Όταν τα σχολεία βάφονται με κόκκινο: Πυροβολισμοί στο σχολικό περιβάλλον

Χρόνος ανάγνωσης 5 ΄
Έρευνες έχουν αποκαλύψει ότι δεν υπάρχει μια μοναδική αιτία που να οδηγεί στην εκδήλωση του φαινομένου των πυροβολισμών σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα.
Έρευνες έχουν αποκαλύψει ότι δεν υπάρχει μια μοναδική αιτία που να οδηγεί στην εκδήλωση του φαινομένου των πυροβολισμών σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα.

Από την Κατερίνα Γερολύμπου, Δικαστική – Εγκληματολογική Ψυχολόγο, Ψυχοθεραπεύτρια Εφήβων και Ενηλίκων

Η επίθεση στο Umpqua Community College (Oregon), όπου δέκα άτομα σκοτώθηκαν εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, ανακίνησε τη συζήτηση για την ανάγκη πρόληψης του φαινομένου των πυροβολισμών σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα (CNN, 2015). Οι επιθέσεις αυτού του είδους προκαλούν την κατακραυγή από το σύνολο της κοινωνίας, αλλά και παράλληλα υπογραμμίζουν το αίσθημα αβοηθησίας και τη δυσκολία στην πρόληψη τέτοιων περιστατικών από το σύνολο των εμπλεκόμενων φορέων (εκπαιδευτικοί, ειδικοί ψυχικής υγείας, προσωπικό για την επιβολή της δημόσιας τάξης ή νομοθέτες) (Muschert, 2007; O’Toole, 2010; Smolik and Vadura, 2009).

Μέχρι πολύ πρόσφατα, υπήρχε η πεποίθηση ότι οι πυροβολισμοί σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα ήταν ένα φαινόμενο που περιορίζονταν γεωγραφικά στις Η.Π.Α. και οι δραματικές του επιπτώσεις αφορούσαν αποκλειστικά τον αμερικάνικο λαό. Είναι αλήθεια ότι η πρώτη καταγεγραμμένη επίθεση σε σχολικό περιβάλλον έγινε το 1927 στο σχολείο Bath των Η.Π.Α., όπου ανατινάχθηκε το σχολικό οίκημα με δυναμίτη που τοποθετήθηκε στο υπόγειο του κτιρίου. Ωστόσο, από το 2002 και μετά παρατηρούνται ανάλογα φαινόμενα και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γερμανία – Erfurt, 2002; Τσεχία – Krumlov, 2006; Βέλγιο – Dendermonde, 2009, κ.α.) (Smolik and Vadura, 2009). Αντίστοιχο περιστατικό έχει σημειωθεί και στον ελλαδικό χώρο το 2009, στις σχολές επαγγελματικής κατάρτισης του Ο.Α.Ε.Δ. (Αθήνα), όπου τα κίνητρα του δράστη ήταν η εκδίκηση προς ένα συμμαθητή του, καθώς τον χλεύαζε συστηματικά (BBC, 2009).

Οι πυροβολισμοί στα εκπαιδευτικά πλαίσια μπορεί να λάβουν διάφορες μορφές, ανάλογα με τη στόχευση που έχει ο εκάστοτε θύτης: (α) Πυροβολισμοί σε κατάσταση έξαψης (rampage shootings), όπου ο θύτης μπορεί να είναι νυν/πρώην μαθητής ή υπάλληλος του εκπαιδευτικού ιδρύματος, ο οποίος επιτίθεται στα μέλη του εκπαιδευτικού ιδρύματος αποδίδοντας σε αυτά συμβολική αξία, με σκοπό είτε να εκδικηθεί το πλαίσιο, είτε να αποκτήσει εξουσία/δύναμη, (β) μαζικές δολοφονίες (mass murders) όπου στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για έναν ενήλικα θύτη, που δεν είναι ή ήταν ποτέ μέλος ή υπάλληλος του εκπαιδευτικού ιδρύματος και η επίθεση έχει συμβολικό χαρακτήρα και αποτελεί μια απόπειρα απόκτησης εξουσίας/δύναμης, (γ) τρομοκρατικές επιθέσεις (terrorist attacks) όπου το άτομο, ή ομάδες ατόμων, εμπλέκονται σε συμπεριφορές βίας, προκειμένου να επιτύχουν ιδεολογικούς ή πολιτικούς στόχους και (δ) στοχευμένοι πυροβολισμοί (targeted shootings) όπου νυν ή πρώην μαθητής ή υπάλληλος του εκπαιδευτικού ιδρύματος αποσκοπεί να πάρει εκδίκηση από κάποιο/α μέλη του ιδρύματος για μια πραγματική ή υποκειμενικά αντιλαμβανόμενη κακομεταχείριση (Muschert, 2007).

