Χρόνος ανάγνωσης 3 ΄

Από τον Γρηγόρη Βασιλειάδη,  M.Sc. Ph.D., Διδάκτορα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Ψυχολόγο – Ψυχοθεραπευτή, Μέλος του Σ.Ε.Ψ. (Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων) και της E.F.T.A. (European Family Therapy Association)

Στην καθημερινότητα μας όλοι μας, με κάθε μας σκέψη, με κάθε κίνηση του νου και της καρδιάς μας, με κάθε μας πράξη, σε κάθε μας σχέση, σε κάθε μοναχική μας στιγμή, επιδιώκουμε ενσυνείδητα ή ανεπίγνωστα μας, ένα μόνο πράγμα: την αγάπη.

Έχουμε μια βασική έλλειψη, ένα στόχο, αναζητούμε μια ευκαιρία, έχουμε ένα όνειρο: να αγαπηθούμε. Να βιώσουμε αυτό –που όπως συνηθίζουμε να πιστεύουμε- δεν πήραμε, καθόλου ή πήραμε σε ανεπαρκή βαθμό, από τους γονείς μας, αυτό που δεν βιώνουμε επαρκώς στην σχέση με τον/την σύντροφό μας, με τα παιδιά, ή τους φίλους μας.

Η βασική αυτή έλλειψη κρύβεται πίσω από κάθε βίωμα μοναξιάς, αίσθηση ότι οι άλλοι μας αδικούνε ή μας περιορίζουν, πίσω από κάθε υλική διεκδίκηση, και κάθε αγωνιώδη προσπάθεια επίτευξης ενός ορατού στόχου. Όλη μας η προσωπική και συλλογική ζωή υποκινείται από την βαθύτατη αυτή, αλλά ταυτόχρονα –σε πολλές περιπτώσεις- ανεπαίσθητη ανεπάρκεια: την ανεπάρκεια της αγάπης.

Αν όλοι όμως, σε κάθε συμπεριφορική μας εκδήλωση και συναισθηματική έκφραση, ζητάμε από τους άλλους την αγάπη, τότε ποιος είναι αυτός που είναι σε θέση να την δώσει;

Είναι πρακτικά αδύνατον να δώσει κανείς σε κάποιον άλλον –και μάλιστα σε επαρκή ποσότητα & ποιότητα- κάτι που ο ίδιος δεν έχει, αφού ποτέ δεν το έλαβε, ή το έλαβε σε περιορισμένο βαθμό! Κάθε μας, λοιπόν, απόπειρα να πάρουμε μέσα από μια σχέση μας την αγάπη που μας λείπει είναι καταδικασμένη σε ματαίωση, αφού κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να μας δώσει αυτό που δεν πήρε ο ίδιος ποτέ. Μήπως λοιπόν αυτό που αναζητούμε πυρετωδώς, εκτεταμένα και με κάθε τίμημα, στο χρόνο της ζωής μας είναι μια ουτοπία; Κάτι που δεν υπάρχει και γι’ αυτό δεν μπορεί να δοθεί;

Η αλήθεια είναι ότι, οι περισσότεροι από μας, έχουμε μια εντελώς -γνωστικά & βιωματικά- διαστρεβλωμένη εικόνα της αγάπης.

Θεωρούμε δηλαδή ότι είναι ένα προϊόν συναισθηματικών προθέσεων που, μέσω της σκέψης, του λόγου & των ενεργειών μας μπορεί εκούσια να παραχωρήσουμε σε συγκεκριμένα πρόσωπα και σχέσεις με τις οποίες συνδεόμαστε κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο.

Η αγάπη όμως δεν είναι μια περιορισμένη σε ιδιαίτερες σχέσεις συναισθηματική κατάσταση, η οποία βιώνεται υπό συγκεκριμένους όρους, και την «αξίζουν» συγκεκριμένοι άνθρωποι που πληρούν κάποια δεδομένα κριτήρια. Είναι μια -άνευ όρων, χωρο-χρονικών, και σχεσιακών περιορισμών- υπαρξιακή κατάσταση. Επειδή ακριβώς μπορεί να βιωθεί μόνο ως «άνωθεν» δωρεά –δηλαδή, δεν είναι κάτι που «αξίζει» να δοθεί σε κάποιον επειδή έκανε κάτι, ή είναι κάπως- δεν είναι δυνατόν να δοθεί σε κανέναν από κάποιον άλλον άνθρωπο, στο πλαίσιο μια ιδιαίτερης σχέσης. Δεν μπορεί σίγουρα να δοθεί, σε καμία περίπτωση, από κάποιον που δεν του δόθηκε.

