Από το Σάββα Μπακιρτζόγλου, Ψυχολόγο –Ψυχαναλυτή
Ο Janet (1928) περιέγραψε λεπτομερώς ένα φαινόμενο που ονόμασε «ψυχασθένεια» (ή νόσο της αμφιβολίας) η οποία φαίνεται να είναι ταυτόσημη με αυτό που στη βιβλιογραφία έχει περιγραφεί ως «ψυχωσική αποπροσωποίηση», μια βαθειά διαταραχή του συναισθήματος το οποίο συνοδεύεται από έναν αλλόκοτο ιδεασμό, υποχονδριακή ενασχόληση και παραλήρημα. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να εμφανίζεται ή να εξαφανίζεται ξαφνικά, αλλά συνήθως διαρκεί πολύ περισσότερο από ανάλογα επεισόδια στις νευρωτικές ή οριακές διαταραχές. Υπάρχει εδώ μεγάλη ομοιότητα με το φαινόμενο της «θρησκευτικής μετατροπής» με την οποία έχει ως κοινό την αίσθηση του υπερφυσικού ή του ανοίκειου με τη-σημαντική-διαφορά ότι η ψυχωτική αποπροσωποίηση είναι εξαιρετικά δυσάρεστη για τον ασθενή και βιώνεται από τεράστιο άγχος ενώ η θρησκευτική μετατροπή είναι ευχάριστη.
Οι μυστικιστές έχουν μια γενικότερη παροιμιώδη επιθυμία να απαλλαγούν από την αίσθηση του χρόνου. Όταν δεν υπάρχουν επιθυμίες που ζητούν ικανοποίηση (εξασθένηση των πρωτογενών επιθυμιών) έχει κανείς την εντύπωση ότι ο χρόνος κινείται πιο γρήγορα. Αντίθετα o χρόνος κινείται αργά όταν αυτές κερδίζουν σε δύναμη και επιθετικότητα (ανυπομονησία για την ικανοποίησή τους). Γίνεται λόγος για αχρονικότητα αν το άτομο (μυστικιστές) καταφέρει να ξεπεράσει όλες τις επιθυμίες συμπεριλαμβανομένων και των υπερεγωτικών απαιτήσεων. Κατά τον Panel (1972) όπως αναφέρεται στον Χαρτοκόλλη (2003) η αχρονικότητα των μυστικιστών αντιστοιχεί σε ασυνείδητες φαντασίες φυγής από την πίεση επιθετικών ενορμήσεων. Πρόκειται για την εσωτερική βιαιότητα του ατόμου, το κρυφό μίσος εναντίων των «κακών» εσωτερικευμένων αντικειμένων, αρχίζοντας από τον οιδιπόδειο πατέρα και πηγαίνοντας πίσω στην εικόνα της ματαιωτικής ή διεγερτικής μητέρας της πρώιμης παιδικής ηλικίας (αρχαϊκή μαμά). Παρομοίως η Jacobson (1964) αναφέρεται στην παλινδρομική διαδικασία που χαρακτηρίζει τις μυστικιστικές εμπειρίες και επισημαίνει ότι η υπερβολή ενός επιθετικού δυναμικού μπορεί να οδηγήσει σε μια ψυχωτική κατάρρευση.
Γενικότερα, άτομα που παραπονούνται ότι ο χρόνος έχει σταματήσει αγωνίζονται ενάντια σε επικίνδυνες σεξουαλικές ή δολοφονικές επιθυμίες για τις οποίες αισθάνονται έντονες ενοχές. Καθησυχάζονται όταν πιστεύουν ότι ο χρόνος κυλάει αργά ή ότι έχει σταματήσει, γιατί τότε η (ενοχική) εκπλήρωση των προθέσεών τους ή αυτό που φοβούνται ότι θα είναι η καταστροφή τους μπορεί ν’ αναβάλλεται επ’ αόριστον. Με αυτήν την έννοια η εκτίμηση της διάρκειας του χρόνου ως αργής ή γρήγορης έχει να κάνει με τα ενορμητικά/ενστικτώδη κίνητρα του ατόμου. Σε πειραματικά ευρήματα του Deikman (1963) όπως αναφέρονται στον Χαρτοκόλλη (2003) τα υποκείμενα (μυστικιστές) κατά τη διάρκεια συνεδριών αυτοσυγκέντρωσης ένιωθαν ότι ο χρόνος είχε περάσει πολύ γρήγορα ή ότι είχε περάσει πολύ λιγότερος χρόνος απ’ αυτόν που στην πραγματικότητα είχε γράψει το ρολόι. Οι Berger και Roheim (1946) επισημαίνουν ότι η παλινδρομική επιθυμία να απαλλαγούμε από το χρόνο (αίσθηση της αχρονικότητας) φέρνει στο νου μια χαμένη κατάσταση ευδαιμονικής χωρίς αντικείμενα ύπαρξης, που επαναβιώνεται ως μια φαντασία στην οποία μητέρα και παιδί είναι ενωμένοι για πάντα (η πρώτη νοσταλγική δυαδική/ ειδυλλιακή σχέση).