Οι πυροβολισμοί στα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα τυγχάνουν εκτεταμένης προβολής από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η πληροφόρηση όμως που παρέχεται μέσω αυτών, τις περισσότερες φορές είναι μη ακριβής και παραπλανητική, καθώς οι δημοσιογράφοι δεν έχουν πρόσβαση στις αναφορές της αστυνομίας, με αποτέλεσμα να συμβάλλουν στη διαμόρφωση διαστρεβλωμένων αντιλήψεων για το συγκεκριμένο φαινόμενο (O’Toole, 2010). Οι πιο διαδεδομένες και παράλληλα λανθασμένες αντιλήψεις για τους πυροβολισμούς σε εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι ότι οι θύτες ξαφνικά θολώνουν και σκοτώνουν αδιακρίτως, όλοι οι θύτες είναι ίδιοι και έχουν ως κίνητρο την εκδίκηση, ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο με αυξητικές τάσεις, η ενασχόληση με ηλεκτρονικά παιχνίδια με βίαια θεματολογία αποτελεί αιτία για την εκδήλωση μιας τέτοιας συμπεριφοράς και ότι η αύξηση του ελέγχου (εντοπισμός όπλων) και της σωματικής ασφάλειας (συστήματα κλειστής παρακολούθησης) στο σχολικό περιβάλλον θα μειώσει την εκδήλωση τέτοιων φαινομένων (Fox and DeLateur, 2013; O’Toole, 2010).

Η έρευνα έχει αποκαλύψει ότι δεν υπάρχει μια μοναδική αιτία που να οδηγεί στην εκδήλωση μιας τέτοιας συμπεριφοράς, αντιθέτως πρόκειται για ένα πολύ-παραγοντικό φαινόμενο. Ωστόσο, έχει διαπιστωθεί ότι μεταξύ των θυτών υπάρχουν κάποιες ομοιότητες, όπως ότι (α) δεν δρουν παρορμητικά, αλλά έχουν από πριν οργανώσει την επίθεση στο εκπαιδευτικό περιβάλλον, (β) έχουν επιθετικές τάσεις και μπορεί να υπάρχει ιστορικό βίαιης επίθεσης, (γ) η επίθεση στο εκπαιδευτικό πλαίσιο γίνεται με σκοπό να βελτιωθεί το κοινωνικό τους status και να μετατραπεί από «αποτυχημένος» σε «άρχοντας της βίας», μάλιστα η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται μετά από μια μακρά περίοδο απομόνωσης ή διωγμού, και (δ) οι συγκεκριμένοι θύτες είναι πιο επικίνδυνοι από τους «νταήδες» εντός ή εκτός του εκπαιδευτικού συστήματος (Smolik and Vadura, 2009).

Η πολυδιάστατη μορφή αυτού του φαινομένου, αλλά και το γεγονός ότι αυξάνει το φόβο θυματοποίησης από αυτή τη μορφή βίας, οδήγησε το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας στην ανάπτυξη στρατηγικών που θα συνέβαλλαν στον έγκαιρο εντοπισμό τέτοιων περιστατικών. Μία από τις πρώτες στρατηγικές που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η προσπάθεια διαμόρφωσης ενός «προφίλ» για τον τυπικό δράστη, που γρήγορα οδήγησε στη διαπίστωση ότι μια τέτοια λίστα χαρακτηριστικών είναι μονοδιάστατη και αρκετά επικίνδυνη, καθώς στιγματοποιεί πολλά άτομα που μπορεί να έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά αλλά ποτέ δεν θα προβούν σε μια τέτοια ενέργεια. Στη συνέχεια, και η στρατηγική της διαμόρφωσης πολύ αυστηρότερων νόμων για την εκδήλωση βίας στα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή για την αύξηση της ασφάλειας αυτών των χώρων, δεν οδήγησε στα πολυπόθητα αποτελέσματα, καθώς αυτού του είδους τα μέτρα, αν και προέκυψαν με τις καλύτερες των προθέσεων, δεν βασίστηκαν στην κατανόηση του φαινομένου (O’Toole, 2010). Η πιο ενδεδειγμένη στρατηγική για την πρόληψη των πυροβολισμών στα εκπαιδευτικά ιδρύματα θεωρείται ότι είναι η εκτίμηση της απειλής (Borum, Cornell, Modzeleski and Jimerson, 2010).

