Από την Ελπίδα Μαρκοπούλου, Κλινικό Ψυχολόγο, D.E.A. *
Η έλλειψη στέγης, όπως διαμορφώνεται στις μέρες μας, εμπεριέχει διακυβεύματα πολιτικά, κοινωνικά, ψυχολογικά. Το ενδιαφέρον για το άστεγο υποκείμενο έγκειται στο ότι την ίδια στιγμή μοιάζει όμοιο μας και όμως, τόσο διαφορετικό, γεγονός που μας ωθεί να αναρωτηθούμε για την κοινή μας φύση[1].
Η κατοίκηση και κατ’ επέκταση, η αστεγία εκτός από νομικοπολιτικές, εμπεριέχουν και ψυχοκοινωνικές διαστάσεις. Γιατί μας απασχολεί η παρουσία των αστέγων στην πόλη; Τι σημαίνει να μην έχει κάποιος σπίτι; Τι είναι τελικά ένα σπίτι και πώς βιώνεται η απώλεια του.
Η κατοίκηση είναι συνυφασμένη με την έμφυτη τάση του ανθρώπου να χρησιμοποιεί ένα κατάλυμα, μια στέγη, στην καθημερινή του ζωή και δραστηριότητα, προκειμένου να διασφαλίζει την ιδιωτικότητα του για όσο χρόνο κάνει χρήση του χώρου αυτού για τις βιοτικές του ανάγκες[2].
Από τη μια πλευρά, το σπίτι είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη και έχει μια σημασία εργαλειακή: είναι αυτό που ως κατασκευή παρέχει προστασία στον άνθρωπο. Από την άλλη, συνιστά εξωτερικό αντικείμενο που επιτρέπει τη δημιουργία του αισθήματος εσωτερικότητας και μέσω αυτής της εσωτερικότητας το υποκείμενο συσχετίζεται με τους άλλους ανθρώπους.
Είναι, θα λέγαμε, το σπίτι ένα συμβολικό κάλυμμα, μια μεταφορά ενός τόπου μέσα μας, κάτι που έχουμε λάβει και κατασκευάσει την ίδια στιγμή, ενός εσωτερικού τόσο πολύτιμου όσο και εύθραυστου[3]. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος επενδύει ψυχικά το σπίτι, το οποίο εκτός από ένα υλικό καταφύγιο αποτελεί τελικά, ένα μέσο με βάση το οποίο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και εγγράφεται στο χώρο και το χρόνο. Η φράση “το σπίτι μου” συσχετίζεται με κάποιο χώρο πραγματικό αλλά και με γεγονότα και με σχέσεις ζωής, το σπίτι επομένως, ανήκει στην ψυχική και τη συμβολική τάξη.
Η ιδιωτικότητα περιγράφεται συνήθως ως ευχάριστη κατάσταση και σημαίνει την ανάγκη να υπάρχει το άτομο σε κάποιο χώρο όπου δεν μπορεί να το συναντήσει κανείς. Όταν το σώμα, ψυχικό και φυσικό, είναι διαρκώς αντικείμενο σχολιασμού, βλέμματος και συζήτησης από κάποιον άλλο η ιδιωτικότητα του υποκειμένου υπονομεύεται[4].
Σύμφωνα με τον Bourdieu, δεν υπάρχει κάποιος που να μη χαρακτηρίζεται από το χώρο όπου διαμένει περισσότερο ή λιγότερο μόνιμα (το να μην έχει κάποιος εστία- μόνιμη κατοικία, σημαίνει ότι στερείται κοινωνικής ύπαρξης)[5]. Η τάση δηλαδή, του ανθρώπου για κατοίκηση μπορεί να ερμηνευθεί, εκτός από έκφραση ενός ενστίκτου που προστατεύει από το εχθρικό εξωτερικό περιβάλλον, ως πράξη πολιτισμού. Ο άνθρωπος κατοικεί παίρνοντας θέση ανάμεσα στους ανθρώπους και για το λόγο αυτό έχει ανάγκη από κάποιο χώρο όπου εγγράφει το σώμα του, την υποκειμενικότητα του, την ιστορία του, την πολιτική του ιδιότητα. Εάν δεν το κατορθώσει αυτό δεν μπορεί να έχει θέση, βιώνει τον αποκλεισμό[6].
