Πολιτική ποινικής καταστολής και «αντιαπαγορευτική» πολιτική

Χρόνος ανάγνωσης 7 ΄
Η χώρα που πρώτη εφάρμοσε στην Ευρώπη την πολιτική εκσυγχρονισμού τoυ κατασταλτικού μοντέλου ήταν η Ολλανδία το 1976.

Από τον Αναστάσιο Ράπτη

Η σύγχρονη πολιτική στο θέμα των ναρκωτικών, εμφανίζεται ιστορικά σαν πράξη σε παγκόσμιο επίπεδο το 1914, με την εφαρμογή του Νόμου Harrison “Harrison Narcotic Act” στις Η.Π.Α.. Ο νόμος αυτός απαγόρευσε την (μέχρι τότε) ελεύθερη διάθεση των οπιούχων και της κοκαΐνης. Η δικαιολογία που δόθηκε γι’ αυτή την απαγόρευση – αποτέλεσμα απόφασης πολιτικών και όχι γιατρών ή επιστημόνων – ήταν η αρχή της «Προστασίας της υγείας». Από το 1919 έως το 1934 είχε επιβληθεί στις Η.Π.Α. η απαγόρευση για τα αλκοολούχα ποτά (ποτοαπαγόρευση), η οποία στηρίχθηκε στην ίδια αρχή (www.elefsyna.org,  Γρίβας Κ., 2006).

Η ιδεολογία της ποινικής καταστολής βασίζεται στον «ανθρωπιστικό χαρακτήρα» των κινήτρων της. Έμφαση δίνεται στις συνέπειες που έχει η συμπεριφορά για τον ίδιο τον δράστη (χρήστης) και οι οποίες αποτελούν τον παράγοντα που νομιμοποιεί την επιβολή της κυρίαρχης ηθικής, μέσω των ποινικών κανόνων (Κουκουτσάκη Α., 2002). Η οπτική της ποινικοποίησης των ουσιών μπορεί να συγκεντρωθεί στην φράση «η διαθεσιμότητα αυξάνει την έκθεση, η έκθεση αυξάνει τις πιθανότητες εξάρτησης». Το ρόλο του προστάτη της υγείας των πολιτών παίρνει η Εξουσία μέσω του ποινικού δικαίου.

Η ποινική καταστολή στρέφεται εναντίον της διάδοσης ψυχοτρόπων ουσιών, μέσω της νόμιμης διαδικασίας της συνταγογράφησης ή μέσω των παρανόμων κυκλωμάτων διακίνησης. Ουσιαστικό στόχο της νομοθεσίας αποτελεί ο περιορισμός της χρήσης, τόσο με την καταστολή της διάδοσης, όσο και με την τιμωρία του καταναλωτή ψυχοτρόπων ουσιών. Η  νομοθεσία των ναρκωτικών έχει τη διττή αποστολή του παραδειγματισμού και του σωφρονισμού (Μαρσέλος Μ, 1997). Πιο συγκεκριμένα, οι στόχοι των νόμων κατά των ναρκωτικών είναι η ατομική και η κοινωνική προστασία. Η ατομική προστασία αφορά την πρόληψη της ψυχικής και σωματικής υγείας από τις βλάβες που προκαλεί η χρήση ναρκωτικών στον χρήστη, ενώ η κοινωνική προστασία αφορά την προστασία του συνόλου από τις πιθανές αξιόποινες πράξεις των ατόμων που βρίσκονται υπό την επήρεια, λόγω της πεποίθησης ότι η χρήση ναρκωτικών προκαλεί εγκληματικές συμπεριφορές (Arnao G., 1995).

