κι άλλο, κι άλλο, ένας κύριος με μπαστούνι μου αφήνει μια τσάντα πλαστική, τα ίδια λόγια, “αυτά για σένα και το παιδί, όμορφο είναι, σου μοιάζει”, κοιτάζω το μωράκι, ούτε που ξεχωρίζω αν είναι αγόρι ή κορίτσι, θα ´θελα να ´χα όμως αυτές τις τεράστιες βλεφαρίδες του, σκέφτομαι, όπως το βλέπω να κοιμάται…, κι άλλο κέρμα, κι άλλο…μετά από πέντε λεπτά έρχεται η μαμά του. “Σ’ ευχαριστώ κοπέλα”, λέει, της δίνω τα χρήματα και την τσάντα, ψιθυρίζω “αυτά τα άφησαν για εσάς”, ξαναευχαριστεί, πιάνω να σηκώσω τα μουδιασμένα πόδια μου μαζί και τα συμπράγκαλα μου, “δώσε μου το χέρι σου” φωνάζει, απλώνω το δεξί -θα το ‘χουν εθιμοτυπικό το τρις ευχαριστώ υποθέτω-, “όχι αυτό, το άλλο δώσε, εκείνο που καταλήγουν οι κλωστές της καρδιάς… Ωραία χέρια. Χέρια μάγου. Να εδώ! Βλέπεις; Κάποιος στην άλλη άκρη της γης σε αγαπά, σε ονειρεύεται, γι ´ αυτό έχεις τόσο μακριά δάχτυλα για να σε φτάσει κάποτε. Και πόσο απαλή παλάμη κοπέλα, μεταξάτη, είσαι ειλικρινής, όλους τους χωρά η ψυχή σου, μεγάλη την έχεις.” “Αφήστε-αφήστε! Συνωστισμός! Σε λίγο θα ´χουμε το sequel του Βεζούβιου με τόση πληρότητα” χαριτολογώ. Δεν ξέρω τι καταλαβαίνει και τι όχι, το ηφαίστειο δεν το ´πιασε -θαρρώ- γιατί συνεχίζει. “Και πολλές γραμμές κοφτές, χαμός-χαμός, λίγο ονειροσυννεφιάρα είσαι, ξεχασιάρα, ντε!”. “Καλά…εντάξει, σας ευχαριστώ. Καλό βράδυ.”

Χέρι αριστερό, γραμμές της Αριάδνης, σκέψεις απ´ τη Γη του πυρός, κοιμισμένοι έρωτες και κουραφέξαλα. Που θα με πει εμένα αφηρημένη…

υ.γ

“Είχα αποφασίσει τελικά να τα κάνω κόκκινα. Σαν το χρώμα της καρδιάς που εκπέμπει κι αυτή απ’ αριστερά κάτι δυνατά  τικ-τακ τικ-τακ.”. Στην επιστροφή για το σπίτι όμως, ξέχασα τη σακούλα με τα ρεβύθια στο ταξί.

-Αγάπη μ’ ακούς;  Σ’ εσένα μιλάω, που με ονειρεύεσαι απ´ τα πέρατα της γης. Αύριο θα φάμε αβγά.

-Δε βαριέσαι… Μεγάλη αφηρημάδα, μεγάλη καρδιά.

Να την ακούς την Κάρμεν.

———————————–

Γεννήθηκε στη Δράμα έναν Απρίλη, πιστεύει όχι ψεύτη. Όταν ήταν μικρή ήθελε να γίνει ζωγράφος. Στην πορεία μπερδεύτηκαν πινέλα μαζί με δικόγραφα. Γίνανε μαλλιά κουβάρια. Έτσι προέκυψε -ως επιτακτική ανάγκη ξεκαθαρίσματος- ένα μεταπτυχιακό “οικιακής οικονομίας”. Όταν μεγαλώσει αρκετά, θέλει να υπερίπταται αρκούντως ποιητικώς.