Χρόνος ανάγνωσης 4 ΄

Από τη Σύλβα Σαραφίδου, Ψυχολόγο, MSc, AKC, PhDc

Οι ψυχικές ασθένειες συναντώνται και αναγνωρίζονται σε διάφορους πολιτισμούς, με την ιστορία της αντιμετώπισής τους να χάνεται στην αρχαιότητα. Αρχικά, τόσο τα αίτια όσο και η αντιμετώπιση σχετίζονταν με θρησκευτικές πεποιθήσεις. Στην πορεία, και σταδιακά, εξερευνάται η ιατρική αιτιότητα, και ξεκινούν οι πρώτες συστηματικές προσπάθειες για διαχείριση του ψυχικά ασθενούς. Από τον 17οκαι 18ο αιώνα δημιουργήθηκαν τα ‘άσυλα’ – μία πρώιμη μορφή των ψυχιατρικών δομών, τα οποία χαρακτηρίζονται από απάνθρωπες και υπερβολικές μεθόδους περιορισμού και αντιμετώπισης των ασθενών. Ο ψυχικά ασθενής θεωρούνται κίνδυνος για τον εαυτό και την κοινωνία, χωρίς ελπίδα βελτίωσης, έτσι σκοπός ήταν η απομάκρυνσή του από το σύνολο. Σταδιακά τα άσυλα υιοθέτησαν ανθρωπιστική νοοτροπία, και εξευγένισαν τις μεθόδους τους, παράλληλα με εξέλιξη της ιατρικής και ψυχολογικής υποστήριξης. Βέβαια, η πιθανότητα του χρόνιου εγκλεισμού των ασθενών παρέμεινε μεγάλη.

Στο παρόν, και ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, οι ψυχιατρικές δομές είναι ξεκάθαρα ανθρωπιστικές και προσφέρουν στοχευμένη θεραπεία. Παρά τις προσπάθειες βέβαια, πολλοί ασθενείς παραμένουν έγκλειστοι για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, χωρίς δυνατότητα απορρόφησης στο κοινωνικό σύνολο. Το γεγονός αυτό εγείρει ερωτήματα γύρω από την αποτελεσματικότητα των προσφερόμενων θεραπειών και δομών: είναι ακόμα σκοπός η απομάκρυνση του ατόμου από την κοινωνία ή η θεραπεία και επαναφορά;

Οι λόγοι για τους οποίους ένα άτομο μπορεί να μετατραπεί σε χρόνιο ένοικο δομής είναι πολλοί, όπως το να βιώνει έντονη έκφανση της πάθησης, ή να μην υπάρχει δυνατότητα – ή και επιθυμία – διαχείρισης από τον περίγυρο. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι το ίδιο: η πραγματικότητα του ατόμου περιορίζεται στο εσωτερικό της δομής. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ιδρυματοποίηση του ασθενούς, δηλαδή την εξοικείωση του ατόμου με την ροή της δομής και την ζωή σε αυτή σε τέτοιο βαθμό που να αδυνατεί να ζήσει εκτός αυτής.

Με τον καιρό, η ιδρυματοποίηση αφήνει το στίγμα της στον ίδιο τον χαρακτήρα και τον πυρήνα του εαυτού του ατόμου.

Η ιδρυματοποίηση έχει διάφορες εκφάνσεις. Το άτομο παύει να ασχολείται με καθημερινές υποχρεώσεις (όπως την δημιουργία γευμάτων, την τακτοποίηση του χώρου ή την οικονομική διαχείριση), γεγονός που μειώνει την λειτουργικότητά του. Έτσι μαθαίνει να εξαρτάται από την δομή και το πρόγραμμα αυτής. Κατ’ επέκταση, η καθημερινότητα μετατρέπεται σε ρουτίνα, με τις περισσότερες ώρες της ημέρας να περνούν στην απραξία, κάτι που έχει αρνητικό αντίκτυπο στο άτομο τόσο γνωστικά, όσο και συναισθηματικά. Με τον καιρό, η ιδρυματοποίηση αφήνει το στίγμα της στον ίδιο τον χαρακτήρα και τον πυρήνα του εαυτού του ατόμου, του οποίου η ταυτότητα περιορίζεται στην έννοια του ‘ασθενή’.

Στην περίπτωση που το άτομο έχει αποδεχθεί την χρονιότητα του εγκλεισμού, χάνεται η ελπίδα, μα και η προσπάθεια ουσιαστικής διαχείρισης των συμπτωμάτων – τόσο από το άτομο, όσο και από τους επαγγελματίες υγείας, που επιλέγουν (συνειδητά και ασυνείδητα) να εστιάσουν σε περιστατικά βραχείας νοσηλείας. Αντίθετα, εάν το άτομο επιθυμεί και ελπίζει στην έξοδό του, βιώνει μία επαναλαμβανόμενη ματαίωση. Όλα αυτά ενισχύουν (και ενισχύονται) από την συμπτωματολογία της εκάστοτε πάθησης, μειώνοντας δραματικά την λειτουργικότητα του ατόμου, την ποιότητα ζωής του, μα και την επιθυμία του για ζωή.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο χρόνιος εγκλεισμός ατόμων σε δομές δεν επηρεάζει αποκλειστικά τα ίδια τα άτομα. Η ιδρυματοποίηση μπορεί να αντηχεί αρνητικά και στους υπόλοιπους (πιο λειτουργικούς) ασθενείς του πλαισίου, υπονομεύοντας την πρόοδό τους, εξαιτίας της διαρκούς συναναστροφής με ή χωρίς δομή (δηλαδή είτε στις ‘ελεύθερες ώρες’ των ατόμων, είτε σε ομαδικές δραστηριότητες, όπως φαγητό, ή ψυχοθεραπεία). Έτσι το πλαίσιο αποκτά έναν χαρακτήρα αρνητικό, που παρά τις προσπάθειες οδηγεί σε κακή ποιότητα ζωής (των ασθενών, μα και των εργαζομένων). Επιπλέον, το κόστος παραμονής του ατόμου στην δομή είναι μεγάλο, τόσο για ιδιώτες όσο και για το κράτος, κάτι που αναγκαστικά υποβαθμίζει τις προσφερόμενες υπηρεσίες και την ποιότητά τους.

