Γράφει η Αναστασία Νταλταγιάννη*
Το γόνατό της ανεβοκατεβαίνει σαν κομπρεσέρ. Τα χέρια της καταϊδρωμένα. Τρέμουν. Μπροστά της το πειστήριο: ΄Ενα μισοφαγωμένο ψητό μπιφτέκι. Και δίπλα του ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης.
-Έτσι που λέτε, γιατρέ μου. Μπουκιά δεν κατεβαίνει πια… Μ’ αυτό το μπιφτέκι βασανίζομαι απ’ το μεσημέρι.
-Ηρέμησε, Ευταξία. Φαίνεσαι ταραγμένη.
-Πώς να μην είμαι, γιατρέ μου; Θα με τρελάνει αυτή η αδερφή μου!
-Μπορείς να πάρεις τα πράγματα με τη σειρά;
Ξεροκαταπίνει, δαγκώνει λίγο απ’ το κουλούρι, παίρνει φόρα και αρχίζει:
-Θα… προσπαθήσω. Που λέτε, πρωί πρωί, ακούω από πάνω την Αφρούλα να φωνάζει: «Θα σε σπάσω, άτιμη… Επίτηδες το κάνεις, έτσι; Ε, να λοιπόν, κι εγώ»! Και δίνει μια στον τοίχο και την κάνει χίλια κομμάτια την καημένη τη ζυγαριά. Που της την είχα αγοράσει με τα χεράκια μου… Εκείνη τη στιγμή πρέπει να ανέβασα πίεση 22!
-Και γιατί της αγόρασες ζυγαριά;
-Για να αδυνατίσει, η χοντρέλα! Κοτζάμ διαιτολόγος, και να μη χωράει να μπει σε ένα ρούχο της προκοπής;
-Κι εσένα τι σε νοιάζει;
-Τι με νοιάζει; Άκου, λέει… Με νοιάζει και με κόφτει. Ποιος πελάτης θα την εμπιστευτεί έτσι που είναι; Απορώ, μάλιστα, πώς το πήρε κι εκείνο το πτυχίο… Κανονικά, θα ’πρεπε να τους ζυγίζουνε πριν την ορκωμοσία, κι όποιος είναι υπέρβαρος, να τον κόβουνε. Δυσφημίζει και τη Σχολή. Συμφωνείτε;
-Για… συνέχισε.
-Ανεβαίνω, που λέτε, έξαλλη πάνω, να της τα ψάλω. Και τι λέτε ότι μου κάνει;
-Τι;
-Πέφτει στην αγκαλιά μου, η θεατρίνα! Ε, άνθρωπος είμαι κι εγώ, γιατρέ μου, συγκινήθηκα.
-Και… γιατί έκλαιγε;
-Ήτανε, λέει, απελπισμένη… Πήγε η τρελή και ξόδεψε τα λεφτά για το χαράτσι, σε τι λέτε; Σε κέντρο αδυνατίσματος! Και ξαφνικά θυμήθηκε ότι μεθαύριο έχει τα εγκαίνια του διαιτολογικού της γραφείου! Κι ήθελε κιόλας -άκουσον άκουσον- να χάσει και πέντε κιλά μέχρι τότε. Γίνονται αυτά τα πράγματα, γιατρέ μου;
-Κι εσύ την πέρασες, ως συνήθως, γενεές δεκατέσσαρες;
-Της άξιζε, αλλά… τη λυπήθηκα. Μ’ έριξε, γιατρέ μου, με τα κόλπα της. Ξέρετε τι μου είπε και με τουμπάρισε;
-Τι;
– Πως η δουλειά του Μπάμπη δεν πάει καθόλου καλά. Πως το ταξί δε δουλεύει καθόλου. Και πως αν το μάθει, ο γάμος τους θα τελειώσει εν μια νυκτί. Καταλαβαίνετε, αναστατώθηκα… Εκείνο όμως που μ’ έκανε τούρμπο, ήταν το άλλο.
-Ποιο ;
-Μισό λεπτό.
