Βιά -στηκες να μεγαλώσεις

Χρόνος ανάγνωσης 4 ΄
Ο στιγματισμός του διαφορετικού και οτιδήποτε θεωρείται απειλή στην εκάστοτε κοινωνία την εκάστοτε χρονική περίοδο αλλάζουν.

Από την Αθηνά Πάσχου, Ψυχολόγο, MSc στην Αντιμετώπιση του Πόνου

Ο θυμός, η ντροπή και η αίσθηση αδικίας είναι γνώριμα αισθήματα σε όλους από την παιδική κιόλας ηλικία. Σε ένα συναισθηματικά ασφαλές περιβάλλον κατευνάζονται αργά ή γρήγορα με διάφορους τρόπους. Όταν φωλιάζουν μέσα στο άτομο σε μεγάλη ένταση, καθώς αυτό μεγαλώνει, γεννάται η ανάγκη άμεσης ανακούφισης -εκτόνωσης. Άλλωστε το ίδιο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα συναισθήματα. Το μεγάλο θέμα όμως είναι ο τρόπος τον οποίο επιλέγει κανείς προκειμένου να νιώσει την προαναφερθείσα ανακούφιση. Ποια είναι η ποιότητά του; Η επιλογή του είναι αποτέλεσμα ώριμης σκέψης ή είναι ένας «εμετός» των (αρνητικών) συναισθημάτων; Εκτός από τη μάθηση μέσω μίμησης στο περιβάλλον ανάπτυξης του κάθε ατόμου, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι παράγοντες επιρροής που χρειάζεται να φωτίσουμε.

Ένας πρώτος παράγοντας που επηρεάζει την επιλογή του τρόπου ανακούφισης, είναι τα μεγέθη των προαναφερθέντων συναισθημάτων. Ας πούμε, όπως ένα φουσκωτό χειμερινό μπουφάν ξεχειλίζει από μία βαλίτσα γεμάτη και με άλλα ρούχα, ενώ ένα σακάκι μπορεί πιο άνετα να χωρέσει, έτσι και η μεγάλη ποσότητα θυμού, ντροπής και αισθήματος αδικίας δύσκολα «χωράνε» μέσα σε έναν άνθρωπο… αναίμακτα τουλάχιστον. Σκεφτείτε λοιπόν κάποιον που κατά τη διάρκεια της ζωής του βιώνει εμπειρίες που συμβάλλουν μόνο αυξητικά στα αισθήματα αυτά και δε βιώνει καθόλου ή ελάχιστες εμπειρίες που τα απαλύνουν. Ένα παράδειγμα για το πρώτο είναι η βία κάθε μορφής στο περιβάλλον ανατροφής και ωρίμανσης του ατόμου, καθώς και η απουσία σημάτων ότι το άτομο αξίζει, ότι είναι σημαντικό (Gilbert & Andrews, 1998; Rosenberger, 2005). Κάθε ερέθισμα που πηγάζει από αυτές τις εμπειρίες ενισχύει την εσωτερική ένταση του ατόμου, το αίσθημα αναξιότητας αλλά και την ανάγκη αναπλήρωσης, με κάποιον τρόπο, όλων των κενών που δημιουργούνται στην ψυχή του.  Ένα παράδειγμα για τις εμπειρίες που δρουν διορθωτικά σε κάθε αρνητικό αίσθημα (εμπειρίες που απαλύνουν τον θυμό, την ντροπή και το αίσθημα αδικίας) είναι το βίωμα της αποδοχής του εαυτού από τους άλλους, το βίωμα ότι κάποιος  αγαπιέται και ότι έχει αξία ως ξεχωριστός άνθρωπος.

Εκτός από αυτόν τον παράγοντα, υπάρχει και ένα άλλο σημείο επιρροής. Στους ανθρώπους που έχουν αγαπηθεί, που έχουν διδαχθεί από τα λάθη και τα σωστά της ζωής τους, που έχουν αναγνωρίσει τη βοήθεια από άλλους στην πορεία ωρίμανσής τους, υπάρχει διαθέσιμη μια φαρέτρα με τρόπους εκτόνωσης και διαχείρισης των πιεστικών συναισθημάτων. Με τρόπους που δεν τους βγάζουν εκτός κοινωνίας, ούτε τους μετατρέπουν σε αγρίμια με ανθρώπινο προσωπείο. Έτσι, μπορεί για παράδειγμα να είναι κανείς ένα άτομο ιδιαίτερα ενεργητικό (συχνά στην καθημερινότητα ονομάζουμε νευρώδεις/νευρικούς αυτούς τους τύπους), ή μπορεί να ασχολείται με μια πολεμική τέχνη ή μπορεί να έχει διαλέξει ένα επάγγελμα που βοηθά στην ειρηνική διοχέτευση των παραπάνω. Σε αντίθετη περίπτωση όμως και εξαιτίας της εσωτερικής έντασης και της απουσίας ωριμότερων τρόπων διαχείρισής της, βλέπουμε να οδηγούνται οι άνθρωποι σε άλλες κατευθύνσεις. Μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος να είναι μέλος μιας ομάδας με ακραίες αντιλήψεις περί ανθρώπινης επιβίωσης και τρόπων με τους οποίους αυτή είναι εφικτή, κάποιος που κατηγορεί μόνο τους «άλλους» για όλες τις δυσκολίες του, ή κάποιος που δεν ανέχεται οτιδήποτε ξεχωρίζει, είναι διαφορετικό από τον ίδιο ή μάλλον από αυτό που μπορεί να καταλάβει. Κάτι, δηλαδή, που ξυπνά το «δικό του ξένο κομμάτι» (Γκούβα & Κοτρώτσιου, 2011). Εύκολα συνειδητοποιούμε ότι στη δεύτερη περίπτωση καθετί διαφορετικό αυτομάτως ενοχοποιείται για όλα τα δεινά και αποκλείεται από τη δική του ζωή, διότι τον απειλεί. Απειλεί την ύπαρξή του (Tangney&Dearing, 2002).

