Χρόνος ανάγνωσης 5 ΄

Από την Amy Barnhorst, Ψυχίατρο
Μετάφραση: Σωτηρία Κακαγιά

Η αυτοκτονία είναι η 10η κύρια αιτία θανάτου στις ΗΠΑ και τα ποσοστά συνεχίζουν να αυξάνονται. Αν η αυτοκτονία είναι κάτι που μπορεί να αποφευχθεί, τότε γιατί τόσοι άνθρωποι πεθαίνουν μ’ αυτό τον τρόπο;

Πριν από μερικά χρόνια είχα μία ασθενή που την είχε φέρει στο Κέντρο Ψυχιατρικής Κρίσης ο αδερφός της γιατί κατά τη διάρκεια ενός γάμου είχε παρατηρήσει ότι η συμπεριφορά της ήταν περίεργη: μετά την τελετή, έδωσε σιωπηλή στα μέλη της οικογένειάς της δώρα και εγκάρδια γράμματα. Όταν ο αδελφός της την πήγε στο σπίτι της, παρατήρησε ότι πολλά από τα έπιπλα και τους πίνακές της έλειπαν, ενώ στο μπάνιο της βρήκε τρία κλειστά μπουκαλάκια συνταγογραφούμενων φαρμάκων για τον ύπνο. Αφού κουβέντιασαν, παραδέχτηκε ότι τα είχε δωρίσει σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Είχε επίσης πάρει τα χρήματα από τον λογαριασμό σύνταξης και τα χρησιμοποίησε για να εξοφλήσει το στεγαστικό δάνειο, το δάνειο αυτοκινήτου και όλους τους λογαριασμούς της.

Όταν ήρθε στο γραφείο μου, μου είπε ότι τους τελευταίους τέσσερις μήνες για οτιδήποτε έκανε – έτρωγε, καθάριζε το σπίτι της, μιλούσε με τους γείτονές της – χρειαζόταν να κάνει τεράστια προσπάθεια και δεν ένιωθε καμία ευχαρίστηση. Αισθανόταν εξαντλημένη με το να ζει κάθε μέρα, και η σκέψη ότι αυτό θα συνεχιζόταν για τα επόμενα χρόνια φαινόταν ένα ανυπόφορο μαρτύριο.

Αφού αξιολόγησα την κατάστασή της, της είπα ότι είχε ένα επεισόδιο διπολικής κατάθλιψης και έπρεπε να κάνει εισαγωγή στο νοσοκομείο ενώ θα ξεκινούσαμε τη θεραπεία. Ανασήκωσε τους ώμους της και μου έδωσε μια πολύ ανησυχητική απάντηση: «Δεν με νοιάζει».

Ένας από τους λόγους που θυμάμαι τόσο καλά τη συγκεκριμένη γυναίκα είναι ότι, από όλους τους ασθενείς που έχω αξιολογήσει σχετικά με τον κίνδυνο αυτοκτονίας, η περίπτωσή της ήταν ασυνήθιστη. Η απόφασή της να βάλει τέλος στη ζωή της ήταν σταθερή και προμελετημένη. Ευτυχώς, αυτό έγινε η αιτία να αποκαλυφθεί κι έτσι η οικογένειά της μπόρεσε να την πάει άμεσα για επείγουσα ιατρική περίθαλψη. Ανταποκρίθηκε καλά στο λίθιο, το ένα από τα δύο μόνο ψυχιατρικά φάρμακα που φαίνεται ότι μειώνουν την τάση αυτοκτονίας (το άλλο είναι ένα αντιψυχωσικό, η κλοζαπίνη). Η καταθλιπτική διάθεσή της βελτιώθηκε και σιγά σιγά άρχισε να θυμάται όλα εκείνα που έκαναν τη ζωή της ν’ αξίζει.

Η γυναίκα αυτή αποτελεί ακριβώς το είδος του αυτοκτονικού ατόμου που οι ψυχίατροι μπορούν να βοηθήσουν – δηλαδή κάποιος με μια μη διαγνωσμένη αλλά θεραπεύσιμη ψυχική ασθένεια που χρειάζεται απλώς να προστατευτεί από τον ίδιο του τον εαυτό μέχρι να ξεκινήσει η επίδραση ενός αποτελεσματικού φαρμάκου.