Ανοίγει την τσάντα της, βγάζει δυο ferrero rocher, τα ξετυλίγει με οργή, και με το στόμα γεμάτο συνεχίζει:
-Μου περιέγραψε με το νι και με το σίγμα τα σχόλια που θα κάνουν εκείνες οι παλιές οι φιλενάδες της -όλες γεροντοκόρες και νούμερο 54, XL- που θα ’ρθουν στα εγκαίνια από περιέργεια, μόνο και μόνο να δουν τι θα φοράει, για να ’χουν ύστερα υλικό για κουτσομπολιό. Ε, άμα ακούς κάτι τέτοια, είναι να μην παρασυρθείς, γιατρέ μου;
-Να παρασυρθείς να κάνεις τι, Eυταξία;
-Να τη βοηθήσεις, γιατρέ μου…
– Δεν είναι αυτονόητο αυτό ανάμεσα σε αδέρφια;
-Όταν πρόκειται για την Αφρούλα, όχι βέβαια! Είναι άξια της μοίρας της. Προ καιρού είχα ορκιστεί να την αφήσω στην τύχη της. Και, εν πολλοίς, το τήρησα. Αλλά το αίμα νερό δε γίνεται, όπως ξέρετε. Είπα, λοιπόν, να της συστήσω μια φιλενάδα μου, άριστη διατροφολόγο, να τη συμμαζέψει λιγάκι. Αλλά αυτή με έκανε ρεζίλι…
-Τι εννοείς;
Βγάζει από την τσάντα της ένα μουστοκούλουρο, δαγκώνει το μισό και συνεχίζει:
-Είχε πάει ήδη εκεί, και αντί να κάνει ό,τι της έλεγε, αυτή το ’ριξε στο φαΐ… Και αντί να χάσει, πήρε, το βόδι, πέντε ολόκληρα κιλά! Καταλαβαίνετε; Δεν είχα μούτρα να την ξαναδώ τη γυναίκα…
-Για… συνέχισε.
-Συνεχίζω. Ανέλαβα τα ηνία μόνη μου, που λέτε, γιατρέ μου. Την έβαλα να μου ορκιστεί σιδηρά πειθαρχία. Και την άρχισα στο καψόνι: Είκοσι γύρους το δωμάτιο για αρχή. Πενήντα κάμψεις. Εκατό κοιλιακούς. Διακόσιους ραχιαίους… Να φανταστείτε, της έκανα μέχρι και ανακατανομή του λίπους με τον πλάστη! Και της έφτιαξα ένα διαιτολόγιο… Όλο ψητά, ανάλατα, ωμά και νερόβραστα. Να μάθει!
-Διακρίνω κάποιο μένος, Ευταξία;
-Της το χρώσταγα, γιατρέ μου, από τότε που ήμουνα μικρή. Όλο με κορόιδευε. Ήρθε επιτέλους η ώρα να πάρω κι εγώ το αίμα μου πίσω. Καλά δεν έκανα;
– Τα κατάφερες;
Μικρή παύση. Τώρα η Ευταξία βγάζει από την τσάντα μια σοκοφρέτα γίγας και ετοιμάζεται να ξεσπάσει πάνω της.
-Άρχισε να φωνάζει, η αχάριστη, ότι θέλω να την εξοντώσω… Τι να κάνω κι εγώ; Είπα, ας κάνουμε ένα διαλειμματάκι, να πάρει μια ανάσα. Έσερνε, τάχα μου, τα πόδια της απ’ την αδυναμία… Αλλά, τα χάφτει αυτά η Ευταξία;
-Όχι, ε;
-Όχι, βέβαια! Πετάχτηκα, που λέτε, μια στιγμούλα στο σπίτι, να κοιτάξω το φαΐ. Αλλά ξέχασα τα κλειδιά μου και στα μισά γύρισα πίσω. Μπαίνω μέσα και τι να δω; Την Αφρούλα χωμένη στο ψυγείο, να βυθίζει ένα μεγάλο κουτάλι στην τούρτα και να λέει: «Τουρτίτσα μου αφράτη, πόσο μου ’λειψες! Τελικά, ωραίο πράμα να τρως κρυφά… Σαν να παίζεις κλέφτες κι αστυνόμους»!