Ακόμη και για τους ανθρώπους της δεύτερης περίπτωσης, μπορούμε, αν μη τι άλλο, να σεβαστούμε το ατομικό τους δικαίωμα να υπάρχουν όπως επιθυμούν. Τι γίνεται όμως όταν όλο αυτό οργανώνεται σε ιδεολογία; Όταν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι βρίσκουν στο πρόσωπο ο ένας του άλλου πιθανά τον πρώτο άνθρωπο που αποδέχεται τον εαυτό τους που οι ίδιοι θεωρούν ως «ανεπιθύμητο» (Gilbert & Andrews, 1998);  Τι γίνεται όταν η απάντηση στα δεινά δίνεται μέσα από τον κοινωνικό αποκλεισμό όσων μας «ενοχλούν» και βασικά μας απειλούν υπαρξιακά; Με λίγα λόγια, τι γίνεται όταν οι άνθρωποι που είναι τόσο φοβισμένοι και ψυχικά τραυματισμένοι ώστε να είναι και ανίκανοι για ενσυναίσθηση, προσελκύουν πολλούς άλλους απογοητευμένους ανθρώπους με σημαία την ψευδαίσθηση μιας δικαιοσύνης που ΘΑ έρθει; Τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι ως κοινωνία πια και όχι μόνο ως άτομα με φαινόμενα κοινωνικής, θρησκευτικής και κάθε άλλης μορφής βίας σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας. Τότε βλέπουμε το παράλογο και το μη ανθρώπινο να παίρνει μεγάλη θέση στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου μας.

Όμως εδώ υπάρχει μια μεγάλη παγίδα: Ο στιγματισμός του διαφορετικού και οτιδήποτε θεωρείται απειλή στην εκάστοτε κοινωνία την εκάστοτε χρονική περίοδο αλλάζουν (Kurzban & Leary, 2001). Αύριο, λοιπόν, ο στιγματισμός μπορεί να αφορά ένα στοιχείο που αγγίζει μια διαφορετική μερίδα συνανθρώπων μας, ή εμάς. Μπορεί, ας πούμε, να στραφεί προς τις ανύπανδρες μητέρες, προς τους κοντούς ή προς τους πολύ ψηλούς «για Έλληνες», προς τους πολύ ή λίγο μορφωμένους, προς τους φτωχούς, τους πλούσιους, τους όμορφους, τους άσχημους… προς οποιονδήποτε. Ο λόγος είναι ότι, εάν δεν ησυχάσει η ψυχική ανάγκη για την εύρεση του «πρώτου Κακού», του «Εχθρού», δε θα πάψει το συνεχές στιγματισμός-βία-πρόσκαιρη ανακούφιση-νέα εσωτερική ένταση-νέος στιγματισμός-βία κτλ. να ανανεώνεται.

Σοφός ο λαός μας εκφράζεται λακωνικά μέσα από παροιμίες και γνωμικά. Λέει, λοιπόν, «εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα ‘ρθεις». Λέει «στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος». Επειδή, λοιπόν, ο τροχός γυρίζει και όλοι είμαστε κρίκοι της ίδιας αλυσίδας που τον κινεί, είναι το λιγότερο έξυπνο να βλέπουμε χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς του θυμού τον καθαρό δρόμο προς την επίλυση των εσωτερικών και των κοινών μας συγκρούσεων. Αυτός δεν περιλαμβάνει την ταύτιση με την ωμότητα. Περιλαμβάνει τη διάκριση των αληθινών απειλών και των πραγματικών υπευθύνων, σε ατομικό και σε κοινωνικό επίπεδο, με βλέμμα στραμμένο προς το καθαρό κομμάτι της ψυχής μας και προς το ανθρώπινο μέλλον.

 

Προτεινόμενη βιβλιογραφία:

  • Gilbert, P. & Andrews, B. (1998). Shame; Interpersonal Behavior: Psychopathology and Culture. New York, Oxford University Press.
  • Kurzban, R., Leary, M. (2001). Evolutionary origins of stigmatization: The functions of social exclusion. Psychological Bulletin, vol. 127, p. 187- 208.
  • Rosenberger, J.W. (2005). Envy, Shame, and Sadism. J. of The American Academy of Psychoanalysis and Dynamic Psychiatry, vol. 33, p. 465- 489.
  • Tangney, J.P., Dearing, R.L. (2002). Shame and Guilt. The Guilford Press, New York, London.
  • Γκούβα, Μ., Κοτρώτσιου, Ε. (2011). Ψυχολογικά ζητήματα σε ιστορίες φροντίδας. Αθήνα: Εκδόσεις Δημήτρης Λαγός.