Στόχος και αποτέλεσμα: Τι επηρεάζει τη διαχείρισή τους;

Χρόνος ανάγνωσης 4 ΄
Η διαχείριση της επιτυχίας ή της αποτυχίας εξαρτάται και από το εάν ο στόχος ήταν επιθυμία του ίδιου του ατόμου ή κάποιου άλλου.

Από την Αθηνά Πάσχου, Ψυχολόγο, MSc στην Αντιμετώπιση του Πόνου

Βάζοντας έναν στόχο υπάρχουν κυρίως δύο ενδεχόμενα αποτελέσματα: επιτυχία ή αποτυχία. Η επιτυχία συνήθως φέρνει την ευχαρίστηση, την ικανοποίηση από τον εαυτό και δίνει ώθηση στο άτομο να θέσει και τον τυχόν επόμενο στόχο του. Η αποτυχία από την άλλη μεριά μπορεί να πεισμώσει το άτομο και να το οδηγήσει να προσπαθήσει ακόμη περισσότερο, αλλά μπορεί και να το οδηγήσει σε απογοήτευση με συνέπεια να μειώσει την επιθυμία μιας επόμενης νέας προσπάθειας.

Τα άτομα αποδίδουν την επιτυχία ή την αποτυχία, καθώς και τα θετικά ή τα αρνητικά γεγονότα της ζωής τους, σε ορισμένους παράγοντες (στυλ αποδόσεων) οι οποίοι επηρεάζουν την αντίληψή τους για τον εαυτό και τον κόσμο. Οι διαφορές στο στυλ αποδόσεων σχετίζονται με τις εμπειρίες κάθε ατόμου, με τις μαθημένες συμπεριφορές, αλλά και με το φύλο. Όπως αναφέρει ο Lewis (2003), είναι πολλοί οι παράγοντες που εμπλέκονται στην παραγωγή ανακριβών ή μονομερών εκτιμήσεων για την επιτυχία και την αποτυχία και μερικοί από αυτούς είναι οι πρώιμες αποτυχίες στο σύστημα του εαυτού, οι δύσκολες εμπειρίες κοινωνικοποίησης και τα υψηλά επίπεδα αμοιβής σε περίπτωση επιτυχίας, ή  τα υψηλά επίπεδα τιμωρίας σε περίπτωση αποτυχίας.

Οι αποδόσεις που κάνει το άτομο μπορεί να είναι σφαιρικές ή συγκεκριμένες/ειδικές. Οι σφαιρικές αποδόσεις αναφέρονται στην τάση του ατόμου να επικεντρώνεται στον εαυτό στο σύνολό του. Όταν το άτομο κάνει σφαιρική αξιολόγηση του εαυτού, στην περίπτωση μιας αποτυχίας μπορεί να οδηγηθεί στο αίσθημα της ντροπής (Lewis, 2003). Η ενοχή είναι επίσης συνέπεια μιας αποτυχίας, με τη διαφορά ότι εδώ το επίκεντρο είναι η πράξη του εαυτού και όχι ο εαυτός στο σύνολό του. Για παράδειγμα, ένα άτομο αποτυγχάνει στις εισαγωγικές εξετάσεις για τη σχολή που επιθυμεί. Στην περίπτωση της  σφαιρικής αξιολόγησης του εαυτού, που μπορεί να οδηγήσει σε ντροπή, το άτομο ίσως σκεφτεί: «Είμαι άχρηστος/ανίκανος. Δεν μπορώ να καταφέρω τίποτε και απέτυχα σαν άτομο». Στην περίπτωση της αξιολόγησης της πράξης, που μπορεί να οδηγήσει στην ενοχή, το άτομο ίσως σκεφτεί: «Απέτυχα σε αυτές τις εξετάσεις. Δε διάβασα όσο έπρεπε/όσο μπορούσα». Στη δεύτερη περίπτωση το άτομο μπορεί να πάρει ώθηση να προσπαθήσει ξανά ή να θέσει έναν νέο στόχο (επανόρθωση), ενώ στην πρώτη περίπτωση το άτομο μπορεί να διαλυθεί και τελικά διαρκώς να επιβεβαιώνει την αρνητική αξιολόγηση του εαυτού του, μέσα από νέες αποτυχίες που ερμηνεύει με τον ίδιο τρόπο. Αντίστοιχα, όταν αξιολογείται μια επιτυχία, η σφαιρική απόδοση οδηγεί στην αλαζονεία («Είμαι ο καλύτερος, τα καταφέρνω στα πάντα!»), ενώ η ειδική απόδοση στην περηφάνια («Πέτυχα τον στόχο των εξετάσεων, άρα προσπάθησα όσο έπρεπε/χρειαζόταν. Τα κατάφερα!»).