-Βλέπω όμως ότι κι εσύ δεν πας πίσω…
– Ένιωσα, γιατρέ μου, ότι θα πάθω εγκεφαλικό, ανακοπή, συγκοπή και έμφραγμα μαζί! Έπρεπε να λάβω δρακόντεια μέτρα.
-Μη μου πεις… Και τι έκανες;
-Έβαλα κλειδαριά στο ψυγείο! Πήρα και μια μαύρη σακούλα κι άρχισα να ξαλαφρώνω το σπίτι απ’ όλα τα τερψιλαρύγγια! Αχ… Ηδονή… Εκείνη την ώρα πώς χαιρόμουνα μέσα μου..! Ένιωθα κάπως… Πώς να το πω; Να, σαν να διορθώνω τα σφάλματα της φύσης. Είναι υγιές αυτό, γιατρέ μου;
-Η διάγνωση στο τέλος, Ευταξία. Συνέχισε.
Ψάχνει με μανία στην τσάντα της για ένα κουτάκι με τσίχλες, σαν βαρελάκι. Το ανοίγει, βγάζει πέντε-έξι και αρχίζει να τις μασάει όλες μαζί νευρικά.
-Της βάζω μετά και μια κατσάδα, που δεν προσέχει την υγεία της, άνευ προηγουμένου. Είπα, είπα, είπα, έβγαλα το άχτι μου!
-Κι εκείνη; Σε άκουγε απαθώς;
-Τι απαθώς, καλέ; Μου ’βγαλε μια γλώσσα, δυο πιθαμές, η ανεκδιήγητη… Καμιά ευγνωμοσύνη, γιατρέ…
Κάθε παύση τώρα συνοδεύεται κι από ένα μεγάλο γεμιστό μπισκότο του Lidl.
-Μου έβγαλε έναν πανηγυρικό, άλλο πράγμα! Ότι τάχα σκάει από υγεία κι ότι οι εξετάσεις της είναι νεογέννητου βρέφους. Αλλά «αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη», γιατρέ. Ξάφνου, χτυπάει το τηλέφωνο και για κακή της τύχη το σηκώνω εγώ. Ήταν ο παθολόγος. «Πώς; Οι εξετάσεις στο κόκκινο; Τα τριγλυκερίδια χορεύουν; Οι αρτηρίες βουλωμένες; Κίνδυνος εμφράγματος; Σας ευχαριστώ, κύριε Ιασονάτε! Καλοσύνη σας να τηλεφωνήσετε. Καλή σας μέρα!».
-Μπράβο ευγένεια!
-Φέρθηκα σαν κυρία, γιατρέ μου, αλλά μέσα μου έβραζα. «Και τώρα οι δυο μας», της λέω κοφτά. «Έστι δίκης οφθαλμός, ος τα πάνθ’ ορά»!
-Έγινες και Θεός τώρα, Ευταξία;
-Αφήστε, γιατρέ… Κι απ’ το πολύ το άγχος μού κόπηκε τελείως και η όρεξη. Δεν κατεβαίνει μπουκιά, λέει, και καταπίνει βιαστικά το τελευταίο μπισκότο.
-Τι θα κάνω; με ρωτάει με αγωνία, ενώ ξεφλουδίζει και μια ώριμη μπανάνα.
-Δε μου λες, Ευταξία, από πότε είσαι βουλιμική;
Αιφνιδιάζεται.
-Δε καταλάβατε, γιατρέ, εγώ έχω έρθει εδώ για την αδερφή μου. Δεν μπορεί καθόλου να επιβληθεί στον εαυτό της και…
-Γιατί δε μου το είπες νωρίτερα, Ευταξία;
-Με συγχωρείτε, μάλλον δεν εννοήσατε το πρόβλημα, γιατρέ μου. Να σας δώσω ίσως μια πιο σφαιρική εικόνα επί του θέματος, γιατί…
-Από πότε σου συμβαίνει αυτό, Ευταξία;
-Η αδερφή μου δεν έχει αντιληφθεί, βεβαίως, τον κίνδυνο και οφείλει να…
-Για σένα μιλάμε, Ευταξία!
