Συνέντευξη στη Δήμητρα Διδαγγέλου, Ψυχολόγο, MSc Ψυχολογία & Μ.Μ.Ε., Ειδίκευση στη Θεραπευτική Γραφή
Μιλήστε μας λίγο για το βιβλίο σας «Παιδικό Άγχος. Τι γίνεται μ’ αυτό;» που γράψατε με την κ.Μαρία Ζαφειροπούλου. Τι σας ώθησε να το γράψετε;
Ζούμε σε μία εποχή που η λέξη άγχος ακούγεται συχνά από το στόμα τόσο των ενηλίκων όσο και των παιδιών. Η αλήθεια είναι πως περνώντας έξω από σχολεία ή στέκια νέων άκουγα φράσεις όπως «έχω αγχωθεί πολύ» ή «μην αγχώνεσαι». Συνειδητοποίησα, λοιπόν, ότι το άγχος είναι κομμάτι της ζωής των νεαρών ατόμων και αποτελεί στοιχείο διαχείρισης σε επίπεδο καθημερινότητας. Δεν θα μπορούσα να παραλείψω να αναφέρω ότι η έρευνα που πραγματοποίησα στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής φανέρωσε ότι τα παιδιά βιώνουν άγχος όχι μόνο για τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις, αλλά και για τις σχέσεις τους με τους συμμαθητές και τους φίλους, την οικογένεια, καθώς και για τις επιδόσεις τους ακόμη και στις εξωσχολικές δραστηριότητες, γεγονός που υπήρξε δυσάρεστη έκπληξη για μένα. Πίστευα ότι η παιδική ηλικία είναι συνυφασμένη με την ανεμελιά και τη χαλαρότητα. Προφανώς έκανα λάθος! Η συγκέντρωση λοιπόν πληροφοριών, τόσο από το ερευνητικό πεδίο όσο και από την παρατήρηση των αναπτυσσόμενων ατόμων, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα με οδηγούσε στην πολύπλευρη μελέτη του άγχους στην παιδική ηλικία. Βέβαια, θα πρέπει να αναφερθεί ότι εκτός από σημείο αναφοράς πηγών δυσάρεστων εμπειριών, το άγχος λειτουργεί και παραγωγικά στα παιδιά. Το άγχος αποτελεί εφαλτήριο για δράση και δημιουργία. Τα παιδιά κινητοποιούνται μέσω αυτού και λαμβάνουν δράση, ώστε να επιλύσουν δοκιμασίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το άγχος είναι χαρακτηριστικό των δημιουργικών ανθρώπων, από τη στιγμή που τους διακρίνει ο σύνθετος τρόπος σκέψης και η ανησυχία και ο προβληματισμός για πολλά ζητούμενα.
Πώς μπορεί το βιβλίο να λειτουργήσει ως εργαλείο για ενημέρωση και ενίσχυση των γονέων και των εκπαιδευτικών;
Γνωρίζουμε ότι οι πιο σημαντικοί άνθρωποι που βρίσκονται κοντά στο μεγάλωμα των παιδιών είναι οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί. Και οι δύο ομάδες ανθρώπων, από διαφορετική σκοπιά, έχουν ως κοινό στόχο την εξέλιξη και ανάπτυξη των παιδιών τόσο σε μαθησιακό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο. Δεν σημαίνει όμως ότι είναι υπεράνθρωποι και ότι δεν χρειάζονται ενίσχυση για την επιτέλεση του συγκεκριμένου έργου. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της προσφοράς βοήθειας τοποθετείται το συγκεκριμένο βιβλίο. Είναι γραμμένο σε απλό λόγο και γίνεται αναλυτική περιγραφή των διαταραχών του συναισθήματος. Φυσικά παρουσιάζεται το σχολείο ως πηγή άγχους και πώς αυτό εκφράζεται μέσα από τις συμπεριφορές των παιδιών. Περιέχει αρκετά παραδείγματα από την κλινική μας δουλειά, τα οποία περιγράφουν συνθήκες άγχους και χρησιμεύουν σε προληπτικό