Από την Ελπίδα Μαρκοπούλου, Κλινική Ψυχολόγο, D.E.A.
Οι κοινωνιολογικές έρευνες παρατηρούν ότι οι νεότερες γενιές παραμένουν περισσότερο εξαρτημένες από τις οικογένειές τους και εισέρχονται στην ενήλικη ζωή πιο αργά απ’ ότι παλιότερα. Μελέτες υποδεικνύουν εδώ και χρόνια ότι οι κοινωνικές συνθήκες (παράταση των σπουδών, ανεργία, οικονομική κρίση) στις δυτικές κοινωνίες δεν επιτρέπουν στους νέους να εισέλθουν στον κόσμο της εργασίας. Κατά συνέπεια, οι νέοι βρίσκονται σε μια θέση εξάρτησης. Σημαίνει λοιπόν, αυτή η εξάρτηση που παρατηρούν οι κοινωνιολόγοι ότι είναι λιγότερο ώριμοι, δηλαδή λιγότερο ενήλικες; Ή για να το πούμε διαφορετικά, οι αλλαγές αυτές που παρατηρούνται σε κοινωνικό- οικονομικό επίπεδο καθιστούν τους σημερινούς ενήλικες λιγότερο ενήλικες από αυτούς σε παλιότερες εποχές;
Οι εθνολογικές μελέτες έχουν εξετάσει το θέμα της ηλικίας στις πρωτόγονες κοινωνίες όπου συναντάμε ιεροτελεστίες για το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή. Στις κοινωνίες αυτές υπάρχει μια αρχή και ένα τέλος της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγουν τις ατέλειωτες εφηβείες.
Αντίθετα, στις λεγόμενες μοντέρνες κοινωνίες η εφηβεία μοιάζει να παρατείνεται όλο και περισσότερο. Για την κοινωνιολογία, η είσοδος στην ενήλικη ζωή στηρίζεται στους δύο στύλους της κοινωνικής ζωής: την επαγγελματική επιλογή και το γάμο. Σήμερα βέβαια, αυτοί οι δυο στύλοι απέχουν πολύ από αυτό που ήταν παραδοσιακά και η αποσταθεροποίηση αυτή που παρατηρούμε μας επιτρέπει να μιλάμε για μια νέα ηλικία, τη μετεφηβεία.
Ποια είναι λοιπόν, τα στοιχεία αυτά που μας βοηθούν να ξεπεράσουμε το στάδιο του παιδιού- εφήβου; Πώς βρίσκουμε τη θέση μας στον κόσμο; Για την ψυχανάλυση η απάντηση βρίσκεται στο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Η ψυχανάλυση μας διδάσκει ότι το να γίνει κάποιος ενήλικας, το να γίνει εξ’ολοκλήρου άνδρας ή γυναίκα απαιτεί μία οργάνωση των οιδιπόδειων συγκρούσεων. Με άλλα λόγια, για να κατακτήσει το άτομο την ωριμότητα, πρέπει όχι μόνο να αποκοπεί από τον ναρκισσισμό του αλλά και από τα πρωταρχικά αντικείμενα που του προσφέρει η ζωή, την μητέρα και τον πατέρα.
Ο Λακάν εξηγεί ότι για την ψυχανάλυση πρόκειται για μια ένταση ανάμεσα στη ασυνείδητη σκέψη και σε αυτή που ονομάζουμε ενήλικη σκέψη. Δηλαδή πρόκειται για μια ένταση ανάμεσα στην αρχή της ευχαρίστησης και την αρχή της πραγματικότητας.
Καταλαβαίνουμε επομένως, ότι η απόκτηση της ωριμότητας είναι το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού ανάμεσα στην ευχαρίστηση και την πραγματικότητα. Όπως το είχε υποδείξει και ο Φρόυντ στο “Τοτεμ και Ταμπου”: “η πραγματικότητα όπως και η επιστήμη δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να απαλλαγεί από τις ψευδαισθήσεις και τις παιδικές εξαρτήσεις και τον καθιστά ικανό να προσαρμοστεί στον εξωτερικό κόσμο”.