Κρύβει με τα χέρια της το πρόσωπό της και ξεσπάει σε λυγμούς. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά. Τραντάζεται ολόκληρη.
-Γιατί δε μου το είπες απ’ την αρχή; Δεν ήρθες εδώ για να βοηθηθείς;
-Ντρεπόμουνα, ψελλίζει.
-Πόσον καιρό σου συμβαίνει αυτό;
-Δυο χρόνια.
-Έρχεσαι εδώ έναν ολόκληρο χρόνο και μου το κρύβεις; Γιατί;
-Έχω κάνει άπειρες προσπάθειες μόνη μου να το κόψω. Στην αρχή νόμιζα ότι το ελέγχω. Αλλά μετά η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει. Και για να μην πάρω βάρος, άρχισα τους εμετούς.
-Παίρνεις και χάπια;
Μου γνέφει ναι, με σκυμμένο το κεφάλι.
-Σκέφτηκες ποτέ πώς έφτασες ως εκεί;
Παίρνει μια βαθιά ανάσα. Εξακολουθεί να κρατάει το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα.
-Μέσα μου πάντα τη ζήλευα, αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Εκείνη αφράτη. Εγώ στυλάτη. Εκείνη έξω καρδιά. Εγώ στριμμένη, γκρινιάρα. Εκείνη πήρε υποτροφία. Εγώ έμεινα με το απολυτήριο του Γυμνασίου ΄Ο,τι κι αν έκανα, δεν μπορούσα να τη φτάσω. Σε ένα μοναχά υπερτερούσα: Στη σιλουέτα. Και της το χτυπούσα με κάθε ευκαιρία. Είχα όμως και το άλλο το σαράκι.
-Ποιο;
-Εκείνη έτρωγε ό,τι ήθελε. Εγώ, λίγο έτρωγα και μ’ έτρωγε… Πάντα μίζερα. Πάντα στερημένα. Δεν επέτρεπα στον εαυτό μου καμιά απόλαυση. Τον είχα καταδικάσει να μετράει μια ζωή γραμμάρια και θερμίδες. Κι έτρωγα όλο κάτι ανοστίλες. Είπα, λοιπόν, να το ρίξω κι εγώ λίγο έξω, γιατρέ. Κομμένα τα ψητά! Αλλά, όταν έβαλα τα πρώτα κιλά, κόντεψε να μου στρίψει. ΄Επρεπε να διατηρήσω τη γραμμή μου πάση θυσία. Δεν ήξερα όμως ότι ο δρόμος αυτός δεν έχει επιστροφή…
-Θέλεις να σε βοηθήσω να γυρίσεις πίσω, Ευταξία;
Κουνάει το κεφάλι.
-Δε θα μου ξαναπείς για την Αφρούλα. Στο εξής θα μιλάμε μόνο για σένα. Θέλεις;
-Ναι.
-Ωραία! Ξεκινάμε απ’ την αρχή. Πώς σε λένε;
-Ευταξία Χατζηθωμά…
———————————————————————————————————-
*Η Αναστασία Νταλταγιάννη γεννήθηκε το 1974 στην Πάτρα. Σπούδασε φιλολογία στο ΑΠΘ και διορίστηκε με ΑΣΕΠ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από το 1996 ζει και εργάζεται ως φιλόλογος στη Ναύπακτο. Είναι παντρεμένη και έχει τρία παιδιά. Έχει ασχοληθεί με τη φιλολογική επιμέλεια βιβλίων διαφόρων συγγραφέων της ευρύτερης περιοχής. Από το 2014 κάνει μεταπτυχιακό στη Δημιουργική Γραφή στη Φλώρινα. Για την καλύτερη επικοινωνία με τους μαθητές και τους συναδέλφους της, διατηρεί τα τελευταία χρόνια και προσωπικό ιστολόγιο (tobukino.blogspot.gr).