Η εμπειρία της αστεγίας δεν είναι μονοσήμαντη. συμπίπτει βέβαια, με δύσκολες κοινωνικο- οικονομικές συνθήκες, όπως η οικονομική κρίση, η ανεργία, η φτωχοποίηση του πληθυσμού κτλ, συνδέεται όμως, και με την αποδυνάμωση του κοινωνικού- οικογενειακού υποστηρικτικού δικτύου. Η απόσταση που λαμβάνεται από τους οικογενειακούς δεσμούς αποσυνθέτει συχνά τις σχέσεις γονέων-παιδιών και τις σχέσεις στοργής που οργανώθηκαν συμβολικά γύρω από αυτό που αντιπροσωπεύει το σπίτι ως τόπο καταγωγής[7].
Η έλλειψη στέγης παραπέμπει στην περιθωριοποίηση και την παρεμπόδιση του ατόμου από τη συμμετοχή σε κοινωνικές διαδικασίες. Έτσι, όταν κάποιος χάνει το σπίτι του δεν απομακρύνεται απλώς από ένα υλικό καταφύγιο που εξασφαλίζει την επιβίωση του αλλά η απώλεια αυτή σημαίνει την ίδια στιγμή την απομάκρυνση από έναν τόπο κοινωνικών συναναστροφών και λειτουργιών.
Απώλεια μόνιμης στέγης σημαίνει τελικά αδυναμία να κρατήσει το άτομο τη θέση του στην κοινωνία. Η διαδικασία αυτή συμβαδίζει τις πιο πολλές φορές με την ψυχική οδύνη, τον αποκλεισμό, την απόρριψη, την εγκατάλειψη, την αδιαφορία.
* Απόσπασμα από τη διπλωματική εργασία με τίτλο «Από την εστία στον κοινωνικό ξενώνα αστέγων. Αφηγήσεις των φιλοξενούμενων» για το Μεταπτυχιακο Πρόγραμμα Ειδίκευσης «Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία.
[1]Guibert-Lassalle, A. (2006/7). . Identit.s des SDF ., Études, Tome 405, σελ, 48.
[2] Παπακώστα, Μ. (2004). Το άσυλο της κατοικίας και το δικαίωμα στην κατοικία (άρθρα 9 παρ. 1εδ. α και 21 παρα. 4 του Συντάγματος). Εργασία για το μάθημα Συνταγματικό Δίκαιο, Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Δημοσίου Δικαίου, Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πηγή: <http://www.greeklaws.com/pubs/uploads/697.pdf> (τελευταία πρόσβαση 16/08/2013).
[3] Blévis, M. (2004). Hors les murs. Un itinéraire psychanalytique. Rue Descartes, No. 43, L’INTÉRIORITÉ, σελ, 29.
[4] Blévis, M. (2004). οπ. π., σελ, 34.
[5] Bourdieu, P. (1997). Méditations pascaliennes. Paris: Seuil. Στο Dambuyant-Wargny, G. (2004). «Sans toit ni loi »: les exclus. Ethnologie française, nouvelle série, T. 34, No. 3, DES POISONS : NATURE AMBIGUË, σελ. 500.
[6] Furtos, J.(2001). Habiter. Rhizome, Bulletin national santé mentale et précarité. σελ, 1.
Πηγή: <http://www.orspere.fr/IMG/pdf/Rhizome7.pdf> (τελευταία πρόσβαση 16/08/2013)
[7] Pichon, P. (2002). Vivre sans domiciles fixe: l’.preuve de l’habitat pr.caire. Communications, 73, σελ, 24.