Τα κριτήρια αυτά συμφωνούν με τους στόχους της ψυχαναλυτικής εργασίας τα οποία είχε περιγράψει ο Φρόυντ: εξασφαλίζει ότι το Εγώ εμφανίζεται εκεί που βασίλευε το Αυτό. Πρόκειται για μια δουλειά ένταξης αυτού που προέρχεται από το Αυτό, την παιδική ηλικία. Πρόκειται για μια ικανότητα του Εγώ να είναι σε επαφή με το παιδικό ενώ προσαρμόζεται ταυτόχρονα στην εξωτερική πραγαματικότητα. Μπορεί έτσι, σιγά σιγά να αρνηθεί να έχει μόνο την ευχαρίστηση ως οδηγό και αυτό αποδεικνύει μια εξέλιξη προς την “ωριμότητα”.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο ενήλικας είναι ένα δημιούργημα της φαντασίας του παιδιού. Ο μικρός άνθρωπος ξοδεύει την παιδική του ηλικία και την εφηβεία του περιμένοντας να γίνει ενήλικας ώστε να είναι σε θέση να κάνει, τουλάχιστον έτσι πιστεύει, όλα αυτά, που μέχρι σήμερα, του φαίνονταν αδύνατα ή απαγορεύονταν.
Θα μπορούσαμε ακόμα, να πούμε ότι το να είναι κάποιος ενήλικας είναι ένας τρόπος ψυχικής λειτουργίας που δεν ανταποκρίνεται απαραίτητα σε μια ηλικία, μια κατάσταση. Λειτουργούμε δηλαδή, περισσότερο ή λιγότερο ως ενήλικες ανάλογα με τα άτομα, τις συνθήκες, τις στιγμές της ζωής. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας δεν αναφέρεται σε ένα απόλυτο ιδανικό και άρα κάτι το ουτοπικό, αλλά περισσότερο στις δυνατότητες του ατόμου μέσα σε ένα δεδομένο περιβάλλον. Η λειτουργία του ατόμου ως ενήλικα χαρακτηρίζεται από την ικανότητά του για αυτονομία και και διανοητική δραστηριότητα, από τη δυνατότητα δηλαδή να μπορεί να αποστασιοποιείται τόσο από τους άλλους όσο και από τον εαυτό.
Το να ζει κανείς μόνος του, να εργάζεται, να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια είναι κριτήρια που κοινωνιολογικά σηματοδοτούν την ενήλικη ζωή. Πρόκειται όμως, για ρόλους κοινωνικούς τους οποίους ο καθένας μπορεί να παίξει (και μάλιστα με επιτυχία) χωρίς υποχρεωτικά να αισθάνεται ενήλικας. Ενήλικας θα λέγαμε ότι είναι μια αίσθηση πολύ προσωπική και εξαρτάται από τις εμπειρίες του καθενός: τα συναισθήματα, τις διαθέσεις και επίσης, από το πώς διαχειρίζεται την προσωπική και την επαγγελματική του ζωή.
Το πέρασμα από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή δεν είναι γραμμικό, επεκτείνεται μέσα στο χρόνο. Πρόκειται για μια πορεία εξατομικευμένη, μια διαδικασία συνεχόμενη και προοδευτική, μια κατασκευή του εαυτού μέσω της προσωπικής εμπειρίας. Πρόκειται δηλαδή για ένα πήγαινε- έλα ανάμεσα στην παρούσα κατάσταση και αυτή που θα έλθει. Με μια φράση θα μπορούσαμε να πούμε ότι το να γίνεται κανείς ενήλικας σημαίνει να ξεπερνά το Οιδιπόδειο, να αποχωρίζεται ψυχικά τους γονείς, ενώ ταυτόχρονα να δέχεται το παιδικό μέσα του.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Attias-Donfut, C. Sociologie des générations ; l’empreinte du temps. Paris : PUF, 1988.
Boutinet, J- P. Psychologie de la vie adulte. Paris : PUF, 1995. Dufour, D-R. La condition subjective dans les sociétés démocratiques. Assoun, P-L., Zafiropoulos, M, (sous la dir.), L’anthropologie psychanalytique. Paris : Anthropos- Economica, 2002.
Freud, S. (1912- 1913). Totem et Tabou. Paris : PUF, 1998.
Freud, S. (1924). La disparition du complexe d’Œdipe. La vie sexuelle. Paris : PUF, 1997. Jeammet, P. Être adulte ou comment apprendre à gérer la place de l’infantile. Adolescence, 2000, n° 36, p. 419- 431.
Lacan, J. (1938). Les Complexes Familiaux. Autres Ecrits. Paris : Ed. du Seuil, 2001.
Lacan, J. Livre VII du Séminaire (1959- 1960), L’éthique de la psychanalyse. Paris : Ed. Du Seuil, 1986.
Mannheim, K. (1972). Le problème des générations. Paris : Ed. Nathan, 1990.
Ritvo, S. Fin d’adolescence et processus de développement, Adolescence, 1995, n° 26, p.133- 149.