Ο Lewis (2003) εντόπισε σε μελέτη του ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο φύλων στην ακαδημαϊκή επιτυχία, για την οποία φαίνεται πως τα αγόρια τείνουν περισσότερο να θεωρούν «υπεύθυνο» τον εαυτό τους, ενώ ταυτόχρονα τείνουν να κατηγορούν τους άλλους σε περίπτωση αποτυχίας. Αντίθετα, τα κορίτσια τείνουν να αποδίδουν την επιτυχία τους σε άλλους και να κατηγορούν τον εαυτό τους για την αποτυχία. Οι Lewis, Alessandri, και Sullivan (1992) μελέτησαν την αντιμετώπιση της επιτυχίας και της αποτυχίας στα τρίχρονα παιδιά. Βρήκαν ότι τα παιδιά εμφάνιζαν περισσότερη ντροπή όταν αποτύγχαναν σε μια εύκολη εργασία, και έδειχναν περισσότερη περηφάνια όταν πετύχαιναν σε μια δύσκολη εργασία. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι, από την ηλικία των τριών ετών, παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ των φύλων, με τα κορίτσια να εμφανίζουν περισσότερη ντροπή όταν αποτυγχάνουν από ότι τα αγόρια. Συγκεκριμένα, τα κορίτσια βίωναν περισσότερη ντροπή όταν αποτύγχαναν σε ένα δύσκολο έργο σε σχέση με τα αγόρια, ενώ δεν παρατηρήθηκαν διαφορές φύλου στην περίπτωση αποτυχίας σε κάτι εύκολο.

Η διαχείριση της επιτυχίας ή της αποτυχίας εξαρτάται και από το εάν ο στόχος ήταν όντως επιθυμία του ίδιου του ατόμου ή κάποιου άλλου. Με λίγα λόγια, μήπως το άτομο που αποτυγχάνει κάπου, επωμίζεται την αποτυχία και άλλων ατόμων εκτός του εαυτού του; Ή, μήπως η μειωμένη απογοήτευσή ή χαρά του οφείλονται στο ότι στην πραγματικότητα δεν επιθυμούσε να πετύχει τον στόχο αυτόν; Συχνά, για παράδειγμα, οι γονείς επιβαρύνουν τα παιδιά με στόχους που στην πραγματικότητα δεν είναι δικοί τους αλλά των γονέων. Έτσι, σε περίπτωση αποτυχίας αντιδρούν επιβαρυντικά, είτε άμεσα με φράσεις όπως «Μας απογοήτευσες», είτε έμμεσα λέγοντας για παράδειγμα «Δεν πειράζει…αλλά είχαμε κάνει τόσα όνειρα, τόσες θυσίες για να σε στηρίξουμε σε αυτήν την προσπάθεια…» ή  «Μην το πεις ακόμη στον πατέρα σου/στη μαμά σου/στη γιαγιά σου γιατί θα στενοχωρηθεί πολύ». Όλες αυτές οι φαινομενικά αθώες αντιδράσεις, μπορούν να ενοχοποιήσουν το άτομο ή να το κάνουν να ντραπεί ακόμη περισσότερο.

Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλοι οι άνθρωποι φέρουν τα δικά τους ξεχωριστά βιώματα σχετικά με τη διαχείριση της επιτυχίας ή της αποτυχίας. Εάν οι ίδιοι «φέρουν βαρέως» την ατομική τους αποτυχία, για παράδειγμα, δύσκολα θα καταφέρουν να επιτρέψουν στον διπλανό τους να διαχειριστεί πιο ομαλά τη δική του. Δηλαδή, υπάρχει μια «κληρονομικότητα» στον τρόπο διαχείρισης της επιτυχίας και της αποτυχίας, με το οικογενειακό περιβάλλον να υποδεικνύει το πρώτο μοντέλο διαχείρισής τους, από το οποίο μπορεί κάποιος βέβαια στην πορεία της ζωής του και μέσα από νέες ταυτίσεις να διαφοροποιηθεί.

Τέλος, όπως περιγράφεται στην Κοινωνική Ψυχολογία, οι άνθρωποι τείνουμε να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους, όντας μέλη πολλών διαφορετικών ομάδων. Έτσι, εντοπίζουμε τα σημεία ταύτισης και διαφοράς που μας πλησιάζουν ή μας απομακρύνουν από τους υπόλοιπους. Όταν το άτομο συγκρίνει τον εαυτό του πάντα «προς τα πάνω», δηλαδή με άτομα που υπερτερούν κοινωνικά, οικονομικά, εμφανισιακά κτλ, τότε η αίσθηση της αποτυχίας του γίνεται πολύ μεγαλύτερη γιατί το κενό που πρέπει να καλύψει μεταξύ αυτού και των άλλων διαρκώς αυξάνει. Η σύγκριση «προς τα κάτω», δηλαδή με άτομα που στερούνται των δικών του προτερημάτων, είναι συχνότερα πηγή ικανοποίησης και δικαίωσης του εαυτού. Η πραγματική ισορροπία είναι κάπου στη μέση, αλλά όταν εντοπίζουμε την τάση ενός κοντινού μας να κάνει μονομερείς συγκρίσεις, μπορούμε να τον βοηθήσουμε αρχικά έστω να το συνειδητοποιήσει.

Κλείνοντας, το σημαντικότερο σημείο γύρω από το θέμα «στόχος-προσπάθεια-αποτέλεσμα», είναι να μη σταματάει κανείς να θέτει νέους στόχους και να κάνει όνειρα γιατί αυτό που δίνει αξία σε κάθε πιθανό αποτέλεσμα είναι η συναισθηματική επένδυση για τον στόχο η οποία έχει προηγηθεί και το ταξίδι της προσπάθειας για την επίτευξή του.

Βιβλιογραφία:
Lewis, M. (2003). The role of the Self in Shame. Social Research, vol. 70, p. 1182- 1204.

Lewis, M., Alessandri, S. M., Sullivan, M.W. (1992). Differences in Shame and Pride as a Function of Children’s Gender and Task Difficulty. Child Development, vol. 63, p. 630- 658.

Hewstone, M., Stroebe, W. (2007). Εισαγωγή στην Kοινωνική Ψυχολογία Αθήνα: εκδόσεις Παπαζήση.