Οι διεθνείς συμβάσεις βάση των οποίων υπαγορεύθηκε σε διάφορες χώρες την φιλοσοφία της κατασταλτικής πολιτικής είναι αυτές οι οποίες θέσπισε ο Ο.Η.Ε. το 1961 (Σύμβαση της Βιέννης για τα ναρκωτικά) (Arnao G., 1995). «…Στην Ελλάδα η πρώτη νομοθετική ρύθμιση και η οποία αναφέρεται στην ινδική κάνναβη έγινε το 1906 με το Ν. ΓΡΚΓ/1906, στόχος του οποίου ήταν ο καθορισμός φόρου ανά στρέμμα καλλιέργειας κάνναβης. Η ευφορική χρήση της κάνναβης τράβηξε την κρατική προσοχή το 1919 (Ν.Δ. 1681), όπου απαγορεύτηκε η χρήση, η διάδοση και η πώληση του χασίς, στα πλαίσια της καταστολής της “αλητείας και της επαιτείας”. Το 1920 (Ν.Δ. 2107/1920) ρυθμίζονται με λεπτομέρειες η απαγόρευση της καλλιέργειας, της εμπορίας και της κατανάλωσης ¨ινδικής κάνναβης¨, καθώς και οι πρώτες διατάξεις σχετικά με την εμπορία του οπίου, της μορφίνης, της κοκαΐνης και της ηρωίνης (Ν.Δ. 2412/1920). Γενικότερα, κεντρική θέση στη νεότερη ελληνική νομοθεσία κατέχει το Ν.Δ. 743/70, το οποίο φτιάχτηκε σύμφωνα με την αμερικανική εμπειρία  καθορίζει τις ουσίες που θεωρούνται ¨ναρκωτικά¨ και υπάγονται στις σχετικές ποινικές διατάξεις. Στον ίδιο νόμο ορίζεται το εννοιολογικό περιεχόμενο των όρων ¨τοξικομανία¨ και ¨τοξικομανής¨ και περιγράφεται η ποινική δίωξη τόσο της εμπορίας όσο και της παράνομης ηδονιστικής χρήσης. Ουσιαστική καινοτομία του νόμου 1729/87,ο οποίος διαμορφώνει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο ήταν η αναγνώριση της ανάγκης ανάπτυξης υπηρεσιών πρόληψης και κοινωνικής επανένταξης. Έτσι, θεσμοθετείται για πρώτη φορά το «Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων» (ΚΕΘΕΑ). Ο εν λόγω νόμος συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με τον νόμο 2161/1993, ο οποίος περιλαμβάνει την θεσμοθέτηση ενός ακόμη κεντρικού οργάνου, του Οργανισμού κατά των Ναρκωτικών (ΟΚΑΝΑ). Επίσης, με τον νόμο αυτό καθορίζονται οι όροι και οι συνθήκες χορήγησης υποκατάστατων για τα οπιούχα…» (Μαρσέλος Μ, 1997). Οι βασικοί άξονες του νόμου τόσο κατά την αρχική διατύπωσή του, όσο και κατά την τροποποίησή του είναι η αυστηρή ποινή κατά των εμπόρων και η επιείκεια στους χρήστες (Κουκουτσάκη Α., 2002).

Η έμφαση που δίνεται στο θέμα της καταστολής, θεωρητικά, δεν αφορά την χρήση αλλά την εμπορία των ναρκωτικών, για την οποία στο σύνολο των νομοθεσιών προβλέπονται αυστηρές ποινικές κυρώσεις. Η πρακτική εφαρμογή όμως της κατασταλτικής πολιτικής αποδεικνύει ότι στις φυλακές δεν βρίσκονται έμποροι ναρκωτικών, αλλά στην συντριπτική πλειοψηφία τους είναι εξαρτημένοι χρήστες, οι οποίοι για να εξασφαλίσουν την καθημερινή δόση τους προβαίνουν σε μικροδιακίνηση. Οι «εγκέφαλοι» του παράνομου κυκλώματος παραμένουν κατά κανόνα ασύλληπτοι και αυτό το γεγονός δεν επηρεάζεται από την αυστηρότητα της νομοθεσίας. Η σύλληψη, από την άλλη πλευρά, των μικροδιακινητών δεν επηρεάζει ιδιαίτερα το παράνομο κύκλωμα καθώς αποτελούν τους ασήμαντους κρίκους της αλυσίδας και η αντικατάστασή τους γίνεται σχεδόν αυτόματα (Κουκουτσάκη Α., 2002). Το 50% του πληθυσμού των ελληνικών φυλακών αφορά χρήστες παράνομων ουσιών. Η τιμωρία των ανθρώπων αυτών κατά κανόνα ούτε σωφρονισμό επιφέρει αλλά ούτε παραδειγματισμό.