Οι περισσότεροι ασθενείς με αυτοκτονικές τάσεις που παρακολουθώ ακολουθούν διαφορετικό μοτίβο, όπως αυτό που μου παρουσίασε πρόσφατα ένας ειδικευόμενος γιατρός. Μια γυναίκα μεσήλικας, χωρίς ψυχιατρικό ιστορικό, εισήχθη μετά από υπερβολική δόση ιβουπροφαίνης. Η γυναίκα είχε μείνει πρόσφατα άστεγη. Μετά από εφτά χρόνια νηφαλιότητας, είχε υποτροπιάσει παίρνοντας μεθαμφεταμίνη με σκοπό να μένει ξύπνια τις νύχτες ύστερα από σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη στο πάρκο που κοιμόταν. Δεν είχε οικογένεια για να τη στηρίξει, καμία ασφάλιση, καμία πηγή εισοδήματος και καμία περαιτέρω εκπαίδευση πέρα από το λύκειο. Δεν έβλεπε καμιά διέξοδο από αυτή την κατάσταση. Μπήκε λοιπόν σ’ ένα φαρμακείο, άρπαξε ένα μπουκάλι ιβουπροφαίνης και πήγε στο μπάνιο, όπου κατάπιε όσο το δυνατόν περισσότερα χάπια μέχρι που κάποιος μπήκε μέσα.

Ρώτησα λοιπόν τον ειδικευόμενο πώς σκόπευε να τη βοηθήσει ενώ ήταν στο νοσοκομείο. Ύστερα από μια παύση, πρότεινε διστακτικά: «Μήπως να ξεκινούσαμε με κάποιο αντικαταθλιπτικό;». Ήταν φανερό ότι καταλάβαινε το πόσο γελοίο ακουγόταν αυτό.

Ως γιατροί, θέλουμε να βοηθήσουμε τους ανθρώπους και είναι δύσκολο να παραδεχτούμε ότι κάποιες φορές οι μέθοδοι που εφαρμόζουμε είναι περιορισμένες. Τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να φαίνονται σαν η προφανής λύση, αλλά μόνο περίπου το 40% ως 60% των ασθενών αισθάνεται καλύτερα με αυτά. Κι ενώ σχεδόν ένας στους δέκα Αμερικανούς χρησιμοποιεί αντικαταθλιπτικά, υπάρχουν ελάχιστα πειστικά στοιχεία που να δείχνουν ότι μειώνουν τα ποσοστά αυτοκτονίας.

Πολλά από τα προβλήματα που οδηγούν σε αυτοκτονία δεν μπορούν να διορθωθούν με λίγη παραπάνω σεροτονίνη.

Τα αντικαταθλιπτικά δεν μπορούν να προσφέρουν δουλειά ή ένα οικονομικά προσιτό σπίτι, να φτιάξουν τις σχέσεις με τα μέλη της οικογένειας ή να προκαλέσουν νηφαλιότητα.

Επίσης, η πρόληψη της αυτοκτονίας είναι δύσκολη υπόθεση επειδή τα μέλη της οικογένειας σπάνια αντιλαμβάνονται ότι κάποιος που αγαπούν πρόκειται να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας – συχνά δε ακόμα και το ίδιο το άτομο δεν το αντιλαμβάνεται.  Ο εκτεταμένος σχεδιασμός της αεροσυνοδού είναι ασυνήθιστος. Είναι πολύ πιο συνηθισμένο να αρπάζει κανείς ό,τι βρίσκει μπροστά του σε μια στιγμή απόγνωσης.

Σύμφωνα με μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε το 2016, σχεδόν το ήμισυ όσων προσπαθούν να αυτοκτονήσουν, το κάνουν παρορμητικά. Σε μια μελέτη του 2001 στην οποία υπήρχαν συνεντεύξεις επιζώντων από σχεδόν θανατηφόρες απόπειρες (έτσι ορίζεται κάθε απόπειρα που θα ήταν θανατηφόρα χωρίς ιατρική παρέμβαση ή οποιαδήποτε απόπειρα περιλαμβάνει όπλο) διαπιστώθηκε ότι περίπου το ένα τέταρτο σκέφτηκε την πράξη του λιγότερο από πέντε λεπτά. Ο χρόνος αυτός δεν είναι αρκετός για κάποιον ώστε να παρατηρήσει ότι κάτι δεν πάει καλά και να επέμβει.

