Χρόνος ανάγνωσης 3 ΄

Μετάφραση: Μύρω Χριστοδούλου

Καθώς οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες προσαρμόζονται σε νέες συνθήκες εργασίας, συμπεριλαμβανομένων πιο ευέλικτων εξ’ αποστάσεως ή υβριδικών χρονοδιαγραμμάτων, δίνουν επίσης προτεραιότητα σε κάτι άλλο που παραδοσιακά δεν αποτελούσε μέρος του εργασιακού περιβάλλοντος: την ψυχική υγεία.

Σε μια νέα δημοσκόπηση που διεξήχθη από την Εθνική Συμμαχία για τις Ψυχικές Ασθένειες (συντομογραφία στα αγγλικά: NAMI), οι ερευνητές διαπίστωσαν ενθαρρυντικά σημάδια στο ότι οι εργαζόμενοι και οι διευθυντές τους αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη άνεση θέματα ψυχικής υγείας, όπως η επαγγελματική εξουθένωση και το άγχος. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη κενά όσον αφορά τη δημιουργία ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος ψυχικής υγείας στον χώρο εργασίας.

Στην έρευνα, συμμετείχαν περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των διευθυντικών στελεχών. Όλοι εργάζονταν σε εταιρείες με τουλάχιστον 100 υπαλλήλους. Οι συμμετέχοντες απάντησαν σε ερωτήσεις σχετικά με το πόσο άνετα ένιωθαν να αναφέρουν θέματα ψυχικής υγείας στην εργασία τους, ποιες πηγές ήταν διαθέσιμες σε αυτούς και αν οι εργοδότες τους προσέφεραν, μεταξύ άλλων, παροχές ψυχικής υγείας ως μέρος της ασφαλιστικής τους κάλυψης. Περίπου το 74% των εργαζομένων δήλωσαν ότι θεωρούν αποδεκτό να συζητούν θέματα ψυχικής υγείας στην εργασία τους και ελαφρώς περισσότεροι -77%- δήλωσαν ότι θα ένιωθαν άνετα αν οι συνάδελφοί τους συζητούσαν αυτά τα θέματα. Περίπου το 86% αισθανόταν ότι μπορούσε να είναι ο εαυτός του στη δουλειά και τέσσερις στους πέντε δήλωσαν ικανοποιημένοι με τη συναισθηματική υποστήριξη που έλαβαν από τους διευθυντές.

Αυτά ήταν τα καλά νέα. Όταν χρειάστηκε να αναφέρουν τις ανησυχίες τους για τη δική τους ψυχική υγεία στην εργασία ή να χρησιμοποιήσουν τους διαθέσιμους πόρους, οι συμμετέχοντες ήταν λιγότερο ανοιχτοί. Μόνο το 58% δήλωσε ότι θα ένιωθε άνετα να μιλήσει για τη δική του ψυχική υγεία με τους συναδέλφους του. «Οι συνήθεις λόγοι που ανέφεραν ήταν το στίγμα, η κριτική, το να μην βλέπουν άλλους να μιλούν για την ψυχική υγεία και το να φαίνονται αδύναμοι στους συναδέλφους τους», αναφέρει η Barb Solish, εθνική διευθύντρια του γραφείου καινοτομίας του NAMI.

Περίπου οι μισοί από τους συμμετέχοντες δήλωσαν ότι αισθάνονται εξαντλημένοι στην εργασία τους και το 27% δήλωσε ότι σκέφτεται να παραιτηθεί λόγω του τρόπου με τον οποίο η δουλειά του επηρεάζει την ψυχική του υγεία.

Ενώ οι εργαζόμενοι θεωρούν γενικά ότι η συζήτηση για την ψυχική υγεία στην εργασία είναι αποδεκτή, ένας στους τέσσερις δηλώνει ότι δεν γνωρίζει εάν η εταιρεία του προσφέρει κάλυψη για υπηρεσίες ψυχικής υγείας, σύμφωνα με την Solish. Επιπρόσθετα, «Οι εταιρείες έχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης όσον αφορά την επικοινωνία σχετικά με αυτές τις επιλογές στους εργαζομένους».

Η αντιμετώπιση αυτών των κενών ξεκινά από την κορυφή, με τα στελέχη να δίνουν το παράδειγμα για το πώς οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν και θα έπρεπε να δίνουν προτεραιότητα στην ψυχική υγεία.

«Η ηγεσία δίνει τον τόνο», συνεχίζει η Solish. «Αν ο διευθύνων σύμβουλος και άλλα στελέχη είναι δεκτικοί στα θέματα ψυχικής υγείας για τον εαυτό τους, τότε δημιουργείται μια κουλτούρα ψυχολογικής ασφάλειας που βοηθά τους εργαζόμενους να αισθάνονται ότι αν (οι ηγέτες τους) μπορούν να μιλήσουν για τις ανησυχίες τους σχετικά με την ψυχική υγεία, τότε ίσως μπορούν και οι ίδιοι. Μπορεί να είναι τόσο απλό όσο το να στείλει ο διευθύνων σύμβουλος ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου λέγοντας: «Ένιωσα εξαντλημένος αυτή την εβδομάδα και αυτοί είναι οι πόροι στην εταιρεία που με βοήθησαν και μπορεί να βοηθήσουν και εσάς»».

Η κατάρτιση των διευθυντών με τις απαραίτητες δεξιότητες που χρειάζονται για να συζητούν και να παρέχουν υποστήριξη στους εργαζομένους σε θέματα ψυχικής υγείας είναι επίσης σημαντική. Το 70% των διευθυντών ή στελεχών δεν ήταν εκπαιδευμένοι για την αντιμετώπιση θεμάτων ψυχικής υγείας, παρόλο που σχεδόν το 75% των εργαζομένων θεωρούσαν ότι τα εν λόγω στελέχη ήταν υπεύθυνοι για τη δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων.

Οι εργαζόμενοι μπορούν επίσης να αναλάβουν δράση για τη βελτίωση της δικής τους ψυχικής υγείας στην εργασία, λέει η Solish. Μπορούν να ρωτήσουν και να ενημερωθούν για το ποιες υπηρεσίες (όπως η συμβουλευτική) καλύπτονται από τα ασφαλιστικά τους προγράμματα, καθώς και για τα προγράμματα που προσφέρουν οι εταιρείες τους για την αντιμετώπιση του άγχους και της επαγγελματικής εξουθένωσης. Ορισμένα από αυτά, μπορεί να περιλαμβάνουν πόρους εκτός του χώρου εργασίας, αλλά ο εργοδότης θα μπορούσε να είναι η δίοδος σε αυτά τα προγράμματα.

«Η επένδυση στην ψυχική υγεία των εργαζομένων δεν είναι απλώς το σωστό, αλλά και μια επένδυση στην οικονομική υγεία ενός οργανισμού», καταλήγει η Solish. «Εάν οι άνθρωποι νιώθουν άβολα να μιλήσουν για την ψυχική υγεία και δεν αισθάνονται άνετα να αναζητήσουν υπηρεσίες και υποστήριξη, τότε καίγονται περισσότερο και αυτό θα βλάψει τον οργανισμό. Η ψυχική υγεία έχει άμεσο αντίκτυπο στην επιτυχία ή την αποτυχία μιας εταιρείας».

Με πληροφορίες από το time.com