Κάποιος που δεν τον απασχολεί η ιδέα του χρόνου μπορεί να βιώνει τον εαυτόν του ως ευτυχισμένο. Η αχρονικότητα (αίσθηση της αιωνιότητας) ταυτίζεται με την κατάσταση της έκστασης που περιγράφουν οι μυστικιστές στα γραπτά τους ως μια κατάσταση απουσίας του εαυτού τους την οποία εξισώνουν με την τελειότητα.
Κατά τον Fingarette (1958) όπως αναφέρεται στον Χαρτοκόλλη (2003) η μυστικιστική εμπειρία της απουσίας του εαυτού με όρους της ψυχολογίας του Εγώ (Ηartmann) μπορεί να συγκρίνεται με μια φυσιολογική εμπειρία η οποία ελεύθερη άγχους και οφείλεται σε ουδετεροποιημένες ενορμήσεις μέσα στα μη συγκρουσιακά μέρη του Εγώ: είναι μια απουσία συνείδησης του εαυτού μας. Το Εγώ ξεπλένεται από οτιδήποτε συγκρουσιακό ή διασπαστικό, οτιδήποτε επιθετικό ή αισθησιακό το οποίο θα υπονόμευε την επιθυμία για το «καλό» και θα είχε σαν αποτέλεσμα την ανάδυση απληστίας, μίσους και άγχους, συγκινήσεων επικίνδυνων για τον κόσμο των αντικειμένων και για τον εαυτόν μας (ο Στέργιος, ιδρυματικός περιθαλπόμενος πολύ συχνά ομιλεί για το πλυντήριο που δουλεύει εντός μας και μας ξεπλένει εφόσον πράττουμε το καλό).
Ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος (1902), ένας από τους ιδρυτές του ελληνορθόδοξου ασκητικού κινήματος των Ησυχαστών (επικράτησε το Μεσαίωνα στο Άγιο Όρος) έγραψε μια σειρά από οδηγίες που υποδηλώνουν την ίδια ανησυχία για την εσωτερική επιθετικότητα του ατόμου και την απληστία, εξ’ού και η αντισταθμιστική επιθυμία να βιώσει κανείς μια μυστικιστική εμπειρία, μέσω της αποκαλούμενης νοεράς προσευχής (ή μικρή προσευχή του Ιησού).
Οι φυσιολογικές εμπειρίες έκστασης δεν αποσκοπούν στην καταστροφή, αλλά βασίζονται σε μια φαντασίωση λιβιδινικής ένωσης του εαυτού μας με τον κόσμο των αντικειμένων που οδηγεί στο αίσθημα ότι ο εαυτός και ο κόσμος είναι σπουδαίοι. Εντούτοις τέτοια βιώματα συγχώνευσης (φανταστική μονάδα λιβιδινικά επενδεδυμένη) επιτρέπουν την άμεση επανεγκαθίδρυση των ορίων μεταξύ εαυτού και αντικειμένων. Τω όντι, σε μια παρόμοια κατάσταση (μυστικισμός) το άτομο δε χάνει τη συνείδηση του εαυτού του (ως ξεχωριστού από τα αντικείμενα) ούτε της πραγματικότητας που το περιβάλλει. Αντιθέτως υποτίθεται ότι έχει μια ευρύτερη αίσθηση της πραγματικότητας όσον αφορά στον ίδιο και τον κόσμο γύρω του. Η εικόνα του εαυτού φαίνεται να χάνεται εντός της εικόνας των αντικειμένων (συμβίωση) χωρίς όμως ν’απαρνείται την αυτονομία της ή να καταστρέφει την ακεραιότητα της εικόνας των αντικειμένων. Πρόκειται για μια κατάσταση η οποία όσο συγκρίσιμη κι αν είναι, σίγουρα δεν είναι ταυτόσημη με καμιά (γνωστή) φάση της αρχαϊκής σχέσης μητέρας παιδιού.