Επιπλέον, στo πλαίσιo της «αντιναρκωτικής» πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία (ΕΠΝΤ) για τα παράνομα ψυχότροπα -«ναρκωτικά»- έχει προκληθεί η αύξηση του αριθμού των θανάτων των εξαρτημένων, εξαιτίας συνθηκών νοθείας και άγνοιας του καταναλώσιμου προϊόντος (ποιοτικό και ποσοτικό ανεξέλεγκτο των ουσιών) ή ανθυγιεινών συνθηκών λήψης. Επίσης, η αύξηση της εξάπλωσης των ασθενειών που συνδέονται με τις άθλιες συνθήκες λήψης που επιβάλλει η παρανομία (AIDS, ηπατίτιδα Β, ηπατίτιδα C, διάφορες λοιμώξεις), καθώς και η αύξηση της εγκληματικότητας: 70% της εγκληματικότητας του δρόμου (επιθέσεις, κλοπές προσωπικών αντικειμένων και τσαντών, τραυματισμοί, απειλές και εκφοβισμοί) είναι για την εξεύρεση της δόσης (μικροδιακίνηση, κλοπή και εκπόρνευση) (Ελευθεροτυπία, 07/01/2010).  Το ετήσιο παγκόσμιο κέρδος του παράνομου εμπορίου υπολογίζεται στα 500 δις δολλάρια (12.500 ευρώ το δευτερόλεπτο!), ενώ το οικονομικό κόστος των φορολογούμενων πολιτών για τη συντήρηση και ανάπτυξη των σχετικών διωκτικών, δικαστικών, σωφρονιστικών, μηχανισμών ανέρχεται στα 40.000.000 ευρώ την ημέρα (THE ECONOMIST: WORLD IN FUGURES, THE ECONOMIST, 1994, σ.22). Απαγορεύοντας τα φυτά (π.χ. παπαρούνες οπίου, φύλλα κόκας) δόθηκε η ευκαιρία μαζικής μονοπωλιακής παραγωγής των χημικών -βιομηχανικών τους αντίστοιχων ουσιών (π.χ. Μορφίνη, Ηρωίνη, Κοκαΐνη). Οι δυσκολίες ιατρικής βοήθειας και συλλογής επιδημιολογικών στοιχείων που σχετίζονται με μια παράνομη και άρα κρυφή συμπεριφορά αποτελούν μια επιπλέον παθολογία που συνδέεται με τις συνθήκες παρανομίας (Arnao G., 1995). Τέλος, αναλογιζόμενοι και την θεωρία της ψυχολογικής αναδραστικότητας (Brehm), η καταστολή έχει και την λειτουργία της  πρόκλησης για χρήση στις νεαρές ηλικίες, όπου «η έλξη της παράβασης, η περιέργεια και η επιθυμία για κάτι τολμηρό είναι από τους βασικότερους παράγοντες έναρξης της χρήσης», σύμφωνα με την έκθεση της ΕΟΚ (Αρθρο 38 Εξετ. Επιτροπή για τα ναρκωτικά στις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Σεπτ. 1986) (Ελευθεροτυπία, 07/01/2010).

Προς τον εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό του κατασταλτικού μοντέλου τείνει η «αντιαπαγορευτική» πολιτική ή αλλιώς η πολιτική μείωσης της βλάβης (π.χ. νομοθεσία της Ολλανδίας). Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η χρήση, η κατοχή και η προμήθεια για προσωπική χρήση δεν συνιστά ποινικό αδίκημα. Η θεραπευτική μεταχείριση του εξαρτημένου χρήστη δεν επιβάλλεται από το δικαστήριο αλλά έχει προαιρετικό χαρακτήρα, ενώ παράλληλα με τα θεραπευτικά προγράμματα λειτουργούν προγράμματα φαρμακευτικής υποστήριξης. Τέλος, ως προς την εμπορία, εισαγωγή ή εξαγωγή  ναρκωτικών διατηρείται η ποινική καταστολή, με την διαφορά ότι η ποινική μεταχείριση είναι ανάλογη με την κατηγορία στην οποία υπάγονται οι ουσίες (αυστηρότερη για τα παράγωγα του οπίου, την κοκαΐνη, ενώ είναι ηπιότερη για τα παράγωγα της κάνναβης). Αυτά  τα σημεία της εν λόγω πολιτικής  αποτελούν τους βασικούς άξονές της. Τα επιχειρήματα της «αντιαπαγορευτικής» πολιτικής αφορούν αφενός «…στην αποτυχία της ποινικής καταστολής να ελέγξει το πρόβλημα των ναρκωτικών, οι βασικές εκφάνσεις του οποίου εμφανίζονται να συνδέονται αιτιακά με την ίδια την ποινική καταστολή», δηλαδή, στα σημεία που αναφέρθηκαν παραπάνω ως συνέπειες της καταστολής. Αφετέρου αφορούν «…στο κατά πόσο πληρούνται οι όροι ύπαρξης της ποινικής καταστολής στην περίπτωση της χρήσης ναρκωτικών από την άποψη της εναρμόνισης της με τις γενικότερες δικαιοπολιτικές αρχές αλλά και την ανάγκη διαφύλαξης των ανθρώπινων δικαιωμάτων» (η χρήση ναρκωτικών είναι μια πράξη αυτοπροσβολής, δεν στρέφεται κατά τρίτων) (Κουκουτσάκη Α., 2002).

