Δεν ξέρω αν ενδιαφέρουν κανέναν οι αναμνήσεις μου, αυτές οι επίμονες επισκέπτριες που έρχονται και ξανάρχονται και δε θέλουν με τίποτε να παγώσουν στις κρύες κάμαρες της λήθης… Κι ας μην τις καλοδέχομαι πολλές φορές κι ας μην τους έχω φερθεί και πολύ ευγενικά αφού μοστράρουν προκλητικά την ομορφιά, την ξενοιασιά και την αθωότητά τους υπογραμμίζοντας την αντίθεση με τωρινές διαθέσεις και συναισθήματα.
Μια τέτοια λοιπόν ανάμνηση -στολίδι που δεν ξεθωριάζει με τίποτε, εμφανίζεται σε ανύποπτο χρόνο, καμιά φορά εκεί που γράφω ένα έγγραφο στη δουλειά, ή όταν φτιάχνω καφέ ελληνικό, θρονιάζεται επιδεικτικά στο μυαλό μου κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς και δεν το κουνάει με τίποτε..
Κάποιες χρονιές, προσπάθησα να τη διώξω, δεν είχα χρόνο για νοσταλγικές βόλτες, αλλά αυτή αρνήθηκε πεισματικά..
Όμως όσο μεγαλώνω την αγκαλιάζω όλο και πιο σφιχτά, παίζω μαζί της, την ξαναπλάθω στο μυαλό μου κι αυτή στάζει μελένιο σιρόπι από μπακλαβά, στους γευστικούς μου πόρους και με ξεκουφαίνει μια αιχμηρή μελωδία από τσιγγάνικα κλαρίνα…
Παραμονή Πρωτοχρονιάς λοιπόν του 1983 στο σπίτι μας επικρατούσε ο γνωστός πανικός της ελληνικής οικογένειας για την προετοιμασία της βασιλόπιτας, ενός μπακλαβά που ήταν ήδη στο φούρνο και το σιρόπι του έβραζε στο μάτι της κουζίνας, καθώς και του ψητού για το βραδινό φαγητό. Η μαμά κυρίως τον είχε τον πανικό, ο μπαμπάς τη βοηθούσε χωρίς αυτόν, ενώ εγώ σκεφτόμουν πως να φύγω απ’ το σπίτι, για να τρέξω να επενδύσω σε σκουλαρίκια τα λεφτά που είχα πάρει από τον μπαμπά μου με το πρόσχημα ότι θα του πω τα κάλαντα.
Το παιχνίδι με τα κάλαντα ήταν στημένο χρόνια πριν και παίζαμε καλά τους ρόλους μας με αγάπη και τρυφερότητα.. Ξεγελούσαμε τον μπαμπά τα τελευταία χρόνια ότι θα του τραγουδήσουμε τα κάλαντα αφού πρώτα μας δώσει τα λεφτά… όταν εκείνος τα έβγαζε με χαμόγελο από ένα μικρό πορτοφολάκι, τα αρπάζαμε κυριολεκτικά απ’ το χέρι του χωρίς να του τα τραγουδήσουμε μετά, με το πρόσχημα ότι ήμαστε ολόκληρες γαϊδούρες πια…Στο τέλος ξεσπούσαμε όλοι σε γέλια.
Όσο ετοιμαζόμαστε με την αδερφή μου, βάζοντας το πρώτο λιπ γκλος που είχαμε αποκτήσει και νιώθαμε φοβερές ντίβες που τα ξερά από το κρύο χείλη, έλαμπαν με γεύση φράουλας, ακούσαμε τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, να διαπερνούν το χειμωνιάτικο μεσημέρι, μ’ έναν ήχο δεσποτικό και αγέρωχο και ταυτόχρονα τρυφερό και μελωδικό, από τέσσερις τσιγγάνους με κλαρίνα κι ένα τεράστιο ταμπούρλο που περνούσαν κάτω από το σπίτι μας.
Αυτό συνέβαινε σχεδόν κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς στη Θεσσαλονίκη και ο μπαμπάς, πάντα έβγαινε στο μπαλκόνι να τους ρίξει ένα πενηντάρικο ή κατοστάρικο, ενώ η μαμά τις περισσότερες φορές προφασιζόταν μια δικαιολογία όχι γιατί δεν ήθελε να τους δώσει, αλλά πιο πολύ γιατί ένιωθε αμήχανα να την βλέπουν οι γειτόνισσες να πετά τα λεφτά από το μπαλκόνι..
Βγαίνει λοιπόν ο μπαμπάς μου εκείνη τη μέρα με ένα κατοστάρικο που το είχε πιάσει μ’ ενα μανταλάκι για να μην το πάρει ο αέρας…(τα άκουγε απ’ τη μάνα μου και για τα μανταλάκια που χαλούσε,) αλλά δεν τον πείραζε καθόλου. Κάθεται στην άκρη της βεράντας και προσπαθεί να συνεννοηθεί με το βλέμμα του με τον μικρότερο που κρατούσε το ντέφι και μάζευε τα λεφτά.. Εγώ τον παρακολουθούσα από την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα και κυριολεκτικά έμεινα με το στόμα ανοιχτό όταν τον άκουσα να μιλάει με τον τσιγγάνο:
-Ναι εγώ είμαι, έλεγε.. Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω!! Ελάτε επάνω να σας κεράσω έναν καφέ!!
