Από την Αθηνά Πάσχου, Ψυχολόγο, MSc στην Αντιμετώπιση του Πόνου
Ο Αριστοτέλης, όπως και πολλοί άλλοι σημαντικοί άνθρωποι, είχε επισημάνει τη φυσιολογική τάση του ανθρώπου να εντάσσεται σε μικρές ή μεγάλες ομάδες: «Ο άνθρωπος είναι ον φύσει κοινωνικό και πολιτικό. Αυτός που μπορεί να ζήσει μακριά απ’ τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι θηρίο ή θεός». Και επειδή θεοί δεν είμαστε και τα θηρία δε ζουν μαζί με άλλους ανθρώπους, από μικροί μέσα την οικογένεια και μετά στο σχολείο, στο χώρο δουλειάς και ευρύτερα στη κοινωνία οι άνθρωποι γινόμαστε ή προσπαθούμε να γινόμαστε μέλη ομάδων. Κάνουμε φίλους, δεσμούς, συνεργασίες μαθαίνοντας να επικοινωνούμε και να συνυπάρχουμε με άλλους ανθρώπους. Στα πλαίσια αυτά ο καθένας μαθαίνει για τον εαυτό του και για τα όριά του μέσα από τη σύγκρισή του με τους άλλους και διαμορφώνει και διαμορφώνεται μέσα από τις σχέσεις του.
Για να μας εγκρίνουν και να μας διαλέξουν ως φίλους, ως ερωτικούς συντρόφους, ως συνεργάτες κτλ, οι άνθρωποι προσπαθούμε να δημιουργούμε πλεονεκτικούς ρόλους και να εγείρουμε θετικά συναισθήματα στους άλλους για τον εαυτό μας. Οι θετικές σχέσεις (το να αγαπιέται κανείς και να τον αποδέχονται) έχουν ισχυρές δυνάμεις φυσιολογικής ρύθμισης (Cacioppo et al., 2000). Η ικανότητα να διεγείρει κάποιος θετικά συναισθήματα απαιτεί 1) να παρακολουθεί το πώς αντιδρούν οι άλλοι, 2) ποιο είναι το τρέχον υποστηρικτικό σύστημα ή οι σύμμαχοί του, καθώς και 3) ποιες είναι οι ιδιότητες που μια ομάδα αξιολογεί ως θετικές και ελκυστικές (Gilbert, 2003). Η ντροπή αποτελεί ένα κοινό προειδοποιητικό σήμα ότι κάποιος δεν τα καταφέρνει, δηλαδή, είτε δεν κινητοποιεί αρκετά θετικά αισθήματα είτε ενεργοποιεί αρνητικά αισθήματα (όπως θυμό, απέχθεια, περιφρόνηση). Ο Gilbert αναφέρει ότι μπορεί κάποιος να νιώσει ντροπή απλά και μόνο επειδή βρίσκεται κοντά σε άτομα που φαίνονται ανώτερα και συγκρίνει τον εαυτό του μαζί τους. Ότι εκείνα ίσως είναι πιο εμφανίσιμα, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ή λαμβάνουν περισσότερη προσοχή, μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την αντίληψη του ατόμου για τον εαυτό.
Η διαρκής σύγκριση του εαυτού με ισχυρότερα πρότυπα οδηγεί στο παραπλανητικό συμπέρασμα ότι κάποιος είναι καθολικά ανεπαρκής. Ενώ αυτή η διαπίστωση έχει μια λογική βάση, καθώς όντως θα είναι λιγότερο επαρκής σε σχέση με κάποιους, όμως 1) δεν είναι ανεπαρκής συνολικά ως άτομο, 2) δεν είναι «λιγότερος» σε σχέση με όλους και 3) δεν ισχύει η υπεροχή των άλλων σε όλες τις περιπτώσεις. Ένα άτομο που τείνει να λειτουργεί κυρίως με τέτοιου τύπου συγκρίσεις (προς τα πάνω), δυσκολεύεται να απολαύσει τις επιτυχίες του, δεν ενισχύει την αυτοπεποίθησή του και δεν επιβραβεύει τον εαυτό του. Επίσης, πολύ πιθανά η κύρια ενασχόλησή του να αφορά τη συνεχόμενη προσπάθεια για «κάτι ακόμη», απομακρύνοντας τον από τους οικείους (καθότι οι κοντινές σχέσεις θέλουν αφιέρωση προσωπικού χρόνου και ενσυναίσθηση), καθώς και από την «πρώτη επιθυμία», από τους σημαντικούς στόχους του.
Η σύγκριση του εαυτού με πρότυπα κατώτερα (σύγκριση προς τα κάτω) οδηγεί σε μια διαστρεβλωμένη εικόνα σχετικά με τις ικανότητες, τη δύναμη και τη θέση του ατόμου σε σχέση με τους κοντινούς του και την κοινωνία ευρύτερα. Ενώ αυτές οι συγκρίσεις απαλύνουν το άγχος του ανταγωνισμού και της διαρκούς προσπάθειας, μπορεί να κρατούν το άτομο ακίνητο, δηλαδή χωρίς εξέλιξη και βέβαια να το κάνουν να ζει σε μια φαντασιακή πραγματικότητα η οποία είναι πολύ εύθραυστη. Ως εύθραυστη, μπορεί εύκολα να σπάσει σε μια κρίση, μπροστά σε ένα σημαντικό πρόβλημα (όπως μια απώλεια ή μια αποτυχία) με συνέπειες που το άτομο δε θα γνωρίζει πώς να διαχειριστεί ούτε πρακτικά ούτε συναισθηματικά.
Τι κάνουμε λοιπόν; Υπάρχει ένα βασικό ερώτημα που μπορούμε να βάζουμε στον εαυτό μας: ΕΣΥ νιώθεις ευχαριστημένος όπως είσαι στην προσωπική/επαγγελματική/κοινωνική ζωή σου; Τι είναι αυτό που ΕΣΥ θέλεις να κάνεις; Πώς φαντάζεσαι/επιθυμείς να είναι η ζωή σου σε 5,10… χρόνια; Είσαι στο δρόμο προς εκεί και αν όχι, μπορείς να τον δεις και να τον ακολουθήσεις σιγά-σιγά; Δηλαδή, αυτό που μας βοηθά να ισορροπούμε και να μην αδικούμε τον εαυτό μας κάνοντας πολύ αυστηρές ή πολύ ευνοϊκές συγκρίσεις, είναι η επικέντρωση στη δική μας πραγματικότητα. Η φώτιση της δικής μας ξεκάθαρης επιθυμίας. Και επειδή η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, κάνοντας μια τέτοια καλή αρχή έχουμε πολλές ελπίδες για μια ανάλογα ικανοποιητική συνέχεια.
Βιβλιογραφικές παραπομπές
Cacioppo, J. T, Berntson, G.G., Sheridan, J.F., McClintock, M.K. (2000). Multilevel Integrative Analysis of Human Behavior: Social Neuroscience and the Complementing Nature of Social and Biological Approaches. Psychological Bulletin, vol. 126, p. 829- 843.
Gilbert, P. (2003). Evolution, Social Roles, and the Differences in Shame and Guilt. Social Research, vol.70, p. 1205- 1230.