Το παράδειγμα της Ολλανδίας
Η χώρα που πρώτη εφάρμοσε στην Ευρώπη την πολιτική εκσυγχρονισμού τoυ κατασταλτικού μοντέλου ήταν η Ολλανδία το 1976. Η πολιτική που εφαρμόζεται είναι αυτή της «μείωσης της βλάβης» αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της χρήσης και κατάχρησης ουσιών ως θέμα δημόσιας υγείας και όχι ως ζήτημα δημόσιας τάξης. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι έχει πετύχει μια αποτελεσματική άμυνα στις συνέπειες που έχει επιφέρει η κατασταλτική πολιτική (Γρίβας Κ. 1995). Ο αριθμός εξαρτημένων ατόμων από 35.000 το 1980 μειώθηκε σε 15.000-20.000 το 1990, ενώ ο μέσος όρος της ηλικίας των εξαρτημένων χρηστών (οποιοειδών, κοκαίνης)  έχει αυξηθεί (Ed Leuw 1991). Οι νέοι φαίνεται πως έχουν υιοθετήσει μια αρνητική στάση απέναντι στην χρήση των ελεγχόμενων ψυχοτρόπων ουσιών. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1976 νέοι ηλικίας 15-16 ετών χρησιμοποιούσε κάνναβη περιστασιακά σε ποσοστό 3%, ενώ νέοι 17-18ετών σε ποσοστό 10%. Το 1985 τα ποσοστά είχαν μειωθεί σε 2% και σε 6% αντιστοίχως (Netherlands, Ministry of Health, Policy on Drug Users, 1985). Το 1988-1989 νέοι έως 19 ετών είχαν δοκιμάσει κάνναβη σε ποσοστό 2,7%, ενώ ηρωίνη και κοκαΐνη  το 0,4%(H.N. Plomp, H.Kuipers, M. Van Oers, 1988/1989). Όσον αφορά τον αριθμό των θανάτων που οφείλονται στην χρήση ουσιών μειώθηκε από 73 το 1980 σε 52 το 1990  και έχει σταθεροποιηθεί γύρω στους 50 (Bunning E. 1990). Βελτίωση παρατηρείται και στην υγεία των χρηστών καθώς το ποσοστό των μεταδιδόμενων ασθενειών μεταξύ του εν λόγω πληθυσμού έχει μειωθεί ( Γρίβας Κ. 1995). Τέλος ως προς την αποτελεσματικότητα των διωκτικών υπηρεσιών ως προς την εμπορία αξίζει να σημειωθεί ότι οι ποσότητες ηρωίνης που κατάσχονται στην Ολλανδία (15 εκατ. κάτοικοι) ήταν περίπου ίσες με αυτές που κατάσχονται στις Η.Π.Α. (250 εκατ. κάτοικοι) ( Γρίβας Κ. 1995).

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ

Οργανώσεις εμπορίου Χρήση Μηχανισμοί καταστολής
Πριν την απαγόρευση ˉ Διαδεδομένη ˉ
Στη αρχή της απαγόρευσης Μεμονωμένοι έμποροι. Διαδεδομένη Λίγοι μη ειδικευμένοι αστυνομικοί
70 χρόνια μετά την απαγόρευση Ισχυρές, οικονομικά και πολιτικά, οργανώσεις. Πολύ διαδεδομένη Μηχανισμοί ισχυροί και εξειδικευμένοι

(Πηγή: Giancarlo Arnao, το δίλημμα ηρωίνη, εκδόσεις Βαβελ.)

 

Βιβλιογραφία: 

  • Arnao G., Το δίλημμα Ηρωίνη, Εκδόσεις Βαβέλ, Αθήνα,1995.
  • Bunning E., The Municipal Health Service and the Drug Problem in Data, Part ΙV, 1990
  • Γρίβας Κλεάνθης, Πλανητική κυριαρχία και Ναρκωτικά, Ιανός, Θεσσαλονίκη, 2006
  • Γρίβας Κλεάνθης, Οπιούχα: Μορφίνη – Ηρωίνη – Μεθαδόνη, Νεα Σύνορα, Αθήνα, 1995.
  • (Ελευθεροτυπία, 07/01/2010, άρθρο του ιατρού και προέδρου του Ελευθεριακού Συνδέσμου Απεξάρτησης (ΕΛΕΥ.ΣΥΝ.Α.) Οικονομόπουλου Α. Γιώργη).
  • Ed Leuw,  Drugs and Drug Policy in the Netherlands, The University of Chicago Press,  Crime and Justice, Vol. 14 (1991), pp. 229-276
  • H.N. Plomp, H.Kuipers, M. Van Oers, Smoking, Alcohol and Drug Use among  School Students from the age of 10: Results of the 4th Survey Conducted by the Youth Health Survey Centers 1988/1989, Amsterdam: University of Amsterdam; Utrecht: Netherlands Institute on Alcohol and Drugs, 1990.
  • Μαρσέλος Μάριος., Εξαρτησιογόνες Ουσίες,  Τυπωθήτω, Αθήνα,1997.
  • Κουκουτσάκη Αφροδίτη, Χρήση ναρκωτικών, Ομοφυλοφιλία, Κριτική, Αθήνα, 2002.
  • Netherlands, Ministry of Health, Policy on Drug Users, 1985, σελ.2

Διαβάστε επίσης:
Μέσα από την οπτική της πειραματικής ανάλυσης της συμπεριφοράς