Έπαθα την πλάκα μου!!.. “Τι λέει τώρα” σκέφτηκα…μα είναι σοβαρός; θα φωνάξει τους τσιγγάνους για καφέ; θα τον κράξει η μαμά.. έχει ένα σωρό δουλειές…
Σε ελάχιστα λεπτά οι μελαμψοί καλανταδόροι έφτασαν στην πόρτα του σπιτιού μας.. Πάρκαραν απ’ έξω το τεράστιο ταμπούρλο, ενώ τα κλαρίνα μπήκαν μέσα μαζί με τους ιδιοκτήτες τους.. Όπως το είχα προβλέψει, η μαμά έγινε πυρ και μανία αλλά μπροστά τους ήταν πολύ ευγενική.. Προφασίστηκε μια δουλειά και βγήκε για ψώνια. Οι τσιγγάνοι κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας και τα πρόσωπά τους κυριολεκτικά έλαμπαν από χαρά..
-Κανένας μέχρι τώρα δεν μας έχει φωνάξει στο σπίτι του, έλεγαν στον μπαμπά μου που αποδείχτηκε παλιός γνωστός του μεγαλύτερου, αυτού με το ταμπούρλο..
Δε μπορείς να φανταστείς πόσο σημαντικό είναι αυτό για μας του έλεγαν και του ξανάλεγαν.. Ο μπαμπάς δεν είπε τίποτε, μόνο χαμογελούσε κι έφτιαχνε τους καφέδες δυο-δυο.. πρώτα τους σκέτους, μετά τους μέτριους..
Εγώ και η αδερφή μου παρακολουθούσαμε απ’ το χολ.. δεν μπορώ να θυμηθώ αν αυτό που με κρατούσε να μην μπω στη κουζίνα ήταν ντροπή ή φόβος να μη χαλάσω τη χαρούμενη στιγμή τους, την αληθινή ανθρώπινη επικοινωνία που είχαν εκείνη τη στιγμή όταν του εύχονταν να είναι γερός κι ευτυχισμένος ρουφώντας τόσο δυνατά την πρώτη καυτή γουλιά απ’ τον καφέ τους που μου φάνηκε σα να ροχάλιζαν..
Σε λίγα λεπτά φύγαμε τελικά με την αδερφή μου προς αναζήτηση ασημένιων σκουλαρικιών κι ενός αληθινού κραγιόν σε ροζ απαλό μήπως και δεν το καταλάβαινε η μάνα μας..
Όταν γυρίσαμε το ταμπούρλο ήταν παρκαρισμένο ακόμη έξω από την πόρτα..
Ωχ!! δεν φύγανε ακόμη σκεφτήκαμε..
Μπήκαμε μέσα και τους πετύχαμε να πίνουν τσίπουρο και να τρώνε κάτι κονσέρβες που είχε ανοίξει ο μπαμπάς..
«Αμάν!! σε λίγο θ’ αρχίσουνε και το τραγούδι» τρομοκρατήθηκα..
Σχεδόν όλες τους οι κουβέντες περιστρέφονταν γύρω από την έκπληξη και τη χαρά τους που κάποιος τους κάλεσε σπίτι του, έτσι απλά για καφέ κι όχι για να παίξουν για κάποιον αρραβώνα , γάμο ή γλέντι..
Θέλοντας να επέμβω γιατί ήξερα καλά, ότι ο μπαμπάς δεν επρόκειτο να τους διώξει ούτε το βράδυ, τους είπα με δήθεν αθώο ύφος:
-Η ώρα πέρασε και θα χάσετε χρήματα από τα κάλαντα..
-Σήμερα δε μας νοιάζουν τα λεφτά κοριτσάκι μου, μου απάντησε ο μεγαλύτερος με ένα παιχνιδιάρικο και λίγο μεθυσμένο χαμόγελο..
΄Εχουν περάσει τριάντα χρόνια από τότε και κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, νομίζω ότι σκοντάφτω πάνω σ’ ένα τεράστιο ταμπούρλο που περιμένει έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού τον κεφάτο ιδιοκτήτη του για να συνεχίσουν τα κάλαντα σε πολύχρωμες και μελαγχολικές γειτονιές του κόσμου…
____________________________________________________
Η Ελένη Κοφτερού γεννήθηκε στην Αριδαία Πέλλας. Μεγάλωσε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, ενώ τώρα ζει και εργάζεται στην Καλαμάτα. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο καθώς και στο ηλεκτρονικό περιοδικό “Λογοτεχνικό Μπιστρό της Στέλλας”. Την περυσινή χρονιά συμμετείχε με το διήγημά της «Η Αποκλειστική» στην ηλεκτρονική συλλογή διηγημάτων: «Δήγμα Γραφής» -Μια ντουζίνα και τρία διηγήματα.
Το διήγημα «Πρωτοχρονιάτικη Ανάμνηση» δημοσιεύεται για πρώτη φορά στα «Ψυχο-γραφήματα».