Υπάρχουν ομοιότητες και αναλογίες της μυστικιστικής εμπειρίας και δη της θρησκευτικής με αυτήν του οργασμού. Στον τελευταίο -σε αντιδιαστολή με την αρχαϊκή (προοιδιπόδεια) συγχώνευση εαυτού και αντικειμένου κατά τη συμβιωτική φάση της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης (Mahler 1968)- το συμβιωτικό βίωμα συνυπάρχει παράλληλα με τη διατήρηση της ατομικότητας ενός εκάστου εκ των συνουσιαζομένων (ώριμες σεξουαλικές ταυτίσεις). Το πάθος είναι η συγκινησιακή κατάσταση (ισχυρή κινητήρια δύναμη) που εκφράζει το ξεπέρασμα των ορίων του εαυτού και τη συμβιωτική συγχώνευση με τον άλλο (εντούτοις με ταυτόχρονη διατήρηση του αισθήματος ενός ξεχωριστού εαυτού). Αυτό συνιστά μια κεντρική αντίφαση στη συγκυρία του ερωτικού πάθους: από τη μια τα στενά όρια εαυτού και η αδιαφιλονίκητη συνειδητότητα της ξεχωριστής ύπαρξης από την ετερότητα (το αντικείμενο) και από την άλλη η υπέρβαση, η αίσθηση ότι υποκείμενο και αντικείμενο του πόθου γίνονται ένα. Ο ερωτευμένος παραμένει στα όρια εαυτού ενώ ταυτόχρονα τα υπερβαίνει προς μια ταύτιση με το αντικείμενο του πόθου: πρόκειται για μια ερεθιστική, συγκινητική και οδυνηρή συνθήκη στον έρωτα. Ο αγαπώμενος παρουσιάζεται ως ένα κορμί που μπορείς να διεισδύσεις μέσα αλλά ταυτόχρονα ως μια συνείδηση στην οποία δε μπορείς να εισβάλεις. Με αυτήν την έννοια ο έρωτας τελικά είναι η αποκάλυψη της ελευθερίας (αυτονομίας) του άλλου.
Κατά την Τσαλίκογλου (1999) η έκσταση είναι γένους θηλυκού ενώ κατά τον Bataille το βάθος του πάθους είναι πάντα θρησκευτικό. Πολλές μοναχές που αφιέρωσαν όλη τους την ύπαρξη στη λατρεία του Θεού μίλησαν γι’ Αυτόν με λόγο ερωτικό και σπαρακτικό: «…όλο μου το είναι διακατέχεται από μια βαθιά σιωπή για να ακούει τη φωνή εκείνου που αγαπώ…», «καλωσορίζω αυτόν που αγαπώ με το αίμα της καρδιάς μου», «..εκεί αναπαύεται η γλυκιά σύζυγος πάνω στο κρεβάτι της φωτιάς και του αίματος…» (Τσαλίκογλου, 1999). Οι άγιες σε θρησκευτική έκσταση βυθίζονταν σε ηδυπαθή κατασπαρακτικά οράματα που τροφοδότησαν την έμπνευση καλλιτεχνών όπως οι Bernini, Vermeer, Caravaggio, Delacroix, Boss, κ.α. ώστε να υμνήσουν το εκστατικό πάθος του γυναικείου μυστικισμού. Ο Lacan αναφέρθηκε στην τρελή απόλαυση που μόνο οι γυναίκες δύνανται να δοκιμάζουν. Σχολιάζοντας το γλυπτό της Αγίας Τερέζας του Bernini, υποστήριζε πως φτάνει κάποιος να το δει για να καταλάβει ότι ηδονίζεται, χωρίς αμφιβολία.
Σε κάποιες παθολογικές περιπτώσεις η αναστολή της (έλλογης) δευτερογενούς διαδικασίας της σκέψης και η άρση των αμυνών του Εγώ που χαρακτηρίζουν τη μυστικιστική εμπειρία μπορεί να επανενεργοποιούν ένα πρώιμο στάδιο εσωτερικευμένων αντικειμενοτρόπων σχέσεων όπου το επιθετικό τμήμα του εαυτού «καταβροχθίζει» (κατακλύζει) το τμήμα που έχει επενδυθεί λιβιδινικά: η καλή εικόνα εαυτού καταβροχθίζεται από την κακή (μητρική) εικόνα. Τότε, αντί να επιτευχθεί η επιθυμητή ευδαιμονική κατάσταση της ενότητας με την καλή μητέρα ο εαυτός κινδυνεύει να χαθεί σ’ ένα χαοτικό κόσμο τρομακτικών και μισητών κακών ή διχοτομημένων εσωτερικών αντικειμένων. Τα άτομα των οποίων οι πρώιμες αντικειμενοτρόπες σχέσεις κυριαρχούνται από επιθετικότητα, στην επιθυμία τους να απαλλαγούν από κάθε βίαιο δυναμικό μέσω της μυστικιστικής εμπειρίας ενδέχεται να διακινδυνεύσουν την αποσύνθεση της προσωπικότητάς τους εμφανίζοντας ψευδαισθήσεις αντί να βρουν την εσωτερική ενότητα και