Ο όρος απειλή αναφέρεται στην έκφραση της πρόθεσης κάποιου ατόμου να προκαλέσει βλάβη ή να συμπεριφερθεί βίαια απέναντι σε κάτι/κάποιον, η οποία μπορεί να πάρει λεκτική, γραπτή ή ακόμα και συμβολική μορφή (πχ. χειρονομίες που προσομοιάζουν όπλο ή πυροβολισμό) (O’Toole, 2010). Η εκτίμηση της απειλής είναι διαφορετική από τη χρήση προφίλ του τυπικού δράστη, καθώς δεν στηρίζεται σε μια λίστα χαρακτηριστικών, αλλά στο κατά πόσο η συμπεριφορά του ατόμου αξιολογείται ως απειλητική ή ανησυχητική. Στα πλαίσια της αξιολόγησης της απειλής, δύο ερωτήματα εξετάζονται: α) πόσο σοβαρές είναι οι απειλές και β) σε τι βαθμό το άτομο έχει τα μέσα, την πρόθεση και το κίνητρο να κάνει την απειλή του πράξη (πχ. «το τελευταίο διάστημα έχει επιδείξει το άτομο ενδιαφέρον για περιστατικά μαζικής βίας, όπλα ή επιθέσεις σε σχολικά περιβάλλοντα;» ή «το άτομο έχει τη δυνατότητα να υλοποιήσει μια πράξη κατευθυνόμενης/στοχευμένης βίας;» (Borum et al., 2010;  O’Toole, 2010).

Είναι σαφές ότι το φαινόμενο των πυροβολισμών στα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα δεν είναι κάτι που αφορά αποκλειστικά τους συγκεκριμένους χώρους, καθώς επηρεάζει και επηρεάζεται από την κοινωνία στο σύνολό της. Η ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης αυτού του φαινομένου είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη, όχι μόνο για την καλύτερη κατανόησή του και κατ’ επέκταση για το σχεδιασμό αποτελεσματικότερων στρατηγικών πρόληψης, αλλά και για την άρση των όποιων λανθασμένων αντιλήψεων επικρατούν στην κοινή γνώμη. Τα τελευταία ερευνητικά δεδομένα αποκαλύπτουν ότι η ύπαρξη διαδικτυακών απειλών, αλλά και της κακοποίησης ζώων, σχετίζονται θετικά με τους δράστες που έχουν προβεί σε πυροβολισμούς σε σχολικά περιβάλλοντα. Γίνεται λοιπόν εμφανές, ότι στις στρατηγικές πρόληψης θα πρέπει να ενταχθούν τουλάχιστον οι παραπάνω παράγοντες (Arluke and Modfis, 2013; Lindberg, Oksanen, Sailas and Heino, 2012). Επιπρόσθετα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο πολιτισμικός παράγοντας, καθώς φαίνεται ότι στις Η.Π.Α. οι δράστες συνήθως έχουν υποστεί κάποια μορφή κακοποίησης, ενώ σε άλλες χώρες υπάρχει πιο έντονο το θρησκευτικό ή το εθνικιστικό στοιχείο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διερεύνηση του φαινομένου των πυροβολισμών σε εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι δύσκολη, καθώς τέτοιου είδους γεγονότα είναι σπάνια, αλλά και γιατί στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (περίπου 70%) οι δράστες δεν επιβιώνουν της επίθεσης (είτε αυτοκτονούν, είτε σκοτώνονται από την αστυνομία). Όμως είναι σημαντικό να μελετηθεί και να κατανοηθεί βαθύτερα αυτό το φαινόμενο για να δημιουργηθεί μια αίσθηση ελέγχου και να περιοριστεί η αίσθηση αβοηθησίας που μπορεί να βιώνεται από την κοινωνία. Η γνώση πάντοτε θα αποτελεί το ισχυρότερο των όπλων για τον περιορισμό του φόβου και την αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας κατάστασης.

Βιβλιογραφία

Arluke, A. & Madfis, E. (2013). Animal abuse as a warning sign of school massacres: A critique and refinement. Homicide Studies, 11-16.

BBC (2009). Greek gunman dies after shooting, retrieved from http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/7993401.stm. (10-04-2009)

Borum, R., Cornell, D., Modzeleski, W. and Jimerson, S. (2010). What can be done about school shootings: A review of evidence. Educational Researcher, 39, 27-37. Doi: 10.3102/0013189×09357620.

CNN (2015). Oregon shooting: Gunman dead after college rampage, retrieved from http://edition.cnn.com/2015/10/03/us/oregon-umpqua-community-college-shooting. (2-10-2015).

Fox, J.A. and DeLateur, M.J. (2013). Mass shootings in America: Moving beyond Newton. Homicide Studies, 1-21. Doi: 1088767913510297.

Lindberg, N., Oksanen, A., Sailas, E. & Heino, R. (2012). Adolescents expressing school massacre threats online: Something to be extremely worried about? Child and Adolescents Psychiatry and Mental Health, 6, 39- 47. Doi: 10.1186/1753-2000-6-39.

Muschert, G.W. (2007). Research in school shootings. Sociology Compass, 1(1): 60-80. Doi: 10.1111/j.1751-9020-2007.00008x.

O’Toole, M.E. (2010). The school shooter: A threat assessment perspective. Virginia: FBI Academy.

Smolik, J. & Vadura, V. (2009). Mass murders at school institutions: Children and parents as easy targets. Rexter, 1, 62-74.