ή θεραπευτικό επίπεδο. Επιπλέον, παρουσιάζονται και ιδέες που μπορούν να δώσουν λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και τους προκαλούν άγχος, όπως για παράδειγμα γίνε ντεντέκτιβ των δικών σου αγχωτικών σκέψεων, όπου τα παιδιά καλούνται να αναγνωρίσουν μερικές από τις ανήσυχες σκέψεις τους, ακόμη και να αμφισβητήσουν τις μη ρεαλιστικές τους σκέψεις. Γίνεται δηλαδή αναφορά σε μεθόδους και τεχνικές της γνωστικής-συμπεριφοριστικής θεραπείας, οι οποίες αποτελούν τη θεραπεία επιλογής των διαταραχών συναισθήματος/διάθεσης, ενώ βοηθούν σημαντικά στην πρόληψη ψυχολογικών προβλημάτων. Παράλληλα, γίνεται αναφορά στις αρχές της Θετικής Ψυχολογίας που έχει ως κύριο στόχο την απομάκρυνση από τις διαταραχές και τη δυσλειτουργία του ανθρώπου και συνέστησε την επικέντρωση στις ικανότητες και στις δυνατότητές του. Γίνεται λόγος για την ανθεκτικότητα, η οποία είναι μία έννοια που περιγράφει τη δυνατότητα των παιδιών να παραμένουν λειτουργικά στα πλαίσια αναφοράς τους, παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζουν αντιξοότητες. Σε πολλά σχολεία του εξωτερικού εφαρμόζεται η θεραπεία ανθεκτικότητας, η οποία εστιάζει στο τι μπορούμε να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε τη δυσκολία, εμπλέκει στη θεραπευτική δράση τόσο τους γονείς όσο τους σημαντικούς άλλους της ζωής των παιδιών, ερευνά τα ζητήματα που απασχολούν τα νεαρά άτομα και τι θα μπορούσε να τους βοηθήσει και επικεντρώνεται στην καθημερινή ζωή, προτείνοντας τρόπους επίλυσης των δυσκολιών. Τέλος, γίνεται αναφορά σε πολύ σύγχρονα θέματα που φαίνεται να έχουν προβληματίσει έντονα τα παιδιά, όπως είναι οι επιπτώσεις της Covid-19, η κλιματική κρίση, ο πόλεμος.
Πότε ένας γονιός πρέπει να ανησυχήσει αν το παιδί του έχει άγχος;
Θεωρώ πως κάθε γονέας γνωρίζει πότε το άγχος του παιδιού του βρίσκεται σε μη λειτουργικό επίπεδο. Υπάρχουν αρκετά σημάδια που είναι εμφανή στη συμπεριφορά του παιδιού και καταδεικνύουν τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Για παράδειγμα, ένα παιδί που αρνείται να πάει σχολείο ή ένα παιδί που εκδηλώνει αδιαθεσία κάθε πρωί προτού πάει σχολείο ή ένα παιδί που είναι επιθετικό ή ένα παιδί που είναι απόλυτα σιωπηλό, θα έπρεπε να προβληματίζει κάθε γονέα και να μεριμνά για την περαιτέρω διερεύνηση της συναισθηματικής του κατάστασης. Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου γίνεται μία εκτενής περιγραφή των διαταραχών του συναισθήματος/της διάθεσης στην παιδική ηλικία. Οι διαταραχές της διάθεσης χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, όπου η πρώτη αναφέρεται στις αγχώδεις διαταραχές, όπως είναι το άγχος αποχωρισμού, οι φοβίες, η κοινωνική φοβία, η διαταραχή πανικού, η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, η μετατραυματική διαταραχή άγχους και η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Η δεύτερη κατηγορία είναι οι διαταραχές της διάθεσης ή αλλιώς η κατάθλιψη. Εύλογα