Πάνω από όλα, τόσο ως επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όσο και ως κοινωνικό σύνολο, αξίζει να αξιολογήσουμε τον σκοπό των ψυχιατρικών δομών, και την αποτελεσματικότητά τους, και να παρατηρήσουμε τον οξύμωρο συνδυασμό προσφοράς θεραπείας και έλλειψης στόχου βελτίωσης.

Παρόμοιες παρατηρήσεις έγιναν τις προηγούμενες δεκαετίες στην Αγγλία, όπου αναγνωρίστηκε η υπονόμευση της ψυχικής υγείας από τα ίδια τα ψυχιατρικά πλαίσια, εξαιτίας της αυξημένης πιθανότητας χρόνιου εγκλεισμού των ατόμων. Οι προβληματισμοί αυτοί οδήγησαν στην δημιουργία και διεξαγωγή σχεδίου ‘από- ιδρυματοποίησης’ των ατόμων, και την εστίαση στην αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας όχι από πλαίσιο εγκλεισμού, μα από την κοινότητα. Έτσι γεννήθηκε η κοινοτική ψυχιατρική, η οποία ναι μεν στηρίζει την παραμονή του ατόμου σε πλαίσιο όταν αυτό είναι απαραίτητο, μα την περιορίζει χρονικά στο απολύτως απαραίτητο διάστημα (για παράδειγμα μέχρι το πέρας της υποτροπής), μα προωθεί κυρίως ψυχοκοινωνικές δομές εντός κοινότητας (θεραπευτικά για τους πάσχοντες και υποστηρικτικά για τους συγγενείς τους). Η διαδικασία έχει υπάρξει πολύπλοκη και γεμάτη εμπόδια, καθώς οι αλλαγές και οι απαιτήσεις αυτής ήταν και παραμένουν μεγάλες. Πάραυτα, η αποτελεσματικότητα της κοινοτικής υποστήριξης είναι εμφανέστατη ερευνητικά και κλινικά: οι πάσχοντες λαμβάνουν αποτελεσματική φαμρακευτική και ψυχολογική θεραπεία, η οποία ενισχύεται από την ελπίδα επιστροφής στην ‘πραγματικότητα’ και την ίδια την επιστροφή, η οποία εκτυλίσσεται ομαλά, και με πολύπλευρη παρακολούθηση και στήριξη (τόσο ψυχοκοινωνικά όσο και οικονομικά), του ατόμου και του πλαισίου του, μειώνοντας τις πιθανότητες υποτροπής ή οξείας κρίσης.

Αξίζει να σημειωθεί πως η από-ιδρυματοποίηση προωθεί παράλληλα και την μείωση του στίγματος γύρω από την ψυχική ασθένεια, καθώς και την προώθηση της ψυχικής υγείας: ο ψυχικά ασθενείς, ή εκείνος που έχει παραμείνει έγκλειστος σε δομή για κάποιο διάστημα δεν είναι πλέον μία φιγούρα επικίνδυνη και τρομακτική, και η ψυχική ασθένεια απομυθοποιείται. Αντιθέτως, αυτές οι πεποιθήσεις ενισχύονται μέσα από την συναναστροφή με χρόνια έγκλειστους ασθενείς και τις δομές που τους περικλείουν.

Δείγματα παρόμοιων προσπαθειών έχουν υπάρξει και σε αρκετές άλλες χώρες. Στην Ελλάδα γίνεται προσπάθεια για την μείωση του χρόνου παραμονής στο πλαίσιο, μα η από-ιδρυματοποίηση των ήδη χρόνιων ασθενών δεν αποτελεί στόχο.

Ας ελπίσουμε πως το μέλλον επιφυλάσσει τάσεις εξέλιξης στον τομέα τόσο των κλειστών όσο και των ανοιχτών δομών, με περισσότερο ή λιγότερο γρήγορους ρυθμούς.

Βιβλιογραφία

Chow, W., S., Priebe, S., (2013). Understanding psychiatric institutionalization: a conceptual review, BMC Psychiatry, 13 (169).

Fakhoury, W., Priebe, S., (2007). Deinstitutionalization and reinstitutionalization: major changes in the provision of mental healthcare, Psychiatry, 6 (8).

Killaspy, H., (2006). From the asylum to community care: learning from experience, British Medical Bulletin, 79 (245-258).

Leff, J., Trieman, N., (2002). Long- term outcome of long- stay psychiatric in-patients considered unsuitable to live in the community, British Journal of Psychiatry, 181, 428-432.

Leff, J., Trieman, N., (1999). Long- stay patients discharged from psychiatric hospitals, British Journal of Psychiatry, 576 (217-223).