Επειδή όμως η απουσία της είναι κυρίως αποτέλεσμα μιας βαθύτατης –και στους περισσότερους από μας ανέγγιχτης και σε πρακτικό επίπεδο αόρατης- οντολογικής ανεπάρκειας, είναι απολύτως φυσικό και αναμενόμενο το γεγονός ότι κανένας άνθρωπος που κρατάει τον εαυτό του περιορισμένο στο επίπεδο της φτωχής ψυχικής του πραγματικότητας δεν μπορεί ούτε να λάβει –απ’ το επίπεδο αυτής της περιοριστικής συνθήκης- ούτε να δώσει αγάπη.

Συνήθως οποιαδήποτε αίσθηση έλλειψης/ανεπάρκειας, –είτε πρόκειται για το αμιγώς υλικό, είτε για το επίπεδο των συναισθημάτων- ωθεί αυτόν που την βιώνει στο να “κλειστεί”, εξαιτίας του φόβου του, ακόμα περισσότερο στο «καβούκι» του. Με τον ίδιο τρόπο, εκείνος που του λείπει η αγάπη, προσπαθώντας να αμυνθεί σε έναν «επικίνδυνο» κόσμο –σε έναν κόσμο σχέσεων, απ΄τον οποίον δεν μπορεί να πάρει αυτό που του λείπει, άρα απειλητικό- τείνει να «κλείνει την πόρτα» σε κάθε ευοίωνο σχεσιακό ερέθισμα, σε κάθε πιθανότητα να αγαπηθεί! Αυτή η επιλεκτική του κλειστότητα γίνεται η φυλακή του. Ολόκληρη η ζωή του μεταμορφώνεται σε τόπο & χρόνο αυτό-εξορίας.

Η αξιοθρήνητη αυτή κατάσταση είναι δυνατόν να αλλάξει μόνο όταν εγώ, εσύ, εμείς, αποφασίσουμε -αποδεχόμενοι τον φόβο μας να αγαπηθούμε- να αφήσουμε κάτω την πανοπλία των περιοριστικών νοητικών μας κατασκευών, και με ειλικρινή ταπείνωση, ανοίξουμε την πόρτα στον όντως Όντα, στον Κύριο της οντολογικής μας επάρκειας & πληρότητας, στον Ιησού Χριστό. Στον διδάσκαλο της ταπείνωσης, στον οδοδείκτη και οδηγό μας προς τον α-ληθή, αναλοίωτο και υπερ-αιώνιο εαυτό μας.

Η αποδοχή λοιπόν αυτής της ψυχικής μας ανεπάρκειας είναι απαραίτητη και βασική συνθήκη για να ανοίξουμε την καρδιά μας στον πνευματικό μας εαυτό. Σ’ αυτόν δηλαδή, που όντας απεριόριστος στο χώρο & τον χρόνο, βιώνει την απόλυτη επάρκειά του ως καθαρή και ανεξάντλητη Αγάπη, τελείως απαλλαγμένη από συμβιβασμούς & προϋποθέσεις.

Έτσι, οι ψυχικές ποιότητες που σε εγκλωβίζουν σε μια συνεχή αίσθηση ανικανοποίητου, και με τις οποίες είχες μέχρι σήμερα ταυτιστεί, υποκαθίστανται –ανάλογα με τον βαθμό της εμπρόθετης ανοιχτότητάς σου- από τις πνευματικές σου ποιότητες.

Σ’ αυτό το επίπεδο, αρχίζεις να βιώνεις αναπόφευκτα την δωρεά της Αγάπης, και ταυτιζόμενος μαζί της, δεν μπορείς παρά να την χαρίζεις σε όλους τους συνανθρώπους σου, άσχετα με το είδος, το βάθος, και την ποιότητα της σχέσης σου μαζί τους. Όλοι οι άνθρωποι είναι για σένα πια αδερφοί σου, και οφείλεις να τους βοηθήσεις να το καταλάβουν. Η ευτυχία σου ολοκληρώνεται στον βαθμό που ο κάθε ένας αδερφός σου αρχίζει να βιώνει τον εαυτό του ως μια ολοκληρωμένη και ψυχο-πνευματικά επαρκή οντότητα, παιδί της μιας και πανανθρώπινης οικογένειας.