γεννάται το ερώτημα πώς θα μπορούσε κάποιος γονέας να διακρίνει πότε το παιδί του αντιμετωπίζει δυσκολίες που εντάσσονται στις παραπάνω κατηγορίες. Μία σημαντική συμβουλή είναι να παρατηρήσει τη συμπεριφορά του παιδιού του για ένα χρονικό διάστημα (περίπου τρεις μήνες) οπότε θα είναι βέβαιος για τι ακριβώς συμβαίνει. Οι εκδηλώσεις, λοιπόν, άγχους μπορεί να εμφανίζονται με εξωτερικευμένες συμπεριφορές (επιθετικότητα, θυμός, σκασιαρχείο, καβγάδες, χρήση αλκοόλ, ψέματα, βανδαλισμοί), που είναι ευδιάκριτες στην καθημερινότητα του παιδιού και εύκολα παρατηρήσιμες από τους γονείς. Υπάρχει, ωστόσο, και η κατηγορία των εσωτερικευμένων συμπεριφορών άγχους, όπως είναι η απομόνωση, η απόσυρση, η θλίψη, οι ενοχές, η νευρικότητα, που απαιτούν μία περισσότερο προσεκτική παρατήρηση από τη μεριά των γονέων. Οι συμπεριφορές αυτού του είδους συνήθως δεν προκαλούν ανησυχία και αναστάτωση στην καθημερινότητα της οικογένειας. Συνήθως, μας προβληματίζουν οι εξωτερικευμένες συμπεριφορές, μια που προκαλούν δυσφορία στην καθημερινότητά μας, αλλά είναι το ίδιο σοβαρές και άξιες προσοχής οι εσωτερικευμένες συμπεριφορές, οι οποίες καταδεικνύουν την ίδια δυσφορία που βιώνει το παιδί με τις πρώτες.
Γονείς με άγχος σημαίνει και παιδιά με άγχος;
Είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές αν τα παιδιά μαθαίνουν να λειτουργούν με άγχος ή απλώς προκύπτει ως αποτέλεσμα του μεγαλώματός τους. Η άποψή μου είναι πως ναι, οι γονείς που έχουν άγχος το μεταβιβάζουν στα παιδιά τους. Σκεφτείτε ότι η ανατροφή αυτών των παιδιών έχει γίνει από ανθρώπους που αντιμετωπίζουν και διαχειρίζονται την καθημερινότητά τους με άγχος, με αποτέλεσμα τα παιδιά να πιστεύουν πως αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος προσέγγισης της ζωής. Ο τρόπος με τον οποίο οι γονείς διαχειρίζονται τη ζωή, είναι ο τρόπος που μαθαίνουμε ως παιδιά ότι είναι ο «φυσιολογικός» τρόπος να ζεις. Άρα παιδιά που έχουν μεγαλώσει με αγχώδεις γονείς, είναι και τα ίδια αγχώδη. Είναι σύνηθες τα παιδιά να υιοθετούν τους τρόπους που οι γονείς τους αντιμετωπίζουν την καθημερινότητά τους, και φυσικά τα άγχος αποτελεί μέρος αυτής της διαδικασίας. Επακόλουθα, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς αν υπάρχει τρόπος να σπάσει αυτός ο «φαύλος κύκλος» του άγχους και να καταφέρουν τα παιδιά να έχουν περισσότερο ανθεκτικό στιλ διαχείρισης των δικών τους προβλημάτων. Θα ήταν ευχής έργο, λοιπόν, να συνειδητοποιήσουν οι γονείς ότι το στιλ ζωής που έχουν καθιερώσει εμπεριέχει το ψυχικό φορτίο του άγχους και καλό θα ήταν να κάνουν προσπάθειες διαχείρισης της ζωής με πιο χαλαρό τρόπο. Υπάρχουν στο βιβλίο πολλές ιδέες και τεχνικές οι οποίες αναφέρονται στην αλλαγή του τρόπου σκέψης των παιδιών αναφορικά με το άγχος, που σίγουρα θα βοηθήσουν και τους ίδιους τους γονείς να αλλάξουν τη δική τους σκέψη. Η κύρια αρχή της Γνωσιακής-Συμπεριφοριστικής Θεραπείας, στην οποία στηρίζονται πολλές από τις τεχνικές