Παρ’ όλα αυτά, οι πάροχοι υπηρεσιών ψυχικής υγείας διαιωνίζουν το παραμύθι ότι η αυτοκτονία μπορεί να προληφθεί αν οι ασθενείς και τα μέλη της οικογένειας ακολουθήσουν τα σωστά βήματα. Οι εκστρατείες πρόληψης αυτοκτονίας ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να ξεπεράσουν το στίγμα, να απευθυνθούν σε κάποιον ή να καλέσουν μια γραμμή βοήθειας. Το νόημα είναι ότι βοήθεια υπάρχει, κι απλώς περιμένει να την ζητήσουν.

Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο εύκολα. Η καλή ψυχιατρική περίθαλψη εξωτερικού ασθενή είναι δύσκολο να βρεθεί, δύσκολο να υπάρξει πρόσβαση και δύσκολο να πληρωθεί. Η περίθαλψη εσωτερικού ασθενή αφορά τις πιο ακραίες περιπτώσεις, αλλά ακόμη και για αυτούς δεν υπάρχουν αρκετά κρεβάτια. Πρωτοβουλίες όπως οι γραμμές διαχείρισης κρίσεων και οι εκστρατείες κατά του στίγματος επικεντρώνονται στο άνοιγμα περισσότερων πυλών στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, αλλά αυτό μοιάζει σαν να εμποδίζουμε την είσοδο σε ένα άδειο κτήριο.

Κι όμως, υπάρχουν πράγματα που μπορούμε να κάνουμε για να αποτρέψουμε την αυτοκτονία. Μία από τις λίγο δοκιμασμένες και αξιόλογες στρατηγικές είναι η μείωση της πρόσβασης των ανθρώπων αυτών σε επικίνδυνα εργαλεία, έτσι ώστε αν νιώσουν απελπισία, οποιαδήποτε απόπειρα που θα κάνουν πιθανότατα δεν θα αποβεί μοιραία. Αν η πρώτη μου ασθενής είχε όπλο στο σπίτι της, δεν θα είχε προλάβει να φτάσει στο γραφείο μου. Αν η δεύτερη ασθενής μου είχε πάρει ακεταμινοφαίνη αντί για ιβουπροφαίνη, μπορεί να μην είχε προλάβει ούτε κι εκείνη. Η αποτροπή του θανάτου σε μια τέτοια παρορμητική στιγμή απόγνωσης είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση των ποσοστών αυτοκτονίας. Σε αντίθεση με την κοινή γνώμη, μόνο ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων που επιβιώνουν από μια σοβαρή απόπειρα αυτοκτονίας μπορεί να πεθάνει από μια δεύτερη.

Η απόφαση να τερματίσει κάποιος τη ζωή του είναι απόφαση στην οποία οι άνθρωποι καταλήγουν από διαφορετικές διαδρομές – κάποιοι χρειάζονται μερικούς μήνες, πολλοί όμως μόνο λίγα λεπτά. Αυτούς τους ανθρώπους δεν θα τους εμποδίσει το σύστημα ψυχικής υγείας. Σίγουρα χρειαζόμαστε περισσότερες ψυχιατρικές υπηρεσίες και περισσότερες έρευνες για καλύτερες και πιο γρήγορες θεραπείες για σοβαρά περιστατικά κατάθλιψης και σκέψεις αυτοκτονίας, αλλά αυτό δεν θα είναι ποτέ αρκετό.

Πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος αυτοκτονίας της χώρας μας – φτώχεια, έλλειψη στέγης και την επακόλουθη έκθεση στο τραύμα, την εγκληματικότητα και τα ναρκωτικά. Αυτό σημαίνει καλύτερη θεραπεία από τον αλκοολισμό και τα ναρκωτικά, συμβουλευτική οικογένειας, στέγαση για άτομα χαμηλού εισοδήματος, εκπαίδευση στον χώρο εργασίας και ατομική θεραπεία. Και για όσους βρίσκονται σε κίνδυνο και μπορούν να περάσουν από όλα αυτά τα σημεία κλειδιά, πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δεν θα έχουν πρόσβαση σε όπλα και θανατηφόρα φάρμακα.

Αν αγνοήσουμε όλα τα παραπάνω και συνεχίσουμε να λέμε ότι η λύση είναι απλή, οι οικογένειες των θυμάτων αυτοκτονίας απλώς θα αναρωτιούνται τι έκαναν εκείνοι λάθος.

Πηγή: The New York Times