την απαλλαγή από την αίσθηση του εαυτού τους. Κατά τον Searles (1965) η επικράτηση του επιθετικού δυναμικού θα μπορούσε να εξηγήσει το βίωμα του κατακερματισμού, χαρακτηριστικό της σχιζοφρενικής κατάστασης. Το κακό ταξίδι που ορισμένοι βιώνουν πειραματιζόμενοι με ψυχεδελικές ουσίες γίνεται κατανοητό ως η σχέση ανάμεσα στην εσωτερική βιαιότητα του υποκειμένου και την επιθυμία του ν’ απαλλαγεί απ’ αυτήν. Σε αυτές τις περιπτώσεις το υποκείμενο αντί για την επιθυμητή απελευθέρωση από τη βιαιότητα και την πορεία προς έναν κόσμο αγάπης και αυταπάρνησης βρίσκεται έμπλεο μέσα στο δικό του βίαιο δυναμικό νοιώθοντας συχνά ότι έχει το «διάβολο» μέσα του. Συχνά θέλοντας να τον εξορκίσει μπορεί να επιδίδεται σε ειδεχθείς πράξεις, π.χ. βγάζοντας το ένα του μάτι (το «κακό» μάτι). Αυτό αντιπροσωπεύει το επιθετικό τμήμα του Εγώ του. Είναι ακριβώς αυτό το εχθρικό δυναμικό που απειλεί να καταστρέψει την εικόνα της «καλής» μητέρας ματαιώνοντας την επιθυμία του υποκειμένου να ξαναζήσει την εκστατική εμπειρία της αδιαφοροποίητης κατάστασης του απολύτως «καλού» κόσμου εαυτού και αντικειμένων κατά την πρώιμη παιδική ηλικία. Πρόκειται για τη ματαίωση-εξαιτίας της εξεσημασμένης του επιθετικότητας-της επιθυμίας να επανενωθεί με την απολύτως «καλή» μητέρα σε έναν αχρονικό και αχωρικό κόσμο γαλήνης και αγάπης.
Η ικανότητα να εξαλείψει κανείς την αίσθηση του χρόνου (αχρονικότητα) είτε με τη χρήση ουσιών είτε με τη διαδικασία μιας μυστικιστικής εμπειρίας οδηγεί σε μια κατάσταση του είναι που δε δεσμεύεται από τίποτα. Αφορά σε μια συνθήκη που εξαλείφει την αίσθηση του χώρου και καταργεί τα όριά του και αυτό είναι που κάνει την εμπειρία άφατη. Δεν υπάρχει σημαίνων τρόπος να νοηματοδοτήσει κανείς τον εαυτόν του με μια (δευτερογενή) λογική διαδικασία σκέψης παρά μόνο με την έννοια του χώρου και του χρόνου. Η απουσία της αίσθησης του εαυτού (μυστικισμός) έχει περιγραφεί ως μια κατάσταση του τίποτα.
——————————————————
* «Προγράμματα Πρόληψης», Σημειώσεις προς τους δευτεροετείς φοιτητές του μεταπτυχιακού προγράμματος Κλινικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α’ ΕΔΩ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Β’ ΕΔΩ
Βιβλιογραφία:
Αγίου Αυγουστίνου «Εξομολογήσεις» Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1997, εισαγωγικά σχόλια Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη.
Bataille G. « L’Érotisme », Paris, Minuit, 1957.
Καραγάτσης Μ.«Η Μεγάλη Χίμαιρα», εκδόσεις της «Εστίας», Αθήνα 2005
Kernberg O. “love relations normality and pathology” , Yale university press, 1995 New Haven and London.
Κοπιδάκης Μ., «Βελλεροφόντης, Ευριπίδης, Αριστοτέλης: περιττοί και μελαγχολικοί», Ορώμενα, τιμή στον Αριστοτέλη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002.
Μπακιρτζόγλου Σ., Εισήγηση με θέμα «Τα φαινόμενα της αρνητικοποίησης της ζωής στα Θεραπευτήρια Χρονίων Παθήσεων: η αλληλεπίδραση των περιθαλπομένων με τους εργαζόμενους». Σικιαρίδειο Ίδρυμα, 29 Μαρτίου 2012.
Μπακιρτζόγλου Σ, «Οι διαταραχές προσωπικότητας» Σημειώσεις προς τους ασκούμενους φοιτητές ψυχολογίας στο Θ.Χ.Π.ΑΝ.Α, Βούλα 2008
Τσαλίκογλου Φ. «Ψυχολογία της καθημερινής ζωής», Καστανιώτης, Αθήνα 1999
Freud S.« Ο πολιτισμός πηγή Δυστυχίας » Εκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1994
Χαρτοκόλλης Π. «Χρόνος και Αχρονικότητα» Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006