που αφορούν τους τρόπους πρόληψης του άγχους, αναφέρει πως ο τρόπος που σκεφτόμαστε για τα πράγματα μας κάνει αντιστοίχως να νιώθουμε για αυτά και κατά συνέπεια να συμπεριφερόμαστε σε αυτά βάσει των σκέψεων και των συναισθημάτων. Αν καταφέρουμε να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε για τα πράγματα, τότε θα αλλάξει και το συναίσθημά μας για αυτά και συνεπώς η συμπεριφορά μας απέναντί τους. Από την άλλη μεριά, ακόμη κι αν δεν λάβουν δράση οι γονείς για να αλλάξουν τη δική τους στάση απέναντι στα πράγματα, τα παιδιά πάντα έχουν την ευκαιρία να τροποποιήσουν τη ζωή τους μέσω υιοθέτησης διαφορετικών τρόπων διαχείρισης αγχωτικών καταστάσεων. Σε αυτό το τελευταίο στηρίζεται η εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης στον χώρο του σχολείου, που βοηθά τα παιδιά να αντιμετωπίσουν το άγχος τους μέσα από τεχνικές που μαθαίνουν. Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια τα σχολεία έχουν ενσωματώσει στο ωρολόγιο πρόγραμμά τους τέτοιου είδους δράσεις, στοχεύοντας στη συναισθηματική ενδυνάμωση των μαθητών και στον εφοδιασμό τους με μέσα αντιμετώπισης αντιξοοτήτων που προκαλούν άγχος.
Τι έχει αλλάξει στα παιδιά και στους εφήβους έπειτα από την πανδημία Covid-19;
Η αλήθεια είναι πως έχει αλλάξει η ζωή όλων μας μετά την πανδημία Covid-19, γεγονός που έχει επηρεάσει και τη ζωή των παιδιών. Σύμφωνα με την έκθεση της UNICEF που αφορούσε την προαγωγή της ψυχικής υγείας των παιδιών, φάνηκε πως, ενώ τα παιδιά δεν βίωσαν σημαντικές σωματικές επιπτώσεις λόγω της Covid-19, ωστόσο συνέβησαν σημαντικές αλλαγές στην καθημερινότητά τους που προκάλεσαν ανησυχητικά φαινόμενα στην ψυχική τους υγεία και ευεξία. Σε παγκόσμιο επίπεδο, τουλάχιστον ένα στα επτά παιδιά επηρεάστηκαν από τον εγκλεισμό. Τα παιδιά και οι έφηβοι αντιμετώπισαν την κοινωνική απομόνωση και την εξ αποστάσεως εκπαίδευση ως μία μορφή αναστάτωσης, από τη στιγμή που διαταράχθηκε η ρουτίνα του σχολείου, που τους πρόσφερε ασφάλεια και ανακούφιση, οι αθλητικές τους δραστηριότητες, καθώς και οι ευκαιρίες αναψυχής με φίλους, γεγονός που είχε επιπτώσεις στην κοινωνική και συναισθηματική τους ανάπτυξη. Τα παιδιά λόγω του εγκλεισμού και του φόβου της ασθένειας εκδηλώνουν συμπεριφορές απομόνωσης και φοβίας στη συναναστροφή. Παρατηρήθηκε επίσης έκπτωση στο κομμάτι της κοινωνικοποίησης και φυσικά αύξηση στη χρήση υπολογιστών, που σε πολλές περιπτώσεις έχει συγκεντρώσει στοιχεία εθισμού. Παρατηρήθηκε ακόμη αύξηση τόσο στο στρες όσο και στο άγχος, γεγονός που αντανακλά τη φοβία για τη μόλυνση από τον ιό, την αίσθηση αβεβαιότητας που προκλήθηκε με το κλείσιμο των σχολείων, καθώς και την πρόκληση της προσαρμογής στο νέο καθεστώς της κανονικότητας. Σημειώθηκε αύξηση στο ποσοστό της εφηβικής κατάθλιψης, αφού η κοινωνική απομόνωση και η εξ αποστάσεως εκπαίδευση αύξησε την εκδήλωση αρνητικών συμπεριφορών, όπως είναι ο θυμός, η αρνητικότητα, η ευερεθιστότητα και η απροσεξία. Θεωρώ πως κρίνεται αναγκαίο να συστήσουμε ξανά στα παιδιά τον κόσμο ως ένα ασφαλές μέρος για να ζουν και να αναπτύσσουν τις δεξιότητές τους. Είναι σημαντικό να αφιερώσουμε χρόνο στην αλληλεπίδραση και στην ανταλλαγή απόψεων και συναισθημάτων, γιατί τα παιδιά έχουν ξεχάσει αυτή τη συνθήκη σε πραγματικό χρόνο και έχουν μάθει να το κάνουν μόνο μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων και με τη χρήση emoji.
Πώς επηρεάζει τα παιδιά η κλιματική αλλαγή;
Μία από τις μεγαλύτερες απειλές για το μέλλον της ανθρωπότητας αποτελεί η κλιματική αλλαγή και όπως είναι φυσικό έχει γίνει αντιληπτό από τα παιδιά. Τα παιδιά του δημοτικού μαθαίνουν στο σχολείο για την ύπαρξη του φαινομένου, αλλά οι έφηβοι νιώθουν να απειλούνται από την εμφάνιση του συγκεκριμένου φαινομένου. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι τα παιδιά και οι έφηβοι είναι περισσότερο ευάλωτοι στην κλιματική αλλαγή. Η ευαλωτότητα αυτής της ηλικιακής ομάδας οφείλεται στο γεγονός ότι τα νεαρά άτομα βρίσκονται σε αναπτυξιακή πορεία, εξαρτώνται από τους ενήλικες, επομένως νιώθουν αδύναμα να επέμβουν για την αλλαγή του φαινομένου και έχουν παράλληλα βιώσει συσσωρευμένους κινδύνους κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Έτσι, λοιπόν, η κλιματική αλλαγή αποτελεί απειλή τόσο για τη σωματική τους υγεία, μια που πολλές παρασιτικές ασθένειες μεταδίδονται σε υψηλότερες θερμοκρασίες και υπάρχει έντονος ο κίνδυνος του υποσιτισμού, όσο και για την ψυχική υγεία των παιδιών, μια που υπάρχει ο κίνδυνος εκδήλωσης ψυχικών και συναισθηματικών διαταραχών. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ψυχική υγεία των νεαρών ατόμων είναι πιθανό να προκύψει από την εμφάνιση ξαφνικών καταστροφικών γεγονότων, όπως είναι οι πλημμύρες ή οι πυρκαγιές και τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτών όπως η ξηρασία ή η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, ελλοχεύοντας ο κίνδυνος της διά βίου επίδρασης αυτών στη ζωή των ανθρώπων. Οι επιπτώσεις των απρόσμενων αυτών γεγονότων, που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή, οδήγησαν στην καταγραφή των ακόλουθων διαταραχών που αφορούσαν τόσο τον ψυχικό όσο και τον γνωστικό τομέα των νεαρών ατόμων: διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD), κατάθλιψη και άγχος, προβλήματα ύπνου, γνωστικά ελλείμματα και μαθησιακές δυσκολίες. Οι παραπάνω γνωστικές και ψυχικές διαταραχές συνοδεύονται και από έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως αγωνία, θλίψη, θυμός, ενοχή, ευερεθιστότητα, συναισθήματα ανικανότητας και απελπισίας, αυξημένη επιθετικότητα και βία. Εκτός από την επιρροή στην ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων, η κλιματική αλλαγή επιφέρει αλλαγές στην καθημερινή τους ζωή, επηρεάζοντας την εξασφάλιση των βασικών στοιχείων της διαβίωσης όπως είναι οι ελλείψεις τροφίμων και στην ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη όπως είναι η ευημερία των γονιών, η ομαλή λειτουργία της οικογένειας, η οικονομική δυσπραγία και η αναγκαστική μετανάστευση. Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την εκπαίδευση των παιδιών, εφόσον πολλά σχολεία χάνονται εξαιτίας καταστροφικών φυσικών φαινομένων ή οι οικογένειες δυσκολεύονται να εγγράψουν τα παιδιά τους στο σχολείο για οικονομικούς λόγους, γεγονός που επηρεάζει περισσότερο τα κορίτσια παρά τα αγόρια, μιας που η αξία της εκπαίδευσης δεν είναι ίδια σε όλα τα μέρη του κόσμου. Τέλος, η αναγκαστική μετανάστευση που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή δημιουργεί στα νεαρά άτομα μια σειρά συμπτωμάτων τραύματος και προβλημάτων προσαρμογής.
Πώς μπορεί το σχολείο να συμβάλλει στην πρόληψη και αντιμετώπιση του άγχους στους μαθητές;
Ο σχολικός χώρος θεωρείται ιδανικός για την εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης, εφόσον: (α) είναι άμεσα συνυφασμένος με την ανάπτυξη των παιδιών, (β) είναι ο χώρος όπου περνούν μεγάλο μέρος του χρόνου τους, (γ) έχουν τη δυνατότητα προσβασιμότητας και συμμετοχής σε διάφορα προγράμματα που στοχεύουν στην πρόληψη και την αντιμετώπιση των δυσκολιών τους, και (δ) ελαχιστοποιείται η πιθανότητα εμφάνισης κοινωνικού στίγματος, το οποίο σχετίζεται με θέματα ψυχικής υγείας. Στον χώρο του σχολείου εφαρμόζονται προγράμματα πρωτογενούς, δευτερογενούς, τριτογενούς πρόληψης και πρόληψης «μείωσης κινδύνου». Η πρωτογενής πρόληψη ή παρέμβαση αναφέρεται σε δράσεις ή προγράμματα που έχουν σχεδιαστεί για να εφαρμοστούν σε ολόκληρο τον μαθητικό πληθυσμό, προτού εμφανίσει σημάδια κάποιας διαταραχής. Κύριος στόχος της συγκεκριμένης παρέμβασης είναι η προαγωγή της ψυχικής υγείας των παιδιών, καθώς και η πρόληψη πιθανών προβλημάτων συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, αυτή η μορφή της πρόληψης εφαρμόζεται σε παιδιά τα οποία δεν εκδηλώνουν κάποια συμπεριφορά που να παρουσιάζει σημάδια δυσκολίας προσαρμογής και δεν βρίσκονται σε κίνδυνο να εμφανίσουν κάποιο πρόβλημα, όπως είναι τα παιδιά που έχουν αλκοολικούς γονείς, τα παιδιά διαζευγμένων γονιών ή παιδιά τα οποία πρόκειται να βιώσουν αλλαγές ή να αντιμετωπίσουν αγχογόνες καταστάσεις, όπως είναι η αλλαγή σχολείου. Επίσης, παρατηρείται πως οι παρεμβάσεις αυτού του είδους συμβάλλουν στη βελτίωση του σχολικού κλίματος. Η δευτερογενής παρέμβαση αναφέρεται σε αυτές τις μεθόδους που έχουν σχεδιαστεί για να εμποδίσουν τη δημιουργία περισσότερο σοβαρών προβλημάτων, εφόσον έχουν παρατηρηθεί σημάδια κάποιας διαταραχής στον πληθυσμό. Οι διαδικασίες αυτές εφαρμόζονται συχνά μέσω πρώιμων ανιχνεύσεων των δυσκολιών και χρήσης αποτελεσματικών παρεμβάσεων με άτομα που παρουσιάζουν πρώιμη ανάπτυξη δυσκολιών. Η τριτογενής παρέμβαση ή «θεραπεία» αναφέρεται σε αυτές τις μεθόδους που έχουν σχεδιαστεί για να θεραπεύσουν περιπτώσεις διαταραχών, να μειώσουν τη διάρκεια εμφάνισής τους και να ελαχιστοποιήσουν τις επιρροές τους στα παιδιά, τα οποία εμφανίζουν τη διαταραχή, αλλά και στα υπόλοιπα άτομα στην κοινότητα. Αυτού του είδους η παρέμβαση αναφέρεται σε παιδιά με σοβαρές δυσκολίες, που κρίνεται αναγκαία η παραπομπή τους σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας της κοινότητας (ΚΕΔΑΣΥ, Ιατροπαιδαγωγικά κέντρα, παιδοψυχιατρικά νοσοκομεία). Μία τέταρτη κατηγορία πρόληψης, που ονομάζεται κατηγορία «μείωσης του κινδύνου» (risk reduction), αναφέρεται σε αυτές τις μεθόδους που έχουν σχεδιαστεί για άτομα μιας ομάδας του γενικού πληθυσμού τα οποία θεωρείται ότι βρίσκονται σε κίνδυνο να αναπτύξουν κάποια διαταραχή. Συνήθως έχει να κάνει με πληθυσμό ο οποίος έχει βιώσει ένα έντονο φαινόμενο, λόγου χάρη, πυρκαγιά, σεισμό, φυσική καταστροφή. Τα άτομα αυτά βρίσκονται σε κίνδυνο και δεν πρέπει να εντάσσονται στην πρωτογενή παρέμβαση, γιατί δίνει έμφαση σε όλα τα παιδιά, αλλά ούτε και στη δευτερογενή παρέμβαση, γιατί μπορεί να μην έχουν εμφανίσει ακόμα σημάδια διαταραχής. Κύριος στόχος των προγραμμάτων «μείωσης του κινδύνου» εστιάζουν κατά κύριο λόγο σε δεξιότητες και ικανότητες που σχετίζονται άμεσα με τον κίνδυνο και εφαρμόζονται σε μικρές ομάδες από ειδικούς ψυχικής υγείας ή από ειδικά καταρτισμένους εκπαιδευτικούς.
Ποιες προσδοκίες έχετε για το βιβλίο σας; Ποιο είναι το μεγαλύτερο μήνυμα που θα θέλατε να αφήσετε στους αναγνώστες;
Η κοινότοπη φράση ότι τα παιδιά είναι το μέλλον μας αποτελεί μία μεγάλη αλήθεια για όλους μας. Τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με αντιξοότητες και δύσκολες συνθήκες κατά την αναπτυξιακή τους πορεία και έχουν ανάγκη από τη συνδρομή των σημαντικών άλλων της ζωής τους για να αντιμετωπίσουν καθετί καινούργιο που τους προκαλεί αναστάτωση και, ως εκ τούτου, άγχος. Οφείλουμε, λοιπόν, να συμβάλουμε στη θωράκιση των παιδιών απέναντι στις αντιξοότητες, τόσο σε πρακτικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο. Όταν ένα παιδί ενδυναμώνεται ψυχικά, τότε ενισχύεται η θετική εικόνα που σχηματίζει για τον εαυτό και τις ικανότητές του. Οι ενήλικοι οφείλουν να δράσουν επικουρικά στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των παιδιών και καλό θα ήταν να επιδείξουν κατανόηση απέναντι στις ανάγκες και στα αιτήματα των παιδιών τους. Το επόμενο βήμα είναι να τα βοηθήσουν να αντιληφθούν τις προσωπικές τους δυνάμεις. Όταν ένα παιδί καταφέρει να αντιληφθεί τις εσωτερικές του δυνάμεις, τότε είναι σε θέση να επιδείξει «ενσυναίσθηση». Ενθαρρύνοντας ένα παιδί να μπει στη θέση των άλλων ανθρώπων και να είναι ευαίσθητο στο πώς αισθάνονται οι άλλοι, ευαισθητοποιείται απέναντι στην αναγνώριση των συναισθημάτων των άλλων και πώς η συμπεριφορά του μπορεί να επηρεάσει τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων. Με αυτόν τον τρόπο ένα παιδί αναπτύσσει την αυτο-επίγνωση και έτσι είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη για τον εαυτό του και τη συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους.
Λίγα λόγια για τις συγγραφείς
Η Αγορίτσα Ψύλλου είναι διδάκτορας του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας, στον τοµέα της Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Παιδαγωγικού Τµήµατος Προσχολικής Εκπαίδευσης. Είναι παιδαγωγός και έχει λάβει µεταπτυχιακό δίπλωµα ειδίκευσης στη Σχολική Ψυχολογία.
Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη δηµιουργία και εφαρµογή παρεµβατικών προγραµµάτων για τη συναισθηµατική και κοινωνική ευεξία των παιδιών του δηµοτικού σχολείου, στη µελέτη και καλλιέργεια της ανθεκτικότητας σε παιδιά και εφήβους, στη δηµιουργία προγραµµάτων για µαθητές που αντιµετωπίζουν µαθησιακές δυσκολίες, σε θέµατα συναισθηµατικών και συµπεριφορικών δυσκολιών στον χώρο του σχολείου, καθώς και σε θέµατα της εκπαιδευτικής και της αναπτυξιακής ψυχολογίας.
Η συγγραφική της δραστηριότητα περιλαµβάνει βιβλία και ένθετα κεφάλαια σε επιστηµονικές εκδόσεις, ενώ έχει δηµοσιεύσει άρθρα σε διεθνή περιοδικά µε θέµα την Αναπτυξιακή και Εκπαιδευτική Ψυχολογία. Έχει λάβει µέρος σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια. Τα τελευταία χρόνια διδάσκει µαθήµατα Ψυχολογίας και θέµατα Ειδικής Αγωγής σε πανεπιστηµιακά τµήµατα και κολέγια.
Η Μαρία Ζαφειροπούλου είναι ψυχολόγος µε αντικείµενο την Εξελικτική Ψυχοπαθολογία και την Κλινική Ψυχολογία/Ψυχοθεραπεία σε παιδιά και εφήβους. Έχει Ph.D. στην Κλινική Ψυχολογία-Ψυχοπαθολογία από το Πανεπιστήµιο Dundee και δίδαξε Ψυχοπαθολογία στο Τµήµα Πειραµατικής Ψυχολογίας του Πανεπιστηµίου Sussex. ∆ιετέλεσε καθηγήτρια στο Πανεπιστήµιο Θεσσαλίας στα παραπάνω γνωστικά αντικείµενα, ενώ την τρέχουσα περίοδο είναι οµότιµη καθηγήτρια του ίδιου πανεπιστηµίου.
Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στην ανίχνευση, ψυχολογική αξιολόγηση, αντιµετώπιση ή και πρόληψη γνωστικών, συναισθηµατικών δυσκολιών, αλλά και προβληµάτων συµπεριφοράς κατά την παιδική ηλικία, καθώς και στη διερεύνηση των ποιοτικών διαφορών στη µάθηση και των επιδράσεών τους στη γενικότερη συµπεριφορά.
Η επιστηµονική/συγγραφική της δραστηριότητα περιλαµβάνει άρθρα σε ελληνικά και διεθνή επιστηµονικά περιοδικά, βιβλία και ένθετα κεφάλαια σε επιστηµονικές εκδόσεις, καθώς και ανακοινώσεις σε ελληνικά και ευρωπαϊκά συνέδρια.