Από τον Δημήτρη Χιώνη, Στρατιωτικό Ψυχολόγο
Ψάχνοντας στις πρώτες μελέτες για τη μνήμη, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η συμβολή του Hermann Ebbinghaus, ο οποίος ήταν ο πρώτος που έδωσε απαντήσεις για τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης μνήμης. Όχι πριν τη δεκαετία του ’60, το πεδίο της μνήμης δεν είχε τύχει της προσοχής που άξιζε. Τότε η ενασχόληση των μελετητών οδήγησε στον πρώτο διαχωρισμό σε μακρόχρονη και βραχύχρονη μνήμη.
Πλέον, η μέθοδος ανάλυσης σε στάδια επηρέασε και την μνήμη. Έτσι, προτάθηκαν τα στάδια της κωδικοποίησης, της αποθήκευσης και της ανάκλησης (Baddeley, A.D. 1995). Πιο αναλυτικά, ο όρος κωδικοποίηση αναφέρεται στη διαδικασία «απορρόφησης» και «μετάφρασης» της πληροφορίας σε μια γλώσσα που καταλαβαίνει ο εγκέφαλος και μπορεί να την επεξεργαστεί. Ο τρόπος κωδικοποίησης διαφέρει ανάλογα με το ερέθισμα, τη σημαντικότητα του ερεθίσματος, το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνεται, την κατηγορία του ερεθίσματος. Για παράδειγμα, μια κλήση για βοήθεια εν μέσω ληστείας σίγουρα έχει προτεραιότητα από οποιοδήποτε άλλο ερέθισμα εκείνη τη στιγμή. Η αποθήκευση είναι η διαδικασία με την οποία το εισιόν αποθηκεύεται, είτε προσωρινά είτε για μεγαλύτερο διάστημα. Ανάκληση είναι η διαδικασία με την οποία δεδομένα από τη βάση δεδομένων του εγκεφάλου επανέρχονται από τη μακρόχρονη στη βραχύχρονη μνήμη για επεξεργασία και χρήση σε οποιαδήποτε δραστηριότητα.
Η αναφορά που κάνουν πολλοί μελετητές στο μνημονικό ίχνος, δηλαδή στην «εγγραφή» της πληροφορίας στην μνήμη, διεγείρει το ενδιαφέρον για το πού έγκειται η συμβολή του μνημονικού ίχνους στο παραπάνω τρίπτυχο κωδικοποίηση – αποθήκευση – ανάκληση. Οι μελέτες όμως πάνω στην μνήμη έχουν το χαρακτηριστικό ν’ ανιχνεύουν την ικανότητα του να θυμάται κανείς κάτι, μετρώντας το πότε θ’ αποσβεστεί από τη μνήμη. Έτσι, ο ρόλος του μνημονικού ίχνους γίνεται σαφής σε αρκετές έρευνες.
Μεγάλη όμως είναι και η συμβολή της οργάνωσης στη μνήμη. Οργανώνοντας τις πληροφορίες δημιουργούνται «πακέτα» δεδομένων με παρεμφερείς πληροφορίες, και έτσι η ανάκληση είναι πιο εύκολη. Τα πειράματα της ελεύθερης ανάκλησης πληροφοριών το έχουν αποδείξει με μεγάλη συνέπεια.
Ως τη δεκαετία του ‘60 πιστευόταν πως η μνήμη εδράζεται σε συγκεκριμένη δομή στον εγκέφαλο, και για αυτό το λόγο και οι θεραπείες για μνημονικές διαταραχές ήταν εστιασμένες σε συγκεκριμένο σημείο. Πλέον κάτι τέτοιο έχει ανατραπεί και είναι γνωστό πως η μνήμη δεν εδράζεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Η ίδια ολιστική σκέψη διέκρινε και τον τρόπο τον οποίο θεωρούνταν η μνήμη. Ο Hebb (1949) ήταν ο πρώτος που έκανε το διαχωρισμό σε βραχύχρονη και μακρόχρονη, βάσει ενός νευροψυχολογικού μοντέλου που διαχώριζε την μακρόχρονη μνήμη στην ανάπτυξη και σύνδεση των νευραξόνων, και την βραχύχρονη στις ηλεκτρικές εκκενώσεις μεταξύ κοντινών νευραξόνων. Η βραχύχρονη μνήμη διακρίνεται επιπλέον σε άμεση μνήμη και εργαζόμενη μνήμη, ενώ η μακρόχρονη σε επεισοδιακή, σημασιολογική και διαδικαστική μνήμη (Baddeley, A.D. 1995).
Πιο αναλυτικά, στην μακρόχρονη μνήμη, οι μνήμες διατηρούνται για μεγάλο διάστημα και σε μη συνειδητό επίπεδο, και χρειάζεται ανάσυρση για τις θυμηθεί κάποιος. Η επεισοδιακή μνήμη αναφέρεται στις προσωπικές εμπειρίες. Αναφέρεται στην καταγραφή του πότε, πώς και πού, που σημαίνει και καταγραφή του πλαισίου της εμπειρίας. Μορφή επεισοδιακής μνήμης είναι και η προοπτική μνήμη που αναφέρεται σε ενέργειες που πρέπει να κάνουμε στο μέλλον. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ σημασιολογικής και επεισοδιακής μνήμης είναι το τί του εισιόντος που αντιτίθεται στα ερωτήματα που απαντά η επεισοδιακή μνήμη. Η διαδικαστική μνήμη αφορά όχι το τί είναι κάτι, αλλά το πώς γίνεται κάτι. Εδώ εμπεριέχεται η άδηλη και η έκδηλη μνήμη, όπου στη μεν άδηλη υπάρχουν οι διαδικασίες που είναι αυτοματοποιημένες όπως το περπάτημα και η οδήγηση, ενώ στην έκδηλη υπάρχουν οι διαδικασίες που προϋποθέτουν συνειδητή και εκούσια ανάκληση των πληροφοριών.
Από την άλλη πλευρά, η αισθητήρια μνήμη είναι αυτή που βρίσκεται στα πρώτα στάδια λήψης ενός εισιόντος. Δηλαδή είναι αυτή η μνήμη που υπάρχει από την πολύ σύντομη αναπαράσταση σε αισθητηριακό επίπεδο. Όσον αφορά τους ηλικιωμένους, σίγουρα υπάρχει μειωμένη ικανότητα σε αυτό το επίπεδο, λόγω της εκφύλισης των αισθητηριακών συστημάτων. Η εργαζόμενη μνήμη είναι εκείνος ο επεξεργαστής που διεργάζεται σε πρώτη φάση τα εισιόντα που λαμβάνονται επί τόπου. Συνδέεται με τη συνειδητή ενημερότητα και διαρκεί από 1 sec ως 1 min. Δεν είναι μόνο μνήμη είναι και επεξεργασία. Με ένα απλό παράδειγμα, όταν μας ρωτούν κάτι ήδη σκεφτόμαστε την απάντησή μας, ενώ δεχόμαστε την ερώτηση.
Εδώ εδράζεται και το φαινόμενο της πρώτης και της τελευταίας θέσης. Το φαινόμενο αναφέρεται στην τάση του αποθηκευτικού μέρους της βραχύχρονης μνήμης να συγκρατεί από μια λίστα πληροφοριών τις πρώτες και τις τελευταίες κυρίως. Οι τελευταίες μένουν στην βραχύχρονη μνήμη γιατί είναι και οι πιο φρέσκιες που αποθηκεύτηκαν, ενώ με τις πρώτες γίνεται κάτι διαφορετικό. Όταν ξεκινά η αποθήκευση μιας λίστας, η πρώτη λέξη μετά την εισαγωγή της επαναλαμβάνεται για να παραμείνει, το ίδιο και η δεύτερη κ.ο.κ. Μέχρι όμως να συνεχιστεί η αποθήκευση των υπολοίπων πληροφοριών η πρώτη πληροφορία της λίστας έχει επαλειφθεί ήδη αρκετές φορές, το ίδιο αλλά λιγότερο και η δεύτερη, συνεχίζοντας το ίδιο μοτίβο με φθίνουσα πορεία και για τις επόμενες πληροφορίες.
Αυτό επαληθεύθηκε και από πείραμα το οποίο διεξήχθη από τον γράφοντα Δημήτρη Χιώνη, στο οποίο συμμετείχαν 12 ενήλικες φοιτητές ψυχολογίας του Α.Π.Θ.. Άντρες ήταν οι τρεις και οι υπόλοιποι γυναίκες. Προκειμένου να εξεταστεί το φαινόμενο της πρώτης και της τελευταίας θέσης χρησιμοποιήθηκε έργο ελεύθερης ανάκλησης. Ήταν μια λίστα 22 λέξεων. Η εξαρτημένη μεταβλητή ήταν η χωρητικότητα της βραχύχρονης μνήμης. Η ανεξάρτητη ήταν η θέση των λέξεων στον κατάλογο και είχε 22 επίπεδα που για λόγους ευχρηστίας περιορίστηκαν σε τέσσερα. Η χορήγηση έγινε σε όλους ταυτόχρονα και στον ίδιο χώρο. Δόθηκαν οι ίδιες οδηγίες. Ζητήθηκε να έχουν μια κόλλα χαρτί μπροστά τους κι ένα μολύβι και να μην σημειώσουν τίποτα μέχρι να τους ζητηθεί. Οι λέξεις τους δόθηκαν προφορικά με ρυθμό μια λέξη ανά δευτερόλεπτο. Ύστερα ζητήθηκε να καταγράψουν όσες πιο πολλές λέξεις μπορούσαν να ανακαλέσουν.
Στην ανάλυση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε ο ενδοϋποκειμενικός έλεγχος με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις. Οι μέσοι όροι που προέκυψαν κατά την ανάλυση δείχνουν μια σαφή υπεροχή της πρώτης και της τέταρτης ομάδας λέξεων έναντι των δύο ενδιάμεσων. Για δείγμα 12 ατόμων το πρώτο επίπεδο είχε μέσο όρο 3,5 λέξεις και τυπική απόκλιση 1,5. Το δεύτερο επίπεδο είχε μέσο όρο 1,25 και τυπική απόκλιση ,96. Το τρίτο επίπεδο είχε μέσο όρο 1 και τυπική απόκλιση ,95. Τέλος, το τέταρτο επίπεδο είχε 3,25 μέσο όρο και ,75 τυπική απόκλιση. Επιπλέον, οι μικρές τυπικές στο δεύτερο και τρίτο επίπεδο δείχνουν ότι όλα τα άτομα διασπείρονται το ίδιο χαμηλά όσον αφορά την επίδοσή τους σε αυτά τα δύο επίπεδα.
Στις συγκρίσεις ανά ζεύγη οι μέσοι όροι του πρώτου και του τετάρτου επιπέδου δεν διέφεραν σημαντικά(M.D. 1-4 ,250), ενώ και το πρώτο και το τέταρτο επίπεδο διέφεραν από τα άλλα όπως έγινε και πριν. Το πρώτο και το δεύτερο διέφεραν κατά 2,25. Το πρώτο και το τρίτο διέφεραν κατά 2,5. Από την άλλη πλευρά, το τέταρτο επίπεδο διέφερε και αυτό με το δεύτερο κατά 2 και με το τρίτο κατά 2,25.
Τα αποτελέσματα δείχνουν την ικανότητα της βραχύχρονης ως προς την χωρητικότητα. Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι από μια λίστα λέξεων το αποθηκευτικό κομμάτι της βραχύχρονης μνήμης συγκρατεί καλύτερα της πρώτες και της τελευταίες. Οι λέξεις επειδή δόθηκαν προφορικά έδειξαν και τη συνδρομή της αισθητήριας μνήμης, μιας και συνήθως αναφέρονταν λέξεις που ξεκινούσαν με το ίδιο γράμμα, συνεπώς και με τον ίδιο ήχο. Ακόμη, με την αναφορά λέξεων από τα υποκείμενα που ανήκαν στην ίδια κατηγορία φάνηκε η συμβολή της εργαζόμενης μνήμης που φρόντιζε να ομαδοποιεί τα δεδομένα.
Βιβλιογραφία:
Baddeley, A.D. 1995. The psychology of memory. Handbook of memory disorders, 1. Chichester, New York, Brisbane, Toronto